Μουσικοκριτικός δεν είμαι, μια αίσθηση όμως από κινηματογραφικά σάουντρακ την έχω, επομένως μπορώ να πω ότι ακούγοντας την μουσική που συνέθεσε ο Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου για την ταινία του Χρίστου Γεωργίου «Happy birthday» (ανοίγει στις αίθουσες 10 Μαίου), ανακάλυψα ένα ταλέντο που αξίζει της προσοχής μας και κυρίως της προσοχής των ενασχολούμενων με το ελληνικό σινεμά.

Βέβαια, ο Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου, χθεσινός δεν είναι. Γιός του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο Κωνσταντής βρίσκεται και δημιουργεί εδώ και αρκετά χρόνια στον ελληνικό μουσικό χώρο, μόνος ή με άλλα συγκροτήματα («Γκιντίκι», «Social waste»). To χαρακτηριστικό του, ή ένα από τα χαρακτηριστικά του, είναι ότι δεν μοιάζει να περιορίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, δείχνει ανοιχτός σε ιδέες, πειραματισμούς, επιρροές. Και δεν φοβάται να τολμήσει. Latin, heavy metal, μπαλάντα, βαλκανικοί ήχοι αλλά και κλαρίνο μπορούν να καταλήξουν σε ένα δεμένο σύνολο.
Ωστόσο, αυτή η δουλειά του στη μουσική κινηματογράφου στο «Happy birthday», την οποία ο Κωνσταντής υπογράφει μαζί με το συγκρότημα Largo όπου είναι βασικός κιθαρίστας, είναι η πρώτη. Και μπορώ να πω ότι η μουσική της ταινίας με συνεπήρε περισσότερο από την ίδια την ταινία η οποία φέρει όλες τις καλές προθέσεις του κόσμου αλλά στην τελική είναι μάλλον ένα σχηματικό και – κυρίως – περιγραφικό σχόλιο πάνω στο αιώνιο ζήτημα του χάσματος γενεών με πρωταγωνιστές έναν αστυνομικό των ΜΑΤ (Δημήτρης Ημελλος) και την ατίθαση, «επαναστάτρια» κόρη του (Νεφέλη Κουρή).

Θα μπορούσα μάλιστα να πω πως περισσότερο «ταξίδεψα» με την μουσική της ταινίας παρά με την ίδια την ταινία, με ενδιέφερε κυρίως η «σκηνοθεσία» της μουσικής της και λιγότερο η σκηνοθεσία του γενικώς αξιόλογου Χ. Γεωργίου που είχε γυρίσει παλιότερα μια πολύ έξυπνη «μαύρη» κωμωδία, το «Μικρό έγκλημα»). Ασφαλώς ο Γεωργίου έχει την αφήγηση, είναι συγκροτημένος, η πλανοθεσία του υποδειγματική, αποσπά ερμηνείες έκτακτες. Αλλά – η αχίλλειος πτέρνα του ελληνικού σινεμά εν γένει – το περιεχόμενό του είναι αδύναμο.

Αντιθέτως το μουσικό περιεχόμενο του Κωνσταντή Παπακωνσταντίνου είναι τόσο σφιχτοδεμένο και καλά σκηνοθετημένο που τελικά εκείνο είναι που στηρίζει το οπτικό, μια μουσική που μπορείς άνετα να ακούσεις και χωρίς να βλέπεις την ταινία κάτι που δύσκολα συμβαίνει στα σάουντρακ (ζήτησα αμέσως από την εταιρία διανομής ODEON το σάουντρακ για να το ακούω μόνος). Χαίρομαι λοιπόν που μέσω μιας ταινίας ανακάλυψα έναν ταλαντούχο Ελληνα μουσικό και θα χαρώ ακόμα περισσότερο να τον ξανακούσω και σε άλλες ταινίες.