Δύο χρόνια Γ. Παπανδρέου, δύο χρόνια Α. Σαμαράς και όπως φαίνεται τέσσερα χρόνια ο Α. Τσίπρας, κλείνουν τον κύκλο των δανειακών προγραμμάτων της χώρας. Καταγράφονται στην ιστορία ως «μνημονιακοί» Πρωθυπουργοί, που προσπάθησαν να αποτρέψουν τη χρεοκοπία της πατρίδας μας. Τη διαχείριση αυτής της κρίσιμης περιόδου, με τις πολλές συνέπειες για τη χώρα και τους πολίτες, θα κρίνει περισσότερο αντικειμενικά ο ιστορικός. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά άσκησης της πολιτικής από τους τρεις «μνημονιακούς» πρωθυπουργούς.

α. Η υποταγή και προσαρμογή στις μνημονιακές ρυθμίσεις των δανειστών, οι οποίες προσδιορίζουν τις βάσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου για πολλές δεκαετίες.

β. Οι δεσμεύσεις της χώρας για αποπληρωμή των δανείων μέχρι το 2099, με εγγυήσεις τη δημόσια περιουσία (ΤΑΙΠΕΔ).

γ. Η άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δίνουν πάντα τον πρώτο λόγο στις ανάγκες της αγοράς θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τον ανθρώπινο παράγοντα. Τα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής είναι:

Η Λιτότητα, οι ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, ο περιορισμός της δημόσιας εξουσίας στην αγορά, η εξασθένιση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και τα δυσβάσταχτα φορολογικά μέτρα.

Αυτή είναι η κατάσταση πραγμάτων που βιώνουμε τα τελευταία οχτώ χρόνια. Αυτές είναι οι πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τις συνέπειες της κρίσης. Η οποία ασφαλώς είχε τις ρίζες σε διεθνές επίπεδο και βούλιαξε η χώρα από τις δικές της αδεξιότητες και αδυναμίες.

Ο κ. Τσίπρας βέβαια και το κόμμα του δεν θέλουν να καταγραφούν στην ιστορία ότι εξυπηρέτησαν και εφάρμοσαν μνημονιακά προγράμματα. Επικοινωνιακά γι’ αυτό επικαλούνται την «κατάσταση ανάγκης» και έστω καθυστερημένα μετά από τέσσερα χρόνια οικοδομούν ένα νέο αφήγημα της «μεταμνημονιακής εποχής». Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς. Οι μνημονιακές ρυθμίσεις θα μας συνοδεύουν επί πολλά χρόνια με αυστηρή επιτήρηση και η τωρινή κυβέρνηση συνέχισε την ίδια πολιτική με τις προηγούμενες και ίσως με αυστηρότερα μέτρα.

Είναι γι’ αυτό πιο σωστό και αληθινό να μιλάμε για τη «Μετά-κρίση» εποχή, για το πως θα διαχειριστούμε τις κοινές μας υποθέσεις για να υπερβούμε την κρίση. Να διακρίνουμε τις βασικές προτεραιότητες αυτής της περιόδου, όπως τη θεσμική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τη βιώσιμη διαχείριση του δημοσίου χρέους. Σ’ αυτό το πεδίο πιστεύω πρέπει να επικεντρωθεί και να κριθεί το πολιτικό πρόγραμμα των κομμάτων. Χωρίς την επίλυση αυτών των δύο βασικών προτεραιοτήτων, ούτε η χώρα μπορεί να ξαναγίνει ισχυρή, ούτε οι πολίτες να δουν καλύτερες μέρες.

Οι πολίτες δοκίμασαν τις πολιτικές τριών «μνημονιακών» Πρωθυπουργών, που προέρχονταν από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, Γ. Παπανδρέου ήρθε στην εξουσία το 2009, εκφράζοντας τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας (44%) και το ΠΑΣΟΚ. Ο Α. Σαμαράς, εκφράζοντας τη δεξιά παράταξη (Ν.Δ.) επιχείρησε αυτό που ο Γ. Παπανδρέου ζητούσε, τη συγκρότηση συναινετικών κυβερνήσεων, για να βγει η χώρα από την κρίση. Αυτό το «πνεύμα» της συνεργατικής διακυβέρνησης, ανέκοψε ο κ. Τσίπρας, στη μέση της κοινοβουλευτικής θητείας, προβάλλοντας ριζοσπαστικές θέσεις (για κατάργηση των μνημονίων, με ένα άρθρο κ.α.) της αριστεράς. Στην πράξη όμως, από το 2015 μέχρι σήμερα, ως ο μακροβιότερος μάλιστα, «μνημονιακός» Πρωθυπουργός και υπηρέτησε τα μνημόνια και συνεργάσθηκε με ένα μικρό κόμμα της «καθαρόαιμης» και παλιάς δεξιάς.

Αυτά τα ιστορικά πλέον γεγονότα, δεν δέχονται αμφισβήτηση και ο κάθε πολίτης μπορεί να τα αξιολογήσει με βάση τις πολιτικές εξαγγελίες της κάθε παράταξης.

Βαδίζοντας προς τη «Μετά-κρίση» εποχή, που φαίνεται να έχει μεγάλη διάρκεια, οι παρατάξεις επιχειρούν να μορφοποιήσουν και να επικοινωνήσουν τις προτεραιότητές τους:

Για τους κυβερνόντες:

α. Υπόσχονται μία «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια και ισχυρίζονται ότι έχουν ένα «ολιστικό» μεταμνημονιακό πρόγραμμα. Προσπαθούν να πείσουν ότι έστω καθυστερημένα (και όχι με ένα μόνο άρθρο) μετά από τέσσερα χρόνια βγάζουν τη χώρα από τα Μνημόνια. Η αλήθεια όμως είναι, όπως αναφέραμε, ότι τα μνημόνια τυπικά λήγουν τον Αύγουστο του 2018, αλλά ουσιαστικά οι ρυθμίσεις και τα μέτρα μένουν μέχρι το 2099.

β. Υπόσχονται μία καλύτερη διαχείριση των κοινών μας υποθέσεων με διαφάνεια, λογοδοσία, καταπολέμηση της διαπλοκής και διαφθοράς με σημαία το «ηθικό πλεονέκτημα» έναντι της αντιπολίτευσης και του «παλιού συστήματος».

γ. Εξαγγέλλουν μία θεσμική ανασυγκρότηση του πολιτεύματος μας (με αιχμή την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, την κατάργηση των άρθρων περί ευθύνης υπουργών, την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας) και διασφάλιση της ανεξαρτησίας και αυτονομίας των τριών πυλώνων της Δημοκρατίας μας.

δ. Υπόσχονται μία προγραμματισμένη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης, με το σύνθημα για μια «δίκαια» ανάπτυξη.

Βέβαια, ανάλογα με τη συγκυρία και τα τρέχοντα γεγονότα, οι προτεραιότητες αυτές αλλάζουν, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί το κομματικό και όχι το εθνικό συμφέρον.

Αυτό όμως είναι το βασικό πλαίσιο για τη «Μετά -κρίση» εποχή που μορφοποιεί και πολιτεύεται προς τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Η επίκληση της δήθεν «Μετά- μνημονιακής» περιόδου μπορεί για πολιτικούς, εκλογικούς λόγους να αναφέρεται, αλλά τα μνημόνια με τις ρυθμίσεις τους θα μας συνοδεύουν για πολλά χρόνια. Θεωρώ ότι είναι ορθό και ειλικρινές να αναφερόμαστε στη «Μετά – κρίση» εποχή, που θα πάρει πολλά χρόνια για να φανεί. Δηλαδή να βγούμε από το τούνελ και να αντικρύσουμε το φως της Ανάπτυξης. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να προγραμματίσουμε τα βήματά μας χωρίς τις εύκολες λαϊκίστικες κορώνες και τις ύβρεις.

Οι κυβερνόντες, πέρα από τα στερεότυπα, έχουν πάντα ως αιχμή του δόρατος τον πολιτικό λόγο του κ. Τσίπρα. Ο οποίος καταγράφεται στην πολιτική ζωή ως ο μεγάλος τακτικιστής, που άλλοτε φοράει την τήβεννο του δικαστή και του κυβερνήτη και άλλοτε τον αντιπολιτευόμενο μαχητή ενάντια στο παλιό σύστημα. Είναι εύλογο ότι αφού η κεντρική γραμμή «μνημονιακών και αντιμνημονιακών», έχει καταρρεύσει θα πρέπει να αναζητηθούν νέες διαχωριστικές γραμμές και αφηγήματα. Στόχοι που να δημιουργούν ελπίδα.

Για την αντιπολίτευση:

Οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις σχηματοποιούν το δικό τους πολιτικό πλαίσιο της «Μετά – κρίσης» εποχής. Προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα πολιτικό αφήγημα με μεγαλύτερο ρεαλισμό και δυνατότητες υλοποίησης. Όταν όμως ο πολιτικός λόγος δεν δημιουργεί ελπίδες, αυταπάτες για να γίνει δυνατό το αδύνατο, δεν είναι ιδιαίτερα αρεστός στους πολίτες. Μάλιστα όταν αυτός ο λόγος εκπορεύεται από δυνάμεις που άσκησαν για πολλά χρόνια την εξουσία τα αφηγήματα ακούγονται από τον λαό ακόμη πιο δύσκολα.

Συνεπώς, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις κύρια η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής δίνουν ένα πολύπλευρο αγώνα.

Πρώτον να απενεχοποιήσουν την ιστορία του πολιτικού φορέα από τα λάθη, τα κακώς κείμενα του παρελθόντος, και να αναδείξουν τα θετικά στοιχεία και την προσφορά τους.

Δεύτερον να μορφοποιήσουν ένα νέο πολιτικό λόγο ανανεωμένο, ρεαλιστικό, υπεύθυνο και ανατρεπτικό, χωρίς λαϊκίστικες και αντισυστημικές ρήσεις.

Τρίτον να ξανασυσπειρώσουν τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που είτε αποστρατεύτηκαν, βρήκαν αλλού «στέγη» αφού πείσθηκαν από τον «αριστερό – δεξιό» λαϊκισμό και τη γοητεία του ηγέτη.

Τέταρτον να απομυθοποιήσουν τον πολιτικό λόγο και τις αυταπάτες των κυβερνόντων (που έγιναν πιο μνημονιακοί από τους μνημονιακούς) και να αναδείξουν το δικό τους πολιτικό στίγμα. Το δικό τους πολιτικό πρόγραμμα στη «Μετά – κρίση» εποχή.

Το μεγάλο μέρος του πολιτικού αγώνα των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, επικεντρώνεται στη συσπείρωση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που χαιρέτησαν τα δικά τους «πολιτικά τείχη». Η Ν.Δ. σ’ αυτό το πεδίο με πολιτική αιχμή την «Απαλλαγή» από τους νυν κυβερνόντες και με την ελπίδα της ανάκτησης της εξουσίας, έχει πολύ μεγάλο βαθμό συσπείρωσης. Η Δημοκρατική Παράταξη, με το «Κίνημα Αλλαγής», προσπαθεί να ξανασυσπειρώσει όλες τις προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Προσπαθεί με νέα «πολύχρωμη» ηγεσία, αφενός να «απενεχοποιήσει» την ιστορική της προσφορά και αφετέρου να απομυθοποιήσει τον ιδεολογικό και πολιτικό-προγραμματικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει καταρρεύσει και έχει μεταλλαχθεί από αντιμνημονιακό σε μνημονιακό και από ριζοσπαστικό σε άκρως προσαρμοστικό στις τρέχουσες καταστάσεις. Είναι γεγονός ότι στα τέσσερα μνημονιακά χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόσθηκαν οι πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να πετύχει τον στόχο και να αλλάξει τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς στο βαθμό που ο προγραμματικός του λόγος, θα φθάσει ακόμη και στο τελευταίο σπίτι. Να επιδιώξει αυτή την περίοδο να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες με συγκεκριμένες θέσεις στα μεγάλα θεσμικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και ο λαός μας. Το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να δώσει ελπίδα στον λαό, ότι οι συνθήκες οικονομικές και κοινωνικές μπορούν να αλλάξουν και να έρθουν καλύτερες μέρες. Θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν το πολιτικό αυτό πρόγραμμα να συνδιαμορφώνεται με τους παραγωγικούς φορείς και τον λαό.

Το «Κίνημα Αλλαγής» αμφισβητεί τον τρόπο διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων από τους κυβερνόντες, καθώς και τους χειρισμούς στα εθνικά θέματα. Οι προκλήσεις είναι μεγάλες και η χώρα μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι. Οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ, να κυριαρχήσει στο χώρο της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, είναι το μεγάλο διακύβευμα για το Κίνημα Αλλαγής. Είναι το αναγκαίο, αλλά όχι και το ικανό βήμα να αλλάξει τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς.

Είναι αλήθεια ότι συμπολίτευση και αντιπολίτευση δεν έχουν ένα ολοκληρωμένο, ρεαλιστικό και μακροπρόθεσμο προγραμματισμό για τη «Μετά-κρίση εποχή». Ένα σχέδιο για την Ελλάδα των επόμενων γενεών και όχι των επόμενων βουλευτικών εκλογών του 2019. Όλα σχεδιάζονται μέχρι την επόμενη κάλπη.

Οι πολιτικές και οι σχεδιασμοί είναι κοντόφθαλμοι, αλλά η «Μετά – κρίση» εποχή χρειάζεται καθαρές πολιτικές, με στρατηγικούς και με ρεαλιστικούς στόχους, για να κερδίσουμε το μέλλον της χώρας στις επόμενες δεκαετίες.

Δοκιμαζόμαστε αυτή την περίοδο με τα εθνικά μας θέματα. Οι προκλήσεις και οι «φωτιές» του πολέμου στην περιοχή μας διαμορφώνουν ένα επικίνδυνο πεδίο.

Η Ελλάδα, μέσα σ’ αυτό το τοπίο, φαντάζει σαν ένα φοβικό κρατίδιο, που ψάχνει που να κρατηθεί. Τη μια στον Τραμπ, την άλλη στον Πούτιν και βέβαια η Ε.Ε. παραμένει ο σταθερός εταίρος, που μας δανείζει και το υβρίζουμε. Για να αντιμετωπίσουμε τις εθνικές προκλήσεις, έχει ανάγκη η χώρα από συναινετικό, σταθερό εθνικό μέτωπο με εθνικούς στόχους.

Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί βαδίζοντας στην κάλπη θα ενταθούν:

Στο πολιτικό πεδίο ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., θέλουν να στερεώσουν το μικρό – δικομματισμό και να οξύνουν την αντιπαράθεση στη λογική «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Έχω πολλές φορές γράψει ότι στη Δημοκρατία αυτή η γραμμή είναι καθεστωτική και καταστροφική. Το Πολίτευμά μας αποδέχεται τις αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις, αλλά όχι τις πρακτικές εξαφάνισης του πολιτικού αντιπάλου. Το Κίνημα Αλλαγής επιχειρεί να εμβολίσει αυτό το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ.. Πιστεύω ότι το πολιτικό παιχνίδι είναι ανοιχτό.

Βέβαια, τα πολιτικά φλερτ των «μονομάχων» προς το Κίνημα Αλλαγής, θα ενταθούν στην πορεία προς την επόμενη εκλογική αναμέτρηση που πλησιάζει.

Το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία του και να αρθρώσει το δικό του προγραμματικό λόγο.
Ο νέος ιστορικός κύκλος που ανοίγεται μπροστά μας είναι η προετοιμασία και ο σχεδιασμός για τη «Μετά – κρίση» εποχή σ’ ένα διπλό μέτωπο.

• Αφενός να αμβλύνει τα μνημονιακά μέτρα που τρέχουν μέχρι το 2099 και να κάνει διαχειρίσιμο και βιώσιμο το δημόσιο χρέος.

• Αφετέρου να διαμορφώσει πολιτικές για ενίσχυση της εγχώριας ανάπτυξης και την αντιμετώπιση οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων.

Σ’ αυτά τα πεδία θα δώσουν εξετάσεις τα πολιτικά κόμματα για να αποκτήσουν ξανά αξιοπιστία από την πλειοψηφία του λαού μας.

Οι δημοσκοπικές εικόνες και παραστάσεις που καταγράφουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των συμπολιτών μας είναι ανάμεικτα και αμφίσημα. Ένα μεγάλο μέρος (ίσως και πάνω από το 30%) είναι έντονα γενικά αντισυστημικό.

Ένα πολυπληθές σώμα της τάξης του 40% και πλέον έχει γυρίσει την πλάτη στην πολιτική και στις κάλπες. Κι όμως η πολιτική αφορά τη διαχείριση των κοινών μας υποθέσεων και μας αφορά όλους. Βέβαια και στο διεθνή χώρο και στη χώρα μας, η εκλογική συμπεριφορά δεν διαμορφώνεται από τα πολιτικά προγράμματα, αλλά κύρια από τη δεξιοτεχνία και τον πολιτικό – επικοινωνιακό λόγο του ηγέτη.

Η «Μετά – κρίση» εποχή έχει ανάγκη από περισσότερη σοβαρότητα, προετοιμασία και σχεδιασμό για το μέλλον της χώρας και την ευημερία των πολιτών.