Μήπως το Δημόσιο – εργοδότης, έτσι όπως λειτουργεί στη χώρα μας, ήταν ανέκαθεν ένα ιδιότυπο κράτος προνοίας; Και οι παντοειδείς ΔΕΚΟ, τέως προβληματικές και μη, μήπως άραγε παίζουν και αυτές τον ίδιο ρόλο; Ελληνική ευρεσιτεχνία, βέβαια, που κοστίζει πολλαπλάσια από όσα θα κόστιζε ένα δυτικότροπο welfare state.


Από την άλλη πλευρά, μήπως τις προβληματικές τις υπέθαλπε, ανέκαθεν επίσης, ένα ιδιότυπο κράτος – υπηρέτης; Δηλαδή υπηρέτης ορισμένων μονάχα, και μάλιστα κεφαλαιούχων. Είναι όσοι διοχετεύουν τα δάνεια που πήραν σε ελβετικούς λογαριασμούς· τα κέρδη που φοροαπέκρυψαν, σε ακίνητα επ’ ονόματι συζύγων· τις υποχρεώσεις προς εργαζόμενους και προμηθευτές, στον σύνδικο πτωχεύσεως· και τις επιχειρήσεις τους, στο κράτος – υπηρέτη. Αλλοι μια ευρεσιτεχνία, με κοινωνικό κόστος επίσης πολλαπλάσιο από την ανοιχτή εκμετάλλευση που θα επέβαλλε ένας δυτικότροπος καπιταλισμός.


Κόστος πολλαπλάσιο. αλλά δυσδιάκριτο: το πληρώνουν οι νομοταγείς φορολογούμενοι, μισθωτοί κατά πλειονότητα· χωρίς να συνειδητοποιούν, οι περισσότεροι, ότι έτσι πριμοδοτούν εμμέσως τους εν λόγω «ξύπνιους» κεφαλαιούχους.


Κράτος προνοίας, κράτος – κλώσσα, κράτος – υπηρέτης. Μήπως, όμως, όλες αυτές οι καταστάσεις είχαν ανέκαθεν και μια ευνοϊκή επίπτωση; Παρέχοντας εργασία σε χιλιάδες εργάτες και υπαλλήλους, έστω και με χαμηλές αποδοχές, μήπως τροφοδοτούσαν με εισοδηματικές ροές την οικονομία και με μαζική ζήτηση τους έλληνες παραγωγούς βασικών καταναλωτικών αγαθών; Πράγματι, φαίνεται ότι αυτός ο τρόπος ζωογόνησης της οικονομίας λειτούργησε ευεργετικά σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, που δεν ήταν και λίγες ­ σκέφτομαι, π.χ., τον Μεσοπόλεμο. Σε άλλες συγκυρίες, βεβαίως, και ιδίως σε πιο πρόσφατα χρόνια, είχε δυσμενείς, πληθωριστικές επιπτώσεις, παράλληλα με τις γενικότερες αρνητικές συνέπειες που ήδη υπαινίχθηκα: σπαταλώντας τους λιγοστούς πόρους του, το κράτος έχτιζε μια μη ανταγωνιστική οικονομία.


Κράτος ανοικονόμητο, σπάταλο, αδηφάγο αλλά και γενναιόδωρο· ιδιότητες ωραία συγκερασμένες. Μόνο που οι φόροι δεν φθάνουν να καλύψουν όλη αυτή την αρχοντιά. Αρα χρειάζονται και τα δάνεια. Το ελληνικό Δημόσιο τείνει ανέκαθεν να υπερδανείζεται. Καταχρεωμένος ο άσωτος άρχων. Πού και πού, το χρέος φθάνει ως τον λαιμό του. Τότε δανείζεται ίσα ίσα για να πληρώνει τους τόκους.


Μήπως είναι, άραγε, δανεικά και αγύριστα; Οχι δα! Το ελληνικό κράτος ανέκαθεν τακτοποιούσε τα χρέη του· και πάντα ικανοποιούσε τους δανειστές του, έλληνες και ξένους ­ το 1879, π.χ., το 1898, το 1928-32. Προκειμένου να μην τους στενοχωρήσει, αυτούς που ήταν πάντοτε τα χαϊδεμένα του παιδιά, προτιμούσε να επιβάλλει στα αποπαίδια του λίγο βαρύτερες αγγαρείες, λίγο βαρύτερους φόρους.


Ενας άρχων, άλλωστε, φυσικό είναι να δανείζεται από τους έχοντες κεφάλαια· και για να τους εξοφλήσει, να φορολογεί εν συνεχεία τους μη έχοντες. Και, αφού ο άρχων είναι από γεννησιμιού του γενναιόδωρος, πληρώνει και καλό τοκαλάκι: τρίβει τα χέρια του ο έμπορος της Ημαθίας, θάλλουν οι Γούκοι και οι Κοσκωτάδες.


Αλλωστε ένα είδος μόδας ακολουθούν και τα επιτόκια· και ο μεγάλος μόδιστρος είναι το κράτος. Οταν το ίδιο το κράτος δανείζεται με 16%, ο βιομήχανος αναγκαστικά θα δώσει 24% στην τράπεζά του και ο βιοτέχνης θα δώσει ευχαρίστως 36% στον τοκογλύφο του. Ετσι, βεβαίως, ούτε ο βιοτέχνης θα γίνει εύκολα βιομήχανος ούτε ο βιομήχανος θα κατακτήσει εύκολα τις διεθνείς αγορές.


Δεν πειράζει, ας είναι καλά οι τόκοι, οι τράπεζες, το εμπόριο, οι υπηρεσίες, η ανοιχτή θάλασσα ­ τομείς της οικονομίας νεωτερικοί ή πάντοτε νεωτερίζοντες, με κέρδη επαρκή ώστε να καλύπτουν το υψηλό κόστος του χρήματος, δραστηριότητες που εκτείνονται πέραν των κρατικών συνόρων, με ορίζοντες ανοιχτούς και ανεξέλεγκτους.


Τελευταίο ερώτημα. Υπάρχει μια γενικότερη εξήγηση για όλη αυτή την αντιφατική πολυπραγμοσύνη του κράτους; Μήπως καταβάλλει το οικονομικό κόστος για να κομίζει πολιτικά και κοινωνικά κέρδη; Μήπως έτσι συμβιβάζει μεταξύ τους μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ανάλογα με τις πολιτικές ανάγκες της ιστορικής εποχής, πότε αστούς με αγρότες, π.χ., πότε μεγαλοαστούς με μικρομεσαίους, σχηματίζοντας έτσι και τις αναγκαίες εκλογικές συσσωματώσεις; Είπαμε άλλωστε ότι το οικονομικό κόστος είναι δυσδιάκριτο· και όσοι ωφελούνται και κάτι, δεν πολυνοιάζονται: αυτοί είναι, μάλιστα, η πλειονότητα ή μάλλον η πλειοψηφία. Οι υπόλοιποι, που πληρώνουν ανέκαθεν τον λογαριασμό, είναι μειοψηφίες: πριν από το 1909, ήταν κυρίως οι μικροαστοί· από τον Μεσοπόλεμο και ως τα 1960, προστέθηκαν οι μισθωτοί και οι εργάτες· στις μέρες μας, είναι οι απροσάρμοστοι, οι περιθωριακοί, οι νεόπτωχοι πάσης καταγωγής και προελεύσεως.


Καλά όλα τούτα. Αλλά πώς άραγε τα καταφέρνει αυτό το πρωτότυπο και στοργικό κράτος προνοίας, αυτό το δουλικό κράτος – υπηρέτης, αυτό το κράτος – άσωτος πατήρ, και δεν πτωχεύει επαναληπτικώς; Και πώς αυτή η ιδιόρρυθμη, εκκεντρική οικονομία κατάφερε να ανέλθει, από την εξαθλίωση του 1830, στην εικοστή έκτη θέση της χορείας των ανεπτυγμένων χωρών; Οι απαντήσεις, έστω και πρόχειρες, απαιτούν χώρο. Προσεχώς, λοιπόν.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.