Η πατρίδα μας συγκαταλέγεται … τιμητικά στις λίγες έως ελάχιστες χώρες του κόσμου με ραδιοθαλάμους και τηλεοπτικά πλατό, που μετατρέπονται σε Βαβυλωνίες όπου μιλούν όλοι μαζί και μάλιστα διαγωνιζόμενοι σε ένταση της φωνής τους.

Εδώ μιλάμε για τα «εκτός Κοινοβουλίου Κοινοβούλια» όπου συρρέουν μετά από πρόσκληση των παραγωγών και παρουσιαστών, στις ειδησεογραφικές-ενημερωτικές εκπομπές, για τα πιο δύσκολα πολιτικά προβλήματα, λίγοι ειδικοί αναλυτές και ένας εσμός από ψηφοθηρούντες βουλευτές αμφοτέρων των φύλων, που συνήθως έχουν από ελάχιστη έως μηδαμινή σχέση με τις τρέχουσες εξελίξεις.

Οι μεν πρώτοι ειδικοί αναλυτές (πανεπιστημιακοί, πολιτικοί με μακρά και ευδόκιμη πείρα, δημοσιογράφοι κ.α.) είναι στις εκπομπές πολιτικού, εθνικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, οι «κράχτες» που προσελκύουν το ευρυμαθές και πολιτικοποιημένο κοινό.

Οι άλλοι, που μια ζωή νοιάζονται περισσότερο πώς θα συγκρατήσουν την εκλογική-ρουσφετολογική τους πελατεία και λιγότερο έως ελάχιστα για το παρόν και το μέλλον της χώρας, που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν, αυτή η λοιπόν η δεύτερη κατηγορία των μετεχόντων στα ραδιοτηλεοπτικά πάνελ, τονίζει την παρουσία της με τον κάθε άλλο παρά κατατοπιστικό «σαματά».

Το μόνο που επιδιώκουν να πετύχουν είναι η επικοινωνιακή παρουσία τους προς τους ψηφοφόρους τους («Να, εδώ είμαι, κοντά σας»), αλλά και το …μαχητικό παρόν υπέρ του κόμματος στο οποίο ανήκουν. Εδώ πλέον μιλάμε για μηδενική επίδοσή τους στη γνώση και ανάλυση της τρέχουσας επικαιρότητας. Απλώς, οι κραυγές τους είναι το μόνο εύσημο διακριτικό τους. Με άλλα λόγια φωνάζουν, για όλα, ως κοινοί «ξερόλες» ή επί το λογιότερον με ύφος 17 δοκισίσοφων καρδιναλίων…

Χωρίς καμία αμφιβολία, αποκλειστικά υπεύθυνοι γι’ αυτή τη χάβρα, γι’ αυτές τις συνάξεις, όπου όλοι μιλάνε ταυτόχρονα, μπερδεύοντας τους ακροατές και τηλεθεατές, είναι οι παραγωγοί και παρουσιαστές των εν λόγω εκπομπών. Είναι λοιπόν θλιβερό ν’ αντικρίζει κανείς ακόμη και δόκιμους και καταξιωμένους παραγωγούς-παρουσιαστές, να παρακολουθούν με αταραξία αυτές τις συμπλοκές των προσκεκλημένων στους ραδιοθαλάμους και τα τηλεοπτικά πάνελ.

Γιατί άραγε αυτή η αταραξία; Μήπως από αδυναμία τους να επιβάλουν μια τάξη στις συζητήσεις, ή για ν’ ανεβάσουν, (με σύμφωνη γνώμη των καναλαρχών), την τηλεθέαση και ακροαματικότητα; Και αν συμβαίνει το δεύτερο, τίθεται το ερώτημα: Σε τι άραγε διαφέρουν αυτές οι γεμάτες ακατανόητο σαματά εκπομπές, από τα ολονύχτια πάρτι των μπαχαλάκηδων, με μολότοφ και πετροπόλεμο, εναντίον των αστυνομικών του κυρίου Τόσκα, που περιφρουρούν αντί να συλλαμβάνουν, να τιμωρούν και να συνετίζουν τους ταραξίες;

Όμως και το διαδίκτυο δεν είναι άμοιρο ευθυνών γι’ αυτές τις κάθε άλλο παρά ενημερωτικές εκτροπές. Ταμπουρωμένοι στην ανωνυμία τους εκατοντάδες τρόλλς συχνά-συχνότατα μετατρέπουν, με το αζημίωτο, τον σχολιασμό γεγονότων και προσώπων σε ασύδοτο υβρεολόγιο, αλλά και απίθανες συκοφαντίες και οχετούς παραπληροφόρησης. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις με αδιαμφισβήτητη εμπροσθοφυλακή το κυβερνών κόμμα ανοήτως βαυκαλίζονται και συντηρούνται με τη φρούδα ελπίδα ότι ο ανεμιστήρας της χυδαίας λάσπης λειτουργεί ευεργετικά σαν το καθαρό οξυγόνο…

Το σημείωμα αυτό κλείνει με μια ακόμα θλιβερή διαπίστωση: Ότι δηλαδή κεντρικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων με μεγάλη τηλεθέαση έχουν αυταρχικά εξισώσει την ενημέρωση με τη διαφήμιση. Με εμβόλιμες διαφημιστικές σφήνες διακόπτουν τη ροή των ειδήσεων κατά παράβαση πάγιων κανόνων τηλεοπτικής δεοντολογίας, που επιτρέπουν τη διαφήμιση πριν και μετά το δελτίο ειδήσεων και μάλιστα με την ένδειξη «Διαφήμιση».

Το ίδιο κακό χειροτερεύει και σε αμέτρητες ραδιοφωνικές ενημερωτικές εκπομπές, που δεν αρκούνται στην προβολή προϊόντων πριν και μετά τις ενημερωτικές εκπομπές, αλλά και εμβολίμως με τις ίδιες τις φωνές των παρουσιαστών κατά τη διάρκεια της μετάδοσης των εκπομπών αυτών.

Παλαιότερα, παρουσιαστές και παρουσιάστριες, που μετατρέπονταν, από παρουσιαστές σε διαφημιστές, διαγράφονταν πανηγυρικά από τα οικεία σωματεία τους…