Αλλο CSI, άλλο επιστήμη

Ολοι έχουμε δει σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «CSI» ή σε κινηματογραφικές ταινίες τους ντετέκτιβ να οδηγούνται στον δράστη αναλύοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκουν στον τόπο ενός εγκλήματος. Και καθώς στις οθόνες μας οι αναλύσεις του είδους υποστηρίζονται από εντυπωσιακό τεχνικό εξοπλισμό και ένα φαινομενικά αδιάσειστο επιστημονικό υπόβαθρο, δεν σκεφτόμαστε συνήθως να τις αμφισβητήσουμε –πόσω μάλλον τη στιγμή που γίνονται αποδεκτές στο δικαστήριο. Ωστόσο, με ένα άρθρο τους στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences», έξι εξέχοντες αμερικανοί επιστήμονες έρχονται να μας προβληματίσουν επισημαίνοντας ότι οι περισσότερες από τις μεθόδους των εγκληματολογικών επιστημών δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένες επιστημονικά και είναι πολύ πιθανό να οδηγούν σε άδικες καταδικαστικές αποφάσεις.

Οι έξι καθηγητές εστιάζουν κυρίως στις παραδοσιακές εγκληματολογικές τεχνικές που επιδιώκουν να συνδέσουν υπόπτους με μοτίβα τα οποία εντοπίζονται στον τόπο του εγκλήματος (δακτυλικά αποτυπώματα, ίχνη από δαγκωματιές, πατημασιές ή λάστιχα αυτοκινήτων, ίνες κ.ο.κ.). Οπως τονίζουν, οι μέθοδοι αυτές έχουν αναπτυχθεί κατά κύριο λόγο από εργαστήρια τα οποία ανήκουν στις διωκτικές Αρχές και βρίσκονται έξω από την αυστηρή «κουλτούρα επαλήθευσης» που χαρακτηρίζει την ακαδημαϊκή επιστημονική έρευνα. Εκτός από την ανάλυση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, η οποία πρόσφατα αναθεωρήθηκε και αξιολογήθηκε εμπειρικά, οι περισσότερες από τις άλλες παραδοσιακές τεχνικές σύγκρισης μοτίβων εφαρμόζονται, όπως υπογραμμίζουν, χωρίς να υπάρχει σαφής γνώση της ακρίβειας και της αξιοπιστίας τους. Με άλλα λόγια, εξηγούν, οι ειδικοί της σήμανσης μπορεί π.χ. να αποφανθούν ότι οι ίνες που βρέθηκαν σε ένα πτώμα ταιριάζουν με εκείνες από ένα χαλί το οποίο βρέθηκε στο φορτηγάκι του υπόπτου, αλλά δεν είναι σε θέση να διευκρινίσουν ποιες είναι οι πιθανότητες σφάλματος αυτού του αποτελέσματος.
Τα δεδομένα στις εγκληματολογικές επιστήμες άλλαξαν με την ανάλυση DNA, η οποία άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στη δεκαετία του 1990. Επιδεικνύοντας πρωτοφανή ακρίβεια και αξιοπιστία, η ανάλυση DNA ανέτρεψε πολλές καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες είχαν βασιστεί στις λιγότερο ακριβείς παραδοσιακές μεθόδους, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες των τελευταίων. Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας ειδική επιτροπή η οποία είχε συσταθεί από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «με εξαίρεση την ανάλυση πυρηνικού DNA, καμία άλλη εγκληματολογική μέθοδος δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ότι είναι ικανή να δείξει με συνέπεια και υψηλό βαθμό ακρίβειας μια σύνδεση ανάμεσα στα αποδεικτικά στοιχεία και κάποιο συγκεκριμένο άτομο ή πηγή».
Κατόπιν αυτού, και μετά πολλών βασάνων και αντιδράσεων, το 2013 συστήθηκε η Εθνική Επιτροπή Εγκληματολογικών Επιστημών (στην οποία μετείχαν οι έξι υπογράφοντες) με στόχο να εξετάσει όλες αυτές τις μεθόδους. Το έργο της ωστόσο δεν έμελλε να προχωρήσει. Αυτό γιατί, παρά το γεγονός ότι στις σειρές όπως το «CSI» τα στοιχεία συνήθως δένουν μεταξύ τους για να στηρίξουν μια «γερή» απόδειξη, στην αληθινή ζωή τα πράγματα δεν είναι τόσο βολικά. Φοβούμενο ότι με την αναθεώρηση των μεθόδων πολλές δικαστικές αποφάσεις θα ανατρέπονταν, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης αντιτάχθηκε στην επιτροπή και το 2016, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτή καταργήθηκε. Τα έξι πρώην μέλη της τονίζουν ξεκάθαρα ότι δεν θεωρούν ότι θα επανιδρυθεί, τουλάχιστον από την παρούσα κυβέρνηση. Στόχος τους άρθρου τους, όπως υπογραμμίζουν, είναι να τραβήξει την προσοχή στο σοβαρό αυτό ζήτημα καθώς «πολλοί, ακόμη και κατά τα άλλα μορφωμένοι και καλά ενημερωμένοι άνθρωποι, δεν γνωρίζουν το μέγεθος του προβλήματος». Το μόνο που ελπίζουν είναι η πρωτοβουλία τους να κινητοποιήσει την επιστημονική και την εγκληματολογική κοινότητα ώστε να πιέσουν οι ίδιες για μεταρρυθμίσεις –όπως π.χ. μια υποχρεωτική εμπειρική αξιολόγηση όλων των μεθόδων που γίνονται αυτή τη στιγμή αποδεκτές στο δικαστήριο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ