Κάπου εκεί τον Μάιο φτάνει αυτή η καταραμένη στιγμή του χρόνου που, αν είσαι άντρας, δεν ξέρεις τι να φορέσεις. Δεν αναφέρομαι σε συνδυασμούς χρωμάτων, αλλά στα ίδια τα ρούχα.
Αντίθετα από τη γυναίκα που μπορεί να περνάει ώρες μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη της, ο άντρας, αν κάποια επαγγελματική υποχρέωση δεν του επιβάλλει να ντυθεί με κοστούμι, αισθάνεται πως έχει ντυθεί μόλις βάλει τις κάλτσες του: συνήθως είναι αυτές που τον απασχολούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αν κάνει κρύο, διαλέγει ένα ζευγάρι χοντρές και ζεστές, αν όχι, προτιμά κάτι πιο μαλακό –βαμβακερό συνήθως. Ολα τα υπόλοιπα είναι απλή υπόθεση. Τον χειμώνα βάζει ένα πουκάμισο και ένα πουλόβερ και νιώθει σαν τον ιππότη που βρήκε την πανοπλία του: φοράει το πρώτο σκούρο παντελόνι που θα βρει και από πάνω σακάκι ή μπουφάν, ανάλογα με το κρύο, και είναι έτοιμος.
Αν θέλει να είναι πιο κάζουαλ, μπορεί να προτιμήσει μία από τις μακρυμάνικες μπλούζες του, που είναι συνήθως μονόχρωμες. Oταν καλοκαιριάζει, όλα είναι ακόμα πιο απλά. Eνα T-shirt τού αρκεί για να νιώθει ότι είναι βαριά ντυμένος. Εχει Τ-shirt για κάθε περίσταση: σοβαρά μονόχρωμα, άλλα με στάμπες και άλλα που του θυμίζουν τα νιάτα του. Αν το εργασιακό περιβάλλον το επιτρέπει, βάζει και τη βερμούδα του και είναι έτοιμος να ξαναπάει στο Λύκειο –ή έστω μια εκδρομή. Ομως μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου, όταν δεν κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη, το τι θα φορέσεις γίνεται σπαζοκεφαλιά: ο άντρας κοιτάζει την ντουλάπα του περιμένοντας αυτή να του απαντήσει και αυτή παραμένει αμίλητη και σκληρή σαν να του κάνει νάζια γιατί την παραμελεί.
Ξαφνικά το πουλόβερ δεν αντέχεται το πρωί, ενώ είναι απαραίτητο το βράδυ. Η μακρυμάνικη μπλούζα μοιάζει ζεστή και ενοχλητική, αλλά δεν είναι και καιρός για κοντομάνικα. Αν φορέσει πουκάμισο χωρίς σακάκι, κρυώνει το βράδυ, αλλά και το σακάκι τού μοιάζει βαρύ κι ασήκωτο. Το τζιν παντελόνι τον ζεσταίνει υπερβολικά, αλλά και τα κοστούμια είναι ανυπόφορα. Τα μάλλινα έχουν μαζευτεί, αλλά τα καλοκαιρινά δεν είναι πάντα λύση. Τα αμάνικα μπουφάν τον βοηθάνε να κουβαλάει γυαλιά, τσιγάρα και πορτοφόλια –ευτυχώς που υπάρχουν. Αλλά ταιριάζουν πραγματικά μόνο στον Γρηγόρη τον Ψαριανό, ίσως γιατί με αυτά τον έχουμε συνηθίσει.
Αν τον άντρα τον ντύνει μικρό η μάνα του και μεγάλο η γυναίκα του, φταίει αυτή η καταραμένη εποχή του χρόνου που δεν ξέρει τι να διαλέξει. Ανήμπορος και προβληματισμένος ικετεύει για μια συμβουλή: την έχει ανάγκη. Θυμάται τον στρατό, όπου τέτοια προβλήματα δεν είχε γιατί φορούσε τα ίδια ρούχα κάθε μέρα: θα ήθελε να το κάνει και τώρα, αλλά ποια, διάβολε, είναι αυτά; Ο άντρας δεν γεννήθηκε για να ντύνεται. Mεταξύ των στιγμών στις οποίες ένιωσε αληθινά ευτυχισμένος στη ζωή υπάρχουν και αυτές στις οποίες ξέγνοιαστος και χαρούμενος είναι ντυμένος σαν το «μεγάλο ρεμάλι» εκείνου του χαρισματικού σκιτσογράφου που λέγεται Reiser –όπως ο αναιδής και αυθάδης ήρωας του σκιτσογράφου, φοράει κι αυτός περήφανα απλώς ένα σώβρακο. Κρίμα που και αυτό ακόμα το απλό και απέριττο ντύσιμο δεν είναι λύση όταν προχωράει η άνοιξη, αλλά το καλοκαίρι δεν έφτασε ακόμη (επίσημα τουλάχιστον).
Κάποια στιγµή συνειδητοποιεί πως σε αυτή την άδικη ζωή όπου τα πάντα τον προβληματίζουν (δουλειά, οικογένεια, παιδιά, φίλοι κ.τ.λ.) το μόνο τελικά που δεν του προκαλεί προβλήματα είναι οι κάλτσες του: ακόμα και αυτή την εποχή του χρόνου, που είτε ζεσταίνεται, νιώθοντας υπερβολικά ντυμένος, είτε κρυώνει, οι κάλτσες του δεν του δημιουργούν καμία σκοτούρα. Τον περιμένουν σε ένα συρτάρι καρτερικά, ξέρουν πως θα διαλέξει τις κατάλληλες, δεν ανταγωνίζονται ούτε ζηλεύουν η μία την άλλη, ούτε κάνουν τίποτα για να του τραβήξουν την προσοχή. Κάθε άντρας που αγαπάει όσα δεν τον ενοχλούν εκτιμά τις κάλτσες του. Αν δεν το κάνει, κάθε φορά που προβληματίζεται για το τι διάβολο θα φορέσει, δεν τον λυπάμαι καθόλου…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ