Οταν, στα 1985, δίδαξα για πρώτη φορά στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, οι εσωτερικές ισορροπίες του Τμήματος από πλευράς ζήτησης γνωστικών αντικειμένων έκλιναν υπέρ των ιστορικών σπουδών και ιδιαίτερα υπέρ της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας. Αν μάλιστα στους τότε συσχετισμούς υπολογίζαμε και τις παράλληλες προς τη νεότερη ιστορία κατευθύνσεις ­ τουρκολογία, αραβολογία, αφρικανολογία ­ αλλά και το έντονο ενδιαφέρον φοιτητών από άλλα Τμήματα ­ φιλολογίας, Φιλοσοφίας ­, τότε το ποσοστό των φοιτητών που επέλεγε ιστορικά μαθήματα όχι μόνο ήταν επιβλητικό, αλλά και οδηγούσε σε απόγνωση τους τότε λίγους διδάσκοντες, που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη ζήτηση.


Πέρα από τη στατιστική, υπήρχε μια γενικότερη αξιοπιστία, ένα κύρος των ιστορικών μαθημάτων. Δεν ήταν δυνατόν να ακολουθήσει ένας φοιτητής σπουδές ανθρωπιστικής κατεύθυνσης χωρίς να διδαχθεί, λίγο ή πολύ, ιστορία. Δεν μπορούσε να γίνει πρόγραμμα σπουδών που να μην το προβλέπει αυτό, κανένας δεν μπορούσε να αγνοήσει την ιστορία. Εμπειρικά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι το ενδιαφέρον αυτό ήταν ουσιαστικό όχι με την έννοια της επαγγελματικής αποκατάστασης, αλλά με εκείνη της αναζήτησης πολιτικών, βιωματικών απαντήσεων μέσα από τις σπουδές αυτές.


Σήμερα, 12 χρόνια μετά, το φοιτητικό ενδιαφέρον έχει στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις. Συνωστισμός υπάρχει πλέον μόνο στα αρχαιολογικά μαθήματα, ενίοτε στην ιστορία της τέχνης. Φιλόλογοι και φιλόσοφοι, με συμφωνία διδασκόντων και φοιτητών, έχουν κατά πολύ περιορίσει τη συμμετοχή της ιστορίας στα προγράμματά τους. Οι φοιτητές τους την θεωρούν άχρηστο μάθημα, εμπόδιο στην εξειδίκευσή τους. Το κύρος της έχει τόσο πολύ τρωθεί ώστε, σε πρόσφατη αναγγελία για τη δημιουργία νέου Τμήματος Κοινωνικών Σπουδών, με πλήθος τομέων και γνωστικών αντικειμένων, απουσίαζε πλήρως η όποια αναφορά στην ιστορία, τη στιγμή μάλιστα που αναφέρονταν εκεί πολυάριθμες κοινωνιολογίζουσες τεχνικές.


Η αποκατάσταση του κύρους των ιστορικών σπουδών δεν είναι, νομίζω, πρόβλημα θεσμικών αλλαγών. Το ίδιο το προς διδασκαλίαν αντικείμενο, η ιστοριογραφική παραγωγή, περνά από ιδιαίτερα δύσκολες συμπληγάδες. Η απουσία, π.χ., συνθετικών έργων πάνω στην ελληνική ιστορία είναι μια πάγια αδυναμία, με σημαντικές επιπτώσεις πάνω στην αναβάθμιση της διδασκαλίας. Οι συνθετικές μελέτες, αυτές που θα μπορούσαν να στηρίξουν ερμηνευτικά σχήματα ή έστω να ταξινομήσουν τις γνώσεις και τις προόδους της ιστορικής επιστήμης, θα δημιουργούσαν μια σταθερή βάση τόσο για τη διδασκαλία όσο και για την περαιτέρω πρόοδο της ιστορικής έρευνας.


Θα ανεδείκνυαν δηλαδή τα κενά και θα οργάνωναν τον επιστημονικό αλλά και τον κοινωνικό διάλογο στον ιστορικό χώρο. Αυτό δεν μπορούν να το κάνουν οι επί μέρους μελέτες, όσο και αν είναι επαρκείς ποιοτικά. Για τη διδασκαλία μάλιστα της ιστορίας, σε πανεπιστημιακό, για να ξεκινήσουμε, επίπεδο, η ενασχόληση με ειδικές έρευνες ερήμην γενικότερου πλαισίου αναφοράς προκαλεί, φοβάμαι, την υποβάθμιση του όλου συστήματος. Μετατρέπει την ενασχόληση με τις ιστορικές σπουδές από επιστήμη σε τεχνική. Συρρικνώνει την έρευνα και τη διδασκαλία σε ασκήσεις επί του επί μέρους, αναδεικνύοντας κυρίαρχη την ασημαντολογία. Η έρευνα, αποσυνδεμένη από το γενικότερο πλαίσιο και από συγκεκριμένο στόχο ­ την εξυπηρέτηση του γενικότερου σχήματος είτε με την κάλυψη κάποιου κενού είτε με την κριτική αναίρεση των πτυχών του ­, λειτουργεί στο κενό, εξαντλεί απλώς τους ενδιαφερομένους, φοιτητές ή νέους επιστήμονες, χωρίς να προσθέτει τίποτε το ουσιαστικό, τίποτε το διδάξιμο. Η αίσθηση αμηχανίας ή αποστροφής απέναντι στις ιστορικές σπουδές που συναντά κανείς στους σημερινούς νέους φοιτητές ίσως να οφείλεται σε αυτή την εν κενώ λειτουργία.


Η ιστορία είναι επιστήμη του ανθρώπου και, επιτρέψτε μου το λογοπαίγνιο, ή θα λειτουργεί μέσα στους ανθρώπους, στις κοινωνίες τους ή δεν θα υπάρχει. Θα είναι δηλαδή πρόσχημα για επαγγελματική αποκατάσταση, μισθοδοσία, προσωπική εικόνα, δεν θα είναι όμως κοινωνική επιστήμη. Οι γύρω μας άνθρωποι έχουν προβλήματα, ερωτήματα, κινούνται μέσα σε αντιφάσεις, είναι από τη ζωή υποχρεωμένοι να επιλέγουν και να κρίνουν, να συνδιαλέγονται με καταστάσεις, να ανησυχούν και να ελπίζουν. Ολα αυτά μέσα στα οποία οι άνθρωποι καθημερινά κινούνται μορφοποιούνται μέσα από την παιδεία τους και ταυτόχρονα εμπειρικά την μορφοποιούν. Οι επιστήμες του ανθρώπου ταξινομούν και εμπλουτίζουν αυτή την παιδεία, στηρίζουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να κρίνουν και να επιλέξουν. Γι’ αυτό και είναι κοινωνικά σημαντικές. Η ασθένεια του ακαδημαϊσμού, που περιορίζει ιστορικούς ­ και όχι μόνον ­ στην παραγωγή παράλληλων μονολόγων, που τους «εξειδικεύει», όπως λέμε, τους αποξενώνει, τους εξορίζει μακριά από τον πολιτικό περίγυρο, καθιστά αυτούς και την επιστήμη τους κοινωνικά αναξιόπιστους. Και εκχωρεί το ίδιο το αντικείμενο της εργασίας τους σε απίθανους ιστοριογραφούντες που, μεταφυσικά παραβιάζοντας κάθε κανόνα της ιστορικής τέχνης, παράγουν «μπεστ σέλερ» που συνοπτικά (παρ)ερμηνεύουν όλη την περίοδο του 1940…


Συνοπτικά, η αποκατάσταση των ιστορικών σπουδών, πέρα από τις θεσμικές διορθώσεις, περνά μέσα από την αποκατάσταση του προς διδαχή και προς έρευνα αντικειμένου. Για να γίνει αυτό, νομίζω ότι, οι ασχολούμενοι με την ιστορία πρέπει να ξαναβρούν τον ρόλο και τη λειτουργία του διανοουμένου, να συναντηθούν με την κοινωνία, να λειτουργήσουν μέσα σ’ αυτή. Προϋπόθεση για αυτό η δυνατότητα παραγωγής συνθετικών, ερμηνευτικών σχημάτων, γενικών πλαισίων μέσα στα οποία θα γίνει η συνάντηση και η επικοινωνία. Τα τελευταία προϋποθέτουν φυσικά θεωρητική κατεύθυνση, ιδεολογική υποδομή, πολιτική (με την πιο απόλυτη έννοια του όρου) αίσθηση και συνείδηση. Τελικά, είναι πολύ σύνθετη υπόθεση η αποκατάσταση των ιστορικών σπουδών.


Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.