Οπως συχνά συμβαίνει με γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας, ο Μάης του ’68 προκαλεί ζωηρές συζητήσεις στη δημόσια σφαίρα, στην πολιτική, στην ακαδημαϊκή κοινότητα. 50 χρόνια μετά και ενώ της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας προεδρεύει πολιτικός που γεννήθηκε εννέα χρόνια μετά την εξέγερση, η κληρονομιά του διεθνούς αυτού γεγονότος ενώνει, διχάζει, κινητοποιεί. Αν οι έρευνες γνώμης των τελευταίων μηνών αναδεικνύουν μια πλειοψηφικά θετική στάση, η μνήμη του γεγονότος δεν ήταν πάντα συναινετική ή θετική στο πέρασμα του χρόνου, ενώ το νόημά του στη δημόσια συζήτηση αναπλάθεται και επικαιροποιείται υπό το φως νέων ερευνών, αλλά και συγκυριακών στρατηγικών πολιτικής εργαλειοποίησης.
Η εξέγερση του Μάη του 1968 εγγράφεται στα φοιτητικά κινήματα για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα της δεκαετίας 1960. Το αίτημα ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, η δημιουργική αμφισβήτηση κάθε είδους ιεραρχίας και αυθεντίας ερμηνεύτηκαν ως τομή που αναδιέταξε συμβολικά ιεραρχίες σε επαγγελματικά και θεσμικά milieux (πολιτιστική παραγωγή, πανεπιστήμια, δημοσιογραφία) (Lefort, Morin, Castoriadis, 1988), ενώ στη ριζοσπαστική Αριστερά αποκρυσταλλώθηκε ως μέτωπο τόσο με τη γκωλική εξουσία όσο και με το κομμουνιστικό κόμμα και την CGT. Στη βάση αυτή, ο Μάης κρίθηκε αποτυχημένος από τον Raymond Aron ήδη από το 1968, καθώς ούτε ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη, ούτε εξέφρασε τη δυνατότητα ενός τρίτου δρόμου μεταξύ σοβιετισμού και καπιταλισμού.

Η έλλειψη κοινωνικού σχεδίου και προοπτικής, ο μηδενισμός των αξιών, η διάθεση καταστροφής επανήλθαν ως κατηγορία από αυτούς που είδαν το κίνημα μέσα από το πρίσμα του ναρκισσιστικού, ηδονιστικού ατομικισμού (Lipovetsky, 1983): ο Μάης δεν αδιαφόρησε μόνο για το συλλογικό, αλλά «καθιερώνοντας» το πνεύμα της εξέγερσης, καθήλωσε την κοινωνία και ιδιαίτερα τον θεσμό του σχολείου σε μια μόνιμη, «ελαφριά» κοινωνική αμφισβήτηση (Ferry & Renault, 1988: Finkielkraut, 2004), απαγορευτική για την αποδοχή του ρόλου του δασκάλου και, εν τέλει, τη μετάδοση της γνώσης.

Οι εκδοχές αποδόμησης του κινήματος ταλαντεύονται αντιφατικά μεταξύ της μηδενικής επίδρασης και των απόλυτων δεινών. Στην πρώτη περίπτωση, η ακύρωση υποστηρίζεται από την πολιτική αποτυχία του κινήματος, όπως τεκμηριώνεται από τους εκλογικούς συσχετισμούς που ακολούθησαν, αλλά και τη συνέχεια της πρωτοκαθεδρίας του γαλλικού ΚΚ στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στη δεύτερη, ο Μάης καθιέρωσε τον μηδενισμό των αξιών που οδήγησε «από την πίσω πόρτα» στον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού.

Η κοινωνική κινητικότητα και το πέρασμα πρωταγωνιστών από τα κινήματα στη συμβατική πολιτική και στην ελεύθερη αγορά στοιχειοθέτησαν την «ανάγνωση της γενιάς» των baby boomers που εξαργύρωσε τον νεανικό ριζοσπαστισμό σε κοινωνικό, επαγγελματικό και πολιτικό κεφάλαιο (Hervé & Rotman, 1987). Η τελεολογική αυτή εκδοχή των κινήτρων –που βρίσκει αναλογίες στην εγχώρια συζήτηση για την κληρονομιά της γενιάς του Πολυτεχνείου –μπορεί να βρίσκει εφαρμογές σε έναν αριθμό επωνύμων που «έχτισαν καριέρες», δεν στάθηκε ικανή όμως να «ρευστοποιήσει την κληρονομιά του ’68, μια και καλή» κατά την επιθυμία του Σαρκοζί το 2007. Πρόσφατες πολιτικές και κοινωνιολογικές έρευνες (Fillieule et al., 2018: Dormoy-Rajramanan & al., 2018) φωτίζουν «από τα κάτω» τις διαδρομές ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των «ανωνύμων» συμμετεχόντων στο 1968, αναδεικνύοντας ότι παρέμειναν πιστοί στο αξιακό πλαίσιο του 1968 (αντιρατσιστές, οικολόγοι, κοινωνικά και οικονομικά αλληλέγγυοι), χωρίς αυτό να συνοδεύεται από υλική ή κοινωνική άνοδο.
Και στις επόμενες γενιές τι κληροδότησε; Πέρα από το ηδονιστικό καρναβάλι και τα οδοφράγματα πέριξ της Σορβόννης που αναβιώνουν μέσα από γκροτέσκες εμπειρίες προσομοίωσης τις ημέρες αυτές στο Παρίσι, το 1968 –και όχι μόνο ο Μάης –ήταν ένα μαζικό κίνημα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού (Weber, 1998), που έφερε σε κοινούς αγώνες κοινωνικά υποκείμενα μέχρι τότε αποκομμένα μεταξύ τους. Εκτός από τις άμεσες, σημαντικές εργασιακές κατακτήσεις, λειτούργησε ως καταλύτης για το διαγενεακό πέρασμα από τις υλιστικές στις μεταϋλιστικές αξίες (Inglehart, 1971). Κληροδότησε στην επόμενη γενιά την πολιτική σε πρώτο πρόσωπο: ισότητα φύλων και γενεών, πολυπολιτισμικότητα, απελευθέρωση γυναικών και ομοφυλοφίλων, σεξουαλική χειραφέτηση, αντι-αυταρχισμός στην πολιτική συμμετοχή, ποιότητα ζωής, σημασία στο άτομο και στις ανάγκες του με την ευρεία έννοια, είναι ύστερες κατακτήσεις διεκδικήσεων που εκκίνησαν το 1968.
Μακριά από κάθε διάθεση εξιδανίκευσης της εξεγερσιακής αντίληψης της πολιτικής, πέρα από την πολυφωνία και την κακοφωνία, τις υποσχέσεις και τις διαψεύσεις, η επέτειος των 50 χρόνων σχεδόν τρομακτικά θυμίζει πόσο απέχουμε πραγματικά και συμβολικά από το 1968: ο καπιταλισμός έχει αλλάξει άρδην, οι ανισότητες έχουν αυξηθεί, στο διεθνές σύστημα «όλα είναι δυνατά», ενώ τα άτομα βιώνουν ανασφάλειες που συνδέονται με σειρά αλλαγών που αδυνατούν να μεταβολίσουν. Οι κινητοποιήσεις του παρόντος σπάνια παράγουν ουμανιστικά, οικουμενικά νοήματα, αλλά συχνά εμφορούνται από δύστυχα πάθη, αρνητισμό, αποκλεισμούς.
Η κυρία Λαμπρινή Ρόρη είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Exeter.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ