Οι επόμενες εθνικές εκλογές συνοδεύονται από τον φόβο της πολιτικής αστάθειας για την επόμενη ημέρα. Προεδρική εκλογή, απλή αναλογική, όξυνση της κρίσης με την Τουρκία, είναι μερικά από τα στοιχεία που ωθούν στην ανάγκη προετοιμασίας συναινέσεων. Η χώρα μας, δυστυχώς, δεν έχει αντίστοιχη εμπειρία και κουλτούρα. Και γι’ αυτό είναι καλό να μελετηθούν κάποια δείγματα συναίνεσης του μεταπολιτευτικού μας παρελθόντος (ακόμη και στην κρίση), από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα.
Εστω και με δυσκολίες, καταφέρναμε να έχουμε κοινή γραμμή στα εθνικά θέματα, στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό –που κάποιες στιγμές στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διακυβεύτηκε -, στη διακομματική στήριξη του Μνημονίου το 2015 και πετύχαμε ευρύτατη κοινοβουλευτική συναίνεση στην Παιδεία το 2011.
Η συναίνεση δεν είναι ένα κομματικό παίγνιο με το βλέμμα στην εξουσία. Είναι μια σύνθετη πολιτική διαδικασία που απαιτεί σαφή στόχο, εσωτερική προετοιμασία των κομμάτων, τεκμηρίωση για το εθνικό όφελος, θεσμικό διάλογο, κυβερνώσα δύναμη ικανή να σεβαστεί τους άλλους, να συμβιβαστεί, όπως και όλοι οι συμμετέχοντες, και εν τέλει να οδηγήσει σε συμφωνία. Ολα αυτά δηλαδή στα οποία η πολιτική και η πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίθετη μιας και έχει επιλέξει την πόλωση και τον διχασμό.
Με αφορμή την πρόταση του ΚΙΝΑΛ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η απάντηση του Π/Θ δεν αφορούσε την ουσία της πρότασης, αλλά θεωρήθηκε ως ευκαιρία να μιλήσει για «Προοδευτική Αναθεώρηση» και «Προοδευτική συμμαχία».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρεί εαυτόν προοδευτικό, και το ΚΙΝΑΛ, που ανήκει στα προοδευτικά κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα συνεργαστούν με τελικό σκοπό την ενοποίησή τους. Ο νέος δικομματισμός θα αποτελείται από τον διευρυμένο και δήθεν «σοσιαλδημοκρατικοποιημένο» ΣΥΡΙΖΑ και τη «νεοφιλελεύθερη Δεξιά». Καλώς ήρθατε στο 1981!
Μόνο που ο κόσμος έχει αλλάξει προ πολλού. Κόμματα, νέα και παλιά, αλλάζουν τις πολιτικές, τους στόχους, τα εργαλεία, τη ρητορική τους. Οι σοσιαλδημοκράτες αυτοαποκαλούνται προοδευτικοί και τα δεξιά κόμματα αυτοαποκαλούνται λαϊκά, ενώ οι διαφορές τους, δυσδιάκριτες πια, εντοπίζονται στο Προσφυγικό και στις κοινωνικές μειονότητες. Τα κυρίαρχα κόμματα από τη δεκαετία του ’80 στον δυτικό κόσμο έχουν διαφορετικό παρελθόν, κοινό παρόν και άδηλο μέλλον. Νέα κόμματα αριστερού ή εθνικιστικού λαϊκισμού ξεφυτρώνουν παντού. Η ατζέντα για δουλειά, παραγωγή, συμμετοχή, δικαιοσύνη καθορίζει τον 21ο αιώνα και η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα δεν έχει τη δική της θαυματουργή απάντηση όπως στο παρελθόν. Η αναφορά στη Σοσιαλδημοκρατία η οποία στην Ελλάδα θα αναστηθεί με την ένωση ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ είναι ένα βολικό και εύληπτο αφήγημα που όμως αφορά τον προηγούμενο αιώνα.

Τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ

Ας δούμε, όμως, ακόμη και με αυτή την ανάλυση, τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με βάση τη ρητορική του και την εφαρμοσμένη πολιτική του.
Α. Ο,τι ονόμαζε νεοφιλελεύθερο το υλοποιεί πλήρως: ιδιωτικοποιεί ασυνάρτητα στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, ρευστοποιεί χωρίς εξαιρέσεις όλη τη δημόσια περιουσία, απελευθερώνει πλήρως τις εργασιακές σχέσεις, ανοίγει τις αγορές υπηρεσιών και προϊόντων.
Β. Ταυτίζεται με τα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά κόμματα σε θέματα κοινωνικών μειονοτήτων και με τα αριστερά κόμματα στο Προσφυγικό.
Γ. Ταυτίζεται με τα λαϊκιστικά κόμματα της Λατινικής Αμερικής όσον αφορά τις θεσμικές λειτουργίες και τον εξισωτισμό. Δηλαδή άλωση των θεσμών, άρνηση νομιμοποίησης των πολιτικών αντιπάλων, ανοχή στη βία, ισοπεδωτική πολιτική στην παιδεία, επιδόματα φτώχειας αντί για πολιτικές εργασίας, έλεγχο των ΜΜΕ, καλλιέργεια του διχασμού.
Δ. Ταυτίζεται με τις χειρότερες διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή το πελατειακό – παρασιτικό σύστημα μέσα από την ιδιοποίηση του κράτους.

Με ποια λοιπόν συγκεκριμένα στοιχεία τοποθετείται ο ΣΥΡΙΖΑ στα σημερινά προοδευτικά κόμματα της Ευρώπης; Οι ενδιαφερόμενοι απαντούν ότι είναι προοδευτικό κόμμα επειδή συμμορφώνεται αδιαμαρτύρητα με τις οδηγίες της τρόικας!

Πόσοι μπορούν να αποδεχθούν το παραπάνω αφήγημα; Ελάχιστοι προφανώς.
Η επιβολή μια τέτοιας προοδευτικής ταυτότητας σημαίνει ότι στην πολιτική σκηνή σήμερα κυριαρχούν η ιδεολογική στρέβλωση και ο πολιτικός μεταμορφισμός.

Ζητούμενο η εθνική και ηθική αφύπνιση

Ετσι νομιμοποιείται κάθε συκοφαντία, σκευωρία και βία εναντίον των αντιπάλων, ορίζεται ως κεντρικό αφήγημα η απειλή εσωτερικών ή εξωτερικών εχθρών και επιβάλλεται ακραίος πολιτικός διχασμός.

Με δικαιολογία την αποτυχία και διαφθορά των προηγούμενων, μπορείς να καταστρέψεις την οικονομία, τους θεσμούς, τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας και να διχάσεις τον λαό.

Οταν καταλάβεις την εξουσία τότε μπορείς να αλλάξεις ταυτότητα, να μιλήσεις για αυταπάτες και να απευθυνθείς κατά περίπτωση σε όσους εξευτέλισες, ζητώντας συναίνεση για το καλό της πατρίδας.
Αυτή η αντίληψη πρέπει να πολεμηθεί και να ηττηθεί ολοκληρωτικά.

Το ζητούμενο είναι η εθνική και ηθική αφύπνιση που θα οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση: στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια, την παραγωγή, τους θεσμούς, την παιδεία, μέσα από την υπέρβαση του διχασμού και την ενότητα που βασίζεται στην αλήθεια.

Η χώρα έχει ανάγκη από εθνικό στόχο που θα ορίσει σε ποια μεριά του χάρτη θα βρίσκεται στην επόμενη πενταετία των τεραστίων αλλαγών της τεχνητής νοημοσύνης, των γεωπολιτικών και κλιματικών μεταβολών και των νέων δημογραφικών δεδομένων.

Αυτός ο στόχος θα μπορέσει να ξαναδώσει ελπίδα στους 500.000 νέους που έφυγαν και στη νέα γενιά που έμεινε να παλέψει εδώ. Αυτούς τους νέους Ελληνες δεν τους νοιάζει πλέον ποιος θα πάει με ποιον αλλά πού θα πάει η χώρα και μετά με ποιον.

Και αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνο όταν δημιουργικά πρόσωπα κατ’ αρχάς, και πολιτικά κόμματα (μικρά ή μεγάλα) κατά δεύτερον επανιδρύσουν το πολιτικό σύστημα και δεν αρκεστούν στην πεπατημένη. Το ζητούμενο δεν είναι απλά τα πλειοψηφικά αθροίσματα στη Βουλή, αλλά ηγεσίες που θα απαντήσουν στο ιστορικό δίλημμα που διαμορφώνεται μπροστά μας: εθνικός αφανισμός ή εθνική αναγέννηση. Αυτές οι ηγεσίες μπορούν να δημιουργήσουν πλειοψηφικά ρεύματα. Τέτοιες ηγεσίες μπορούν να εμπνεύσουν και να συσπειρώσουν στον στόχο μιας ισχυρής Ελλάδας με σταθερούς συμμάχους σε αυτόν τον συναρπαστικό και απειλητικό κόσμο που εξελίσσεται γύρω μας. Σε αυτή την ατζέντα η συναίνεση θα γεννήσει σταθερότητα και ευημερία.

Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και σε Ευρώπη, πρ. επίτροπος ΕΕ – πρ. υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ