Είχαμε μείνει με δύο απορίες. Πώς άραγε τα καταφέρνει εδώ και 170 χρόνια το ελληνικό Δημόσιο, αυτό το πρωτότυπο και στοργικό κράτος προνοίας, αυτό το δουλικό κράτος-υπηρέτης, αυτό το κράτος-άσωτος πατήρ, και δεν πτωχεύει επαναληπτικώς; Και πώς αυτή η ιδιόρρυθμη, εκκεντρική οικονομία κατάφερε να ανέλθει από την εξαθλίωση του 1830 στην 26η θέση της χορείας των ανεπτυγμένων χωρών;


Αρχίζουμε με την πρώτη απορία. Είχαμε πει ότι από καταβολής του ελληνικού κράτους οι πολιτικές μας αρχηγεσίες ασκούν ένα είδος κοινωνικής πολιτικής με τις προσλήψεις, τις προβληματικές, τώρα και με τις ΔΕΚΟ. Η πολιτική αυτή είναι ρουσφετική και φαύλη· είναι επιπλέον ανεπαρκής και πανάκριβη.


Πώς δεν πτωχεύει λοιπόν αυτό το εκκεντρικό κράτος προνοίας; Μήπως επειδή την ανεπαρκή «κοινωνική πρόνοια», που υστερόβουλα μας προσφέρει, τη συμπληρώνει ανέκαθεν η ελληνική οικογένεια, περιθάλποντας ανήμπορους γέροντες γονείς και ταΐζοντας άνεργα τέκνα; Κάτι που δεν υπάρχει σε πολλές δυτικές χώρες· όπως, σε πολλές δυτικές γλώσσες, δεν υπάρχει η λέξη «ανθρωπιά».


Και γενικότερα: Μήπως το άσωτο κράτος το τρέφει η ίδια αυτή οικογένεια; Διότι, έστω και φοροδιαφεύγοντας, κάτι αφήνει στον κορβανά· και κάτι του δανείζει. Πρόκειται βέβαια για μια οικογένεια μεσογειακού τύπου: πολυμήχανη, προσαρμοστική, πολύεργη. Πρόσθετο, ελληνικό χαρακτηριστικό της: είναι και μια συμπαγής οικονομική κοινοπραξία· που, όταν απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα, είναι απίστευτα εργατική.


Και ακόμη γενικότερα: Μήπως το παραγωγικότερο στοιχείο της ελληνικής οικονομίας είναι ακριβώς αυτή η ιδιότυπη οικογένεια, κοινωνικό κύτταρο εγωπαθές και πανίσχυρο, πότε οχυρό απόρθητο και πότε ελαφρύ τεθωρακισμένο, ευέλικτο και επιθετικό;


Ας μην ενθουσιαζόμαστε υπέρ το δέον. Η ίδια οικογένεια φυλακίζει ενίοτε τις παραγωγικές μονάδες σε μικρά μεγέθη· περιορίζει τις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες των μελών της σε ορίζοντες στενούς· κληροδοτεί στα παιδιά της τη δυσπιστία, ακόμη και τη μοχθηρία για κάθε τι που κείται εκτός των οικογενειακών συνόρων· και τα εκπαιδεύει να είναι άτομα αλλά ποτέ πολίτες· να απομυζούν το δημόσιο χρήμα αλλά και να το σπαταλούν κατά περίπτωση. Η ίδια οικογένεια είναι που αλώνει το κράτος στις χαμηλότατες βαθμίδες της ιεραρχίας του, αλλά και στις υψηλότατες, καθιστώντας το όργανό της: από το Κράτος Δικαίου στην «οικογενειοκρατία»· εύγλωττη λέξη· που επίσης δεν υπάρχει στις μεγάλες δυτικές γλώσσες.


Αλλά ούτε χρειάζεται και να αποθαρρυνόμαστε υπέρ το δέον. Μήπως η ίδια αυτή οικογένεια είναι και ένα γόνιμο φυτώριο άλλων ιδεών και νοοτροπιών, που οδηγούν τα μέλη της σε οικονομικές συμπεριφορές παραγωγικότατες; σε εργασιακές στρατηγικές ευέλικτες; σε επενδυτικές στρατηγικές αποδοτικές; και, τελικώς, σε παραγωγικές μονάδες ιδιαίτερα προσαρμοστικές; Ισως αυτά εν μέρει εξηγούν, π.χ., γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις προσαρμόζονται καλύτερα στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, στον τομέα των υπηρεσιών. Ισως εξηγούν και το περίφημο εμπορικό «δαιμόνιο» του Ελληνα· μια ερμηνεία όμως που δεν είναι ούτε ιδεαλιστική ούτε ρατσιστική. Υπηρεσίες, ο νεωτερικότερος τομέας της μεταβιομηχανικής εποχής. Η ακμή του αρχίζει στις αρχές του 20ού αιώνα: με το μοντέρνο διεθνές μεγαλεμπόριο και, φυσικά, με τράπεζες, ασφάλειες, συγκοινωνίες, επικοινωνίες. Η κυριαρχία του εδραιώνεται στα τέλη του αιώνα, όταν προστίθενται οι υπηρεσίες της πληροφορίας, της γνώσης και του πολιτισμού.


Στις αρχές του αιώνα οι συμπατριώτες μας προσαρμόστηκαν πολύ καλά: μεγαλεμπόριο, ανοιχτή θάλασσα, υπηρεσίες. Και η προσαρμογή τους στηρίχθηκε, ακριβώς, στην οικογένεια. Μήπως δεν ήταν οικογενειακά, ανέκαθεν, τα δίκτυα που άπλωναν σε όλη την υφήλιο οι Ελληνες της ομογένειας και της διασποράς, για να προσαρμοστούν σε περιβάλλοντα ξένα και ενίοτε εχθρικά, για να οργώσουν τις θάλασσες του κόσμου, για να κατακτήσουν νέες αγορές;


Ισως λοιπόν πρόκειται για νοοτροπίες και στρατηγικές επαναληπτικές: τις παρατηρούμε τον 18ο αιώνα, με τους Ελληνες του Λιβόρνο και του Αμστερνταμ· τον 19ο στη Μασσαλία, στην Οδησσό και στην Αλεξάνδρεια· τον 20ό αιώνα στο Λονδίνο, στην Καλκούτα και στη Νέα Υόρκη. Θα τις διακρίνουμε, είμαι βέβαιος, και κατά τον 21ο αιώνα, στο Σαν Φρανσίσκο, στη Σιγκαπούρη, στη Σαγκάη, στην Ανατολική Αφρική, στην Ωκεανία, στη Νότιο Αμερική. Γιατί παρόμοιες οικονομικές νοοτροπίες και στρατηγικές, με τις παραλλαγές που επιβάλλει η νέα εποχή, βοηθούν τις ελληνικές επιχειρήσεις, αυτόχθονες ή διεθνείς, να προσαρμόζονται ταχύτατα στον παραλλαγμένο, νεωτερικό τομέα των υπηρεσιών της εποχής μας· και σε δραστηριότητες που επεκτείνονται πέραν των συνόρων, όπως πάντα, αψηφώντας όλες τις κρατικές εξουσίες ­ για το καλό και για το κακό.


Η διασπορά: Μήπως αυτή ήταν, τελικώς η πηγή που επότιζε ανέκαθεν και ποτίζει ακόμη την οικονομία και την παραοικονομία της Ελλάδας, πηγή πολύ πλουσιότερη από την εγχώρια παραγωγή;


Πράγματι: την εγχώρια οικονομία ανέκαθεν άρδευαν τα εμβάσματα, οι δωρεές και, κυρίως, οι νοσταλγικές αγορές στην πατρίδα: σπίτι στο χωριό ή σπίτι διακοπών, διαμέρισμα ή μέγαρο, εκτάσεις γης ή ολόκληρα νησιά.


Οι πωλήσεις γης και ακινήτων, λοιπόν, άλλη μία ιδιοτυπία που εξηγεί εν μέρει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στον αιώνα μας. Σήμερα πια, στον χορό έχουν μπει και οι αλλοδαποί: συνταξιούχοι, συνευρωπαίοι, πετρελαιούχοι Αραβες, σύντομα θα προσέλθουν και οι δολαριούχοι Ανατολικοευρωπαίοι και Ασιάτες.


Ανέκαθεν: η λέξη πηγαίνει κι έρχεται στις δύο τελευταίες επιφυλλίδες. Γιατί όλα όσα είπαμε είναι οι συνέχειες και τα κατάλοιπα της νεότερης ιστορίας μας· τα βλαστάρια της και τα καρκινώματά της. Είναι, πάντως, πράγματα που ελάχιστα γνωρίζουμε. Γιατί τη νεότερη ιστορία μας, ανέκαθεν επίσης, την αγνοούσαμε: άλλοτε βυθισμένοι στον σοβινιστικό εθνικισμό της προγονοπληξίας, άλλοτε στον άκριτο ή αγράμματο μαρξισμό· αυτή τη νεότερη ιστορία μας που αγνοούμε ακόμη και σήμερα· σήμερα, βυθισμένοι στον ευδαιμονισμό και στην προχειρότητα· ή απλώς στην αδιαφορία.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.