Ο Sir Arthur Evans άρχισε τις ανασκαφές του στην Κνωσό το 1900. Κατοικούσε ακόμη στο Ηράκλειο και κάθε πρωί έπρεπε να διανύει οκτώ χιλιόμετρα δύσβατου χωματόδρομου για να φθάσει στον τόπο της ανασκαφής. Σίγουρα ήταν μια διαδρομή κουραστική και ταυτόχρονα χρονοβόρα. Σκέφθηκε λοιπόν ότι ίσως δεν θα ήταν και τόσο κακή ιδέα αν έκτιζε το σπίτι του κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, στο ένα από τα δύο οικόπεδα που είχε κρατήσει για τον εαυτό του όταν αγόρασε τη μεγάλη έκταση του αρχαιολογικού χώρου στο γύρισμα του αιώνα για τις ανασκαφές του. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ακόμη μια εποχή όπου οι αρχαιολόγοι ήταν συνήθως γόνοι εύπορων οικογενειών και κάλυπταν οι ίδιοι τα έξοδα της ανασκαφής ή ακόμη και αγόραζαν τις εκτάσεις που ήθελαν να σκάψουν. Ετσι το 1906, όταν ο Εβανς άρχισε να σκάβει εκεί κοντά το Μικρό Ανάκτορο, ανέθεσε στον αρχιτέκτονά του Christian Doll να του κτίσει ένα σχετικά μικρό αλλά εύχρηστο καλοκαιρινό σπίτι που θα το χρησιμοποιούσε για κατοικία και ταυτόχρονα και ως σπίτι της ανασκαφής.


Τον Οκτώβριο του 1906 η Βίλα Αριάδνη ήταν σχεδόν ολοκληρωμένη, η στέγη είχε κτισθεί και έμεναν να συμπληρωθούν οι λεπτομέρειες και να διαρρυθμισθούν οι εσωτερικοί χώροι για να κατοικηθεί. Ηταν ένα καλοκαιρινό σπίτι, κτισμένο ομολογουμένως σύμφωνα με το αποικιοκρατικό πνεύμα της εποχής, με μεγάλες βεράντες που έβλεπαν προς τη θέα η οποία ακόμη τότε ήταν ορατή καθώς τα δένδρα γύρω από το σπίτι δεν είχαν μεγαλώσει. Οι τοίχοι ήταν από λαξευτή πέτρα αλλά και άφθονο τσιμέντο, ένα υλικό που είχε ενθουσιάσει τον Εβανς ο οποίος το μεταχειρίστηκε ακόμη και στις αναστηλώσεις του Ανακτόρου. Για το χτίσιμο του σπιτιού πήρε κρητικούς εργάτες, αλλά για τις λεπτομέρειες, όπως τα κουφώματα, τα πόμολα και διάφορα άλλα εξαρτήματα, η τελειομανία του τον έκανε να προχωρήσει σε παραγγελίες από την Αγγλία. Και για να αποφύγει τυχόν αδεξιότητες κατά την κατασκευή, η Βίλα Αριάδνη χτίστηκε, όπως φαίνεται σε παλιές φωτογραφίες, κατά έναν ομολογουμένως πρωτότυπο τρόπο: τοποθετήθηκαν πρώτα τα κουφώματα της πόρτας και των παραθύρων και μετά συμπληρώθηκαν οι επιφάνειες των τοίχων. Παράλληλα, σαν γνήσιος βρετανός, ο Εβανς προχώρησε στον σχεδιασμό και στη φύτευση του κήπου του.


Ηθελε όμως έναν αγγλικό κήπο. Εναν κήπο δηλαδή σκιερό με πλούσια βλάστηση όπου θα επικρατούσε περισσότερο ο βρετανικός ρομαντισμός και λιγότερο η γεωμετρία των γαλλικών κήπων που ήταν τότε της μόδας. Αγγλικός όμως κήπος στην Κρήτη με τα ζεστά καλοκαίρια και το λιγοστό νερό κάποιου πηγαδιού δεν ήταν κάτι εφικτό. Ετσι ο αρχαιολόγος συμβιβάστηκε με έναν μεσογειακό κήπο χωρίς το τυπικό βρετανικό γρασίδι, αλλά με φύτευση ρομαντικά άναρχη και πλούσια, σχεδιασμένη για να προσφέρει σκιά και κυρίως δροσιά τις ζεστές καλοκαιρινές ημέρες όταν το νερό θα έρρεε στα κανάλια που λαξεύτηκαν ειδικά για να εξασφαλισθεί το πότισμα. Ο Εβανς έφερε πολλά φυτά απ’ έξω και είναι γνωστό ότι ο πατέρας του κατέβαλε ένα γενναίο ποσόν τόσο για την ανασκαφή του Ανακτόρου όσο και για το χτίσιμο του σπιτιού και για τη δημιουργία του κήπου.


Ενα σπίτι ξεχωριστό



Το σπίτι από την άλλη μεριά σχεδιάστηκε με τα υπνοδωμάτια σε ένα χαμηλωμένο ισόγειο (αυτό που θα λέγαμε σήμερα «ημιυπόγειο») για να εξασφαλισθεί η δροσιά τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες, ενώ οι χώροι της υποδοχής με τα σαλόνια και την τραπεζαρία έγιναν στο πρώτο πάτωμα για να απολαμβάνουν οι κάτοικοι τη θέα. Από την Αγγλία έφθασαν στην Κρήτη ένας μπρούντζινος θερμοσίφωνας και μια μεγάλη εμαγέ μπανιέρα, είδη άγνωστα εκείνη την εποχή στο νησί, οι πορσελάνες και τα άλλα σερβίτσια του νοικοκυριού και ακόμη και οι μαντεμένιες υδρορρόες. Καθώς όμως ο Εβανς ήταν πλέον βέβαιος ότι η καταστροφή του γειτονικού ανακτόρου οφειλόταν σε σεισμό, αποφάσισε να πάρει τις προφυλάξεις του για το δικό του σπίτι. Ετσι η Βίλα Αριάδνη θα πρέπει να θεωρηθεί σαν μια από τις πρώτες αντισεισμικές κατασκευές που έγιναν στην Ελλάδα.


Δεν ήταν όμως μόνο το τσιμέντο που έκανε το σπίτι αυτό ξεχωριστό. Η όλη αρχιτεκτονική σύλληψή του ήταν πεισματικά βικτωριανή. Οι βεράντες ήταν μεγάλες με θέα στη Δύση και στην Ανατολή. Υπήρχαν πέργκολες στα δρομάκια του κήπου αλλά και στη βεράντα, σκεπασμένες με βουκαμβίλιες, γιασεμιά και άλλα αναρριχητικά φυτά. Μάλιστα οι δύο βουκαμβίλιες, που η μία σκεπάζει τη βεράντα και η άλλη βρίσκεται ακόμη στον χώρο κοντά στην πισίνα, θεωρούνται μνημεία, καθώς οι κορμοί τους έχουν διάμετρο δύο πιθαμές και υπολογίζεται ότι θα πρέπει να φυτεύτηκαν στις αρχές του αιώνα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι οι βουκαμβίλιες ήταν άγνωστες τότε στην Ελλάδα και μάλλον ήρθαν από την Αίγυπτο, όπως από εκεί πρέπει να έφεραν και ένα σπάνιο είδος μικρών φοινικόδενδρων που ακόμη σήμερα προσθέτουν έναν εξωτικό χαρακτήρα στον κήπο.


Οταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη τον Μάιο του ’41, εγκατέστησαν το αρχηγείο τους στη Βίλα Αριάδνη. Εκεί έμενε και ο στρατηγός Kreipe και από εκεί ξεκίνησε το αυτοκίνητό του το μοιραίο απόγευμα που έμελλε να αιχμαλωτισθεί από τον Patrick Leigh Fermor, ο οποίος του είχε στήσει καρτέρι σε ένα σταυροδρόμι έξω από το Ηράκλειο. Στις 10 Μαΐου 1945 στη Βίλα Αριάδνη υπεγράφη η άνευ όρων παράδοση των δυνάμεων κατοχής της Κρήτης. Ηταν η τελική πράξη που σήμανε και τη λήξη του πολέμου. Μια μικρή μαρμάρινη πλάκα που βρίσκεται εκεί σημειώνει το γεγονός. Αρκετά χρόνια νωρίτερα όμως, το 1926, ο Εβανς είχε μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του κτήματος και του σπιτιού στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας και το 1955, μετά τον πόλεμο, η Βρετανική Σχολή παρεχώρησε κτήμα και σπίτι στο ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.


Σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα από τότε που έληξε ο πόλεμος και κάπου 92 χρόνια απ’ όταν άρχισε να κτίζεται η Βίλα Αριάδνη, η Βρετανική Σχολή στην Αθήνα, που συνεχίζει να εργάζεται στην Κνωσό σε στενή συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, ετοιμάζει εορταστικές εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από την έναρξη των ανασκαφών της Κνωσού από τον Sir Arthur Evans.


Το δίλημμα της αναβίωσης


Στο πλαίσιο αυτών των εκδηλώσεων προβλέπονται μια σειρά συντηρητικές επεμβάσεις στο σπίτι όσο και στον κήπο, ενώ έχουν ήδη ανατεθεί οι μελέτες στους αρχιτέκτονες Νίκο Σκουτέλη και Φλάβιο Ζανόν, οι οποίοι έχουν πείρα από ανάλογα έργα στη Βενετία. Τον συντονισμό αυτών των εργασιών έχει αναλάβει ο επιμελητής της Βρετανικής Σχολής στην Κνωσό Colin McDonald, ο οποίος παράλληλα ετοιμάζει μια έκθεση με παλιές φωτογραφίες του Εβανς. Και φυσικά όλα γίνονται με τη συνεργασία της εφόρου Αρχαιοτήτων Ηρακλείου και διευθύντριας του Μουσείου Ηρακλείου κυρίας Αλεξάνδρας Καρέτσου.


Πώς επεμβαίνει όμως κανείς σε έναν παλιό κήπο που είναι ένας ζωντανός οργανισμός και ποια στιγμή της μακράς ζωής του θα προσπαθήσει να αναβιώσει; Οταν τα φυτά ήταν ακόμη μικρά και χαμηλά; ή όταν ο κήπος βρισκόταν στο ζενίθ του και η βλάστηση σκίαζε και έκρυβε το σπίτι; Το δίλημμα απασχολεί τον αρχαιολόγο Colin McDonald, αλλ’ ακόμη περισσότερο τους δύο αρχιτέκτονες. Αυτός εδώ είναι ένας παλιός κήπος, ο οποίο μάλιστα είναι και ο πρώτος κήπος στην Ελλάδα που χαρακτηρίστηκε διατηρητέο ιστορικό μνημείο και που τώρα πια αρχίζει να δείχνει την ηλικία του, σημειώνει σε ένα άρθρο ο αρχιτέκτονας Φλάβιος Ζανόν, ο οποίος προσθέτει ακόμη ότι κανένας δεν είναι σε θέση να πει με σιγουριά τι είχε στον νου του ο Εβανς όταν άρχισε να φτιάχνει τον κήπο του. Οι μόδες στα φυτά, όπως και σε όλα τα πράγματα, πάνε κι έρχονται και θα ήταν ασφαλώς ενδιαφέρον αν μπορούσε κανείς να ξέρει τι άλλα φυτά υπήρχαν τα πρώτα χρόνια του κήπου και δεν κατόρθωσαν να επιβιώσουν.


Εχοντας στραμμένη την προσοχή του περισσότερο στο σπίτι και λιγότερο στον κήπο ο Colin McDonald, από την άλλη μεριά, κάνει διάφορες υποθέσεις. Τι θα γινόταν άραγε αν η Βίλα Αριάδνη καταστρεφόταν σε έναν υποθετικό σεισμό το 1926 και το 4000 μ.Χ. την αποκάλυπτε ένας αρχαιολόγος; Τι θα καταλάβαινε αυτός ο αρχαιολόγος του μέλλοντος από αυτό το τσιμεντένιο κτίσμα που θα έβρισκε τόσο κοντά στο Ανάκτορο της Κνωσού; Τι άκρη θα έβγαζε σκαλίζοντας στα ερείπια και αποκαλύπτοντας θραύσματα από αγγλικές πορσελάνες που δεν μοιάζουν και τόσο με τη μινωική κεραμική; Και τι θα σκεφτόταν και για τον ιδιοκτήτη αυτού του σπιτιού; Ηταν ντόπιος; ήταν ξένος; Μπορεί να ήταν βέβαια αρχαιολόγος, αλλά γιατί όχι και αγρότης, όπως δείχνουν όλα τα εργαλεία που είναι στοιβαγμένα στο πίσω μέρος του σπιτιού, οι τσάπες, οι αξίνες και τα φτυάρια; Αυτά όμως είναι εικασίες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι σπίτι και κήπος υπάρχουν σήμερα και χρειάζονται και τα δύο δραστικές επεμβάσεις για να αποκτήσουν την παλιά τους αίγλη. Και ακόμη είναι βέβαιο ότι τούτος εδώ ο κήπος είχε από την αρχή χαρακτήρα μεσογειακό, ήταν ένας τόπος με σκιερά μονοπάτια που περιτριγύριζαν ένα χαμηλό σπίτι με μεγάλες βεράντες όπου τα βράδια κάθονταν οι κάτοικοί του για να απολαύσουν τη γαλήνη της κρητικής νύχτας πλημμυρισμένης στις μυρωδιές των γιασεμιών.


Τα σχέδια είναι πολλά και οι μελέτες για την πραγματοποίησή τους είναι ήδη στα σκαριά, ενώ το γεγονός ότι η Σχολή βρίσκεται υπό την αιγίδα του Πρίγκιπα της Ουαλίας αναπτερώνει τις ελπίδες ότι η έκκληση οικονομικής ενίσχυσης της Σχολής που θα γίνει στο τέλος της χρονιάς στην Αθήνα και στο Λονδίνο θα καρποφορήσει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η Βρετανική Σχολή στην Αθήνα έχει ηλικία 111 ετών, είναι το παλαιότερο βρετανικό ερευνητικό ίδρυμα στο εξωτερικό και τα μέλη της έχουν επιτελέσει σημαντικό και συχνά πρωτοπόρο έργο στην αρχαιολογία.