Σε μιαν εποχή αντιηρωική, όπως η δική μας, έχουν θέση οι ήρωες; Βλέποντας τις σημερινές μας εκδηλώσεις ηρωισμού θα πρέπει να γελάμε ή να κλαίμε; Η στολή εκστρατείας με την οποία κυκλοφορεί ο υπουργός της Εθνικής μας Αμυνας είναι αληθινή ή αποκριάτικη; Αυτά συλλογίζεται κανείς διαβάζοντας αφιέρωμα της Athens Review of Books στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, με αφορμή την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Το τελευταίο σημείωμα, η οποία αφηγείται την εκτέλεση, την Πρωτομαγιά του 1944, των «200 της Καισαριανής».
Τα άγνωστα κείμενα που εμφανίζονται στο αφιέρωμα της ARB (οι επιστολές του Σουκατζίδη προς τη μνηστή του Χαρά Λιουδάκη και την αδελφή της, λαογράφο Μαρία Λιουδάκη, και η αφήγηση του πατέρα για τον γιο), πλαισιούμενα από το εισαγωγικό κείμενο του Μανώλη Βασιλάκη και το γλωσσοπολιτισμικό του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, σε συνδυασμό με την ταινία, ελπίζει κανείς ότι θα αποτελέσουν το έναυσμα για τη συγγραφή μιας βιογραφίας αυτού του ευαίσθητου, καλλιεργημένου και μεγαλόφρονος ανθρώπου. Τον οποίον ελάχιστοι σήμερα γνωρίζουν, κι ας ήταν ο ηρωισμός του μεγαλύτερος από εκείνον του Μανώλη Γλέζου, που, αν δεν ήταν πολιτικά μαχόμενος έως σήμερα, θα ήταν βαθιά θαμμένος στη μνήμη μας όπως ο Λάκης Σάντας. Και καθώς τα μόνα έντυπα που, ενίοτε, τον θυμούνται –όχι όμως για ανιδιοτελείς λόγους –είναι ο Ριζοσπάστης και η Αυγή, σκέφτομαι ότι η περίπτωση Σουκατζίδη προσφέρεται για να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε τη βαθύτερη έννοια του ηρωισμού. Διότι η απόφαση που σφράγισε το πεπρωμένο αυτού του ανθρώπου οδήγησε αυτή την έννοια στον υψηλότερο βαθμό της, αν σκεφτούμε ότι αποτελεί το αποκορύφωμα μιας αλυσίδας αποφάσεων που θα καθιστούσαν οποιονδήποτε άλλον έρμαιο της μοίρας.
Ο πρώτος κρίκος αυτής της αλυσίδας ήταν η απόφαση του ΕΛΑΣ να σκοτώσει, με ενέδρα, ενώ ήταν πια φανερή η ήττα του ναζισμού, έναν γερμανό στρατηγό στην Πελοπόννησο΄ θάνατος που είχε ως αντίποινα την εκτέλεση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κρατουμένων του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. 160 από αυτούς, ανάμεσά τους και ο Σουκατζίδης, που είχαν μεταφερθεί εκεί από το «Στρατόπεδο Συγκεντρώσεων Κομμουνιστών» της Ακροναυπλίας, είχαν ζητήσει στις 29 Οκτωβρίου 1940 να σταλούν στο αλβανικό μέτωπο για να πολεμήσουν «στην πρώτη γραμμή της φωτιάς». Αίτηση που απορρίφθηκε, ενώ η κυβέρνηση που διαδέχτηκε εκείνη του Μεταξά έκρινε σκόπιμο να τους παραδώσει στους Γερμανούς.
Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου ήταν ο τελευταίος σταθμός της μακρόχρονης «περιπλάνησης» (1936-1944) του τριανταπεντάχρονου διανοούμενου και συνδικαλιστή Σουκατζίδη σε διάφορους τόπους πολιτικού εγκλεισμού (Αη Στράτης, Ακροναυπλία, Λάρισα, Τρίκαλα). Στο Χαϊδάρι, καθώς ήταν γλωσσομαθής και γνώριζε άπταιστα τα γερμανικά, εκτελούσε χρέη διερμηνέα μεταξύ των Γερμανών και των εγκλείστων. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία που έδωσε ο Λεών Κοέν που, στο βιβλίο του Από την Ελλάδα στο Μπίρκεναου, συνθέτει έναν ύμνο για τον Σουκατζίδη («Μέσα στην κόλαση που ονομαζόταν Χαϊδάρι, όπου όλοι σκέφτονταν μόνο τον εαυτούλη τους, υπήρχε μια ψυχή που νοιαζόταν για όλους, ένας άνθρωπος που το μαρτύριό του δεν είχε αναπαμό. Η ευγενική αυτή ψυχή υπέφερε περισσότερο για τους Εβραίους, διότι ήξερε τι τους περίμενε»).
Το όνομα του Σουκατζίδη ήταν στον κατάλογο των διακοσίων που επρόκειτο να εκτελεστούν. Ο γερμανός διοικητής αποφάσισε να τον εξαιρέσει από την εκτέλεση και να τον αντικαταστήσει με κάποιον άλλο. Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε να εξαιρεθεί. Δεν δέχτηκε ούτε όταν ο διοικητής, ναζιστικά σκεπτόμενος, του πρότεινε να τον αντικαταστήσει με έναν Εβραίο ή έναν ανάπηρο.
Ο Σουκατζίδης είναι μια ιδιάζουσα μορφή τραγικού ήρωα. Δεν υπήρξε άθυρμα ανώτερων δυνάμεων, όπως οι τυπικοί τραγικοί ήρωες, γιατί, διαφορετικά από τους άλλους 199, μπορούσε να σώσει τη ζωή του. Με την απόφασή του να τη θυσιάσει στον βωμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποδείχτηκε νικητής στον αγώνα του με τη μοίρα. Με τον θάνατό του οδήγησε την έννοια του σιλερικού ύψους (του μεγαλόπνοου αισθήματος που γεννά η νίκη του ηθικού νόμου επί του φυσικού) στην υψηλότερη μορφή του.
Δύο πράγματα θα πρέπει να υπογραμμιστούν στην ιστορία του Σουκατζίδη και των 160 της Ακροναυπλίας: πρώτον, ότι οι βασικοί υπεύθυνοι για τον θάνατό τους ήταν οι Ελληνες που τους παρέδωσαν στον εχθρό. Προφανώς αυτός είναι ο λόγος που οι κυβερνήσεις της Δεξιάς δεν απέδωσαν στον Σουκατζίδη και τους 200 τις τιμές που τους έπρεπαν –σαν να ήθελαν να ξεχαστεί το «περιστατικό». Και δεύτερον, ότι για την Αριστερά ο Σουκατζίδης και η Καισαριανή υπήρξαν αποκλειστικά δικό της σύμβολο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι η πρώτη πράξη του σημερινού Πρωθυπουργού, μετά την άνοδό του στην εξουσία, ήταν να καταθέσει τριαντάφυλλα (κόκκινα) όχι στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη αλλά στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Το αφιέρωμα της ARB και η ταινία του Βούλγαρη θα μπορούσαν να γίνουν η αφορμή ώστε ο Σουκατζίδης, που «ανήκει στο κόμμα της ανθρωπότητας», όπως παρατηρεί το περιοδικό, να περιληφθεί, επιτέλους, στο εθνικό μαρτυρολόγιο.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ. Χρησιμοποιώ τη φράση «εθνικό μαρτυρολόγιο» κυριολεκτικά, όχι με τον χλευαστικό τόνο με τον οποίο την αναφέρουν οι ιστορικοί της μεταμοντέρνας Αριστεράς.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ