Η αναθεώρηση του Συντάγματος εισέρχεται στην εστία του πολιτικού και δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος μόνον αποσπασματικά και μόνον φευγαλέα. Αποσπασματικά γιατί το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε ελάχιστα σημεία που ορισμένοι υποθέτουν ότι έχουν πρακτικό πολιτικό ενδιαφέρον όπως ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ή η διαδικασία επιλογής της κορυφής της Δικαιοσύνης. Φευγαλέα γιατί το ενδιαφέρον παρακολουθεί τις ανάγκες της συγκυρίας και όχι το ίδιο το αυτοτελές πολιτικό βάρος που εξ ορισμού έχει κάθε διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.


Είναι κατ’ αρχάς εντυπωσιακό το γεγονός ότι ως προς την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν γίνεται ευρύτερα αντιληπτό το προφανές. Δεν γίνεται δηλαδή αντιληπτό ότι οτιδήποτε περιλαμβάνεται στο Σύνταγμα έχει εκ μόνου του λόγου αυτού τη μέγιστη νομική και πολιτική σημασία. Κάθε συνταγματική ρύθμιση είναι ρύθμιση με αυξημένη νομική ισχύ άρα επιτακτική για τον κοινό νόμο, είναι επίσης ρύθμιση μακροπρόθεσμη καθώς η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι διαδικασία σπάνια και χρονοβόρα.


Είκοσι τρία χρόνια μετά το Σύνταγμα του 1975 γίνεται τώρα μια συνολική επαναξιολόγηση των συνταγματικών μας ρυθμίσεων και θεσμών. Δηλαδή μια συνολική επαναξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και ασκείται η κρατική εξουσία ­ τόσο η πολιτική εξουσία όσο και η δημόσια διοίκηση. Μια συνολική επαναξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και λειτουργεί η ίδια η κοινωνία των πολιτών μέσα από την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών. Μια συνολική επαναξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο συναρθρώνονται κράτος και οικονομία. Κάτι που περιλαμβάνει το πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, τις οικονομικές λειτουργίες του Κράτους, τις συνταγματικές και δημοσιονομικές βάσεις του κοινωνικού Κράτους. Η συνολική αυτή επαναξιολόγηση περιλαμβάνει, φυσικά, όλους τους κρίσιμους κρίκους του δημόσιου βίου και ιδίως τα μέσα ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη, ενώ αφιερώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αναβάθμιση του Κοινοβουλίου ή έστω στην αναζήτηση ενός ουσιαστικού ρόλου γι’ αυτό.


Ολα αυτά ίσως να φαίνονται σε ορισμένους αρκετά αφηρημένα και αυτονόητα. Τίποτε από τα δύο δεν ισχύει. Καθετί που γράφεται στο Σύνταγμα ξεκινά από μια γενική και αφηρημένη διατύπωση και καταλήγει σε μια καθημερινή πρακτική, τελείως συγκεκριμένη και εμπειρική εφαρμογή του για κάθε θέμα που αφορά το άτομο και τη σχέση του με την κρατική εξουσία ή άλλες μορφές εξουσίας: το Σύνταγμα επικαλείται όποιος θέλει να αμυνθεί κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου και συχνότατα όποιος θέλει να πετύχει την ακύρωση μιας παράνομης διοικητικής πράξης. Το Σύνταγμα είναι αυτό που ρυθμίζει πλήρως την άσκηση και τα όρια των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα την απαλλοτρίωση ενός ακινήτου, τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δασικής, τη διαφύλαξη του ιδιωτικού απορρήτου κ.ο.κ.


Το Κράτος δικαίου


Αυτό όμως που διαμορφώνεται στο επίπεδο του Συντάγματος είναι κατ’ αρχήν ένα συνολικό σχέδιο για τη χώρα καθώς γίνονται ή επιβεβαιώνονται μεγάλες ιδεολογικές, πολιτικές και θεσμικές επιλογές με τις οποίες προδιαγράφεται η συνολική εξέλιξη του τόπου για τα πολλά μελλοντικά χρόνια. Εξηγώ τι εννοώ:


Η αναθεώρηση του Συντάγματος λειτούργησε ως το κατ’ εξοχήν έγκυρο Forum που έδωσε την ευκαιρία σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις ­ μέσα σε κλίμα βαθύτατης και ουσιαστικής συναίνεσης ­ να επιβεβαιώσουν την εμμονή τους στο κράτος δικαίου. Και μάλιστα σε μια σύγχρονη όψη του κράτους δικαίου που είναι καχύποπτη απέναντι σε κάθε είδους νεωτερική, βιοϊατρική, τεχνολογική, τηλεπικοινωνιακή, επικοινωνιακή, πολιτική και κοινωνική απειλή. Δεν είναι καθόλου μηχανιστική ή αυτονόητη η κοινή θέση όλων των πολιτικών δυνάμεων να μην αυξηθούν οι περιορισμοί κανενός συνταγματικού δικαιώματος αλλά αντιθέτως να ενισχυθούν οι αμυντικές ρήτρες και οι θεσμικές εγγυήσεις που περιβάλλουν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα. Η χώρα εισέρχεται συνεπώς στον 21ο αιώνα με βεβαιωμένο τον δικαιοκρατικό της θώρακα την ίδια ώρα που σε άλλες μεγάλες και ισχυρές χώρες της Ευρώπης εισάγονται μέτρα περιορισμού των συνταγματικών δικαιωμάτων με κορυφαίο παράδειγμα τους περιορισμούς του απορρήτου των επικοινωνιών στη Γερμανία. Η δικαιοκρατική επιλογή είναι καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται συνολικά τόσο το κράτος όσο και η κοινωνία των πολιτών.


Κοινωνικό κράτος


Η αναθεώρηση του Συντάγματος έδωσε την ευκαιρία να διατυπωθεί η πανηγυρική συμφωνία όλων των πολιτικών δυνάμεων ως προς τη σημασία που έχει η προστασία και η ολοκλήρωση του κοινωνικού κράτους. Αυτό όχι μόνον δεν είναι αυτονόητο αλλά αντιθέτως φαίνεται να βαδίζει κατά του διεθνούς συρμού, ο οποίος ξεκινώντας από τη χρόνια δημοσιονομική κρίση του κράτους πρόνοιας θέλει να θέσει εκποδών τις εγγυήσεις του. Είναι βεβαίως προφανές ότι η καθολική εμμονή στο κοινωνικό κράτος είναι ρηματικού χαρακτήρα. Είναι μια πολιτική και ιδεολογική δήλωση. Είναι μια εκδήλωση κοινωνικής ευαισθησίας. Είναι όμως και μια πολιτική απόρριψη της κοινωνίας του αποκλεισμού, της κοινωνίας των δύο τρίτων. Είναι μια έκφραση πολιτικής ευαισθησίας απέναντι στο πρόβλημα της απασχόλησης που έχει καταστεί πρόβλημα ζωής για μεγάλα τμήματα των σύγχρονων μεταβιομηχανικών κοινωνιών.


Σχέσεις οικονομίας και κράτους


Η εμμονή στο κράτος δικαίου και στο κοινωνικό κράτος θέτει ουσιαστικά το πλαίσιο των σχέσεων οικονομίας και κράτους με κεντρικό σημείο την αγορά και τις λειτουργίες της, αλλά και με σαφή τα όρια. Ορια που δεν αλλάζουν το πλαίσιο της οικονομικής ελευθερίας αλλά διασφαλίζουν το κοινωνικό κράτος όχι μόνον ως πολιτικό αλλά και ως πολιτιστικό πλαίσιο. Κρίσιμη δε πτυχή του ζητήματος αυτού είναι η ιδιαίτερη μέριμνα για το λεγόμενο περιβαλλοντικό σύνταγμα, για τον σεβασμό της αειφορίας ως μοντέλου ανάπτυξης στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας που έχει υπερβεί το ευθύγραμμο και βαρύ μοντέλο βιομηχανικής ανάπτυξης, ένα μοντέλο που ούτως ή άλλως δεν λέει τίποτε το ιδιαίτερο για τη χώρα μας.


Κοινοβουλευτικός εκσυγχρονισμός


Στο πεδίο των δημοκρατικών, αντιπροσωπευτικών και κοινοβουλευτικών θεσμών τίποτε από όσα μεταβάλλονται με την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι ευκαταφρόνητο. Η αναθεώρηση θεωρήθηκε από ορισμένους άτολμη. Οχι τόσο ριζοσπαστική όσο ίσως θα έπρεπε. Φοβούμαι όμως ότι αυτή η βολανταριστική προσέγγιση που πιστεύει ότι τα πολιτικά προβλήματα λύνονται ή το πολιτικό σύστημα αναβαθμίζεται με τεχνητές μεταβολές συνταγματικών διατάξεων ή με την εισαγωγή ανεπεξέργαστων θεσμικών καινοτομιών είναι μια προσέγγιση ανιστόρητη.


Παρά τα οξύτατα προβλήματα των αντιπροσωπευτικών θεσμών και του κοινοβουλευτικού συστήματος, παρά την κρίση αξιοπιστίας των κομμάτων και του κομματικού συστήματος, παρά την έκπτωση της πολιτικής που αντανακλά ουσιαστικά μια κρίση αυτογνωσίας της κοινωνίας, δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί κανένα έγκυρο θεσμικό υποκατάστατο ούτε του κοινοβουλίου ούτε των κομμάτων. Η ενίσχυση επομένως του ρόλου της Βουλής, η μετατροπή της στον συμβολικό χώρο στον οποίο διεξάγεται η δημοκρατική αντιπαράθεση ενώπιον της κοινής γνώμης, έχει ιδιαίτερη σημασία. Αλλωστε ο σχετικός προβληματισμός έχει ξεκινήσει ήδη από τον Μεσοπόλεμο. Το γεγονός συνεπώς ότι η αναθεώρηση επιβεβαιώνει τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και λύνει κρίσιμα «ιστορικά» προβλήματα, όπως αυτό των άσχετων τροπολογιών ή των αιφνιδίων μεταβολών του εκλογικού συστήματος, είναι πολύ σημαντικό.


Διοικητική μεταρρύθμιση


Ειδικότερα δε, στον χώρο της δημόσιας διοίκησης, του αποκεντρωτικού συστήματος, της διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού στον δημόσιο τομέα, της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών, η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι μια σπάνια ευκαιρία για τη συνταγματική επιβεβαίωση νομοθετικών μεταβολών που σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη γίνει τα τελευταία χρόνια. Συνοδεύονται όμως πάντοτε από τον φόβο ή την υποψία της προσωρινότητας ή της πιθανής ανατροπής τους από μια άλλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τώρα όλα αυτά καθίστανται αναπόσπαστο τμήμα του σώματος του Συντάγματος με όλες τις ευεργετικές επιπτώσεις που έχει η οριστική αποσαφήνιση των θεμάτων αυτών σε μακροχρόνια βάση και σε επίπεδο συνταγματικών διατάξεων.


Δικαστική ανεξαρτησία


Το τρίπτυχο του θεσμικού εκσυγχρονισμού ολοκληρώνεται με τη Δικαιοσύνη, όπου δύο κρίσιμα ζητήματα τέμνονται: η επιλογή της κορυφής της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης της εσωτερικής αυτονομίας των δικαστικών λειτουργών (της ανεξαρτησίας του κατώτερου δικαστή σε σχέση με τους ανωτέρους του) και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος του διάχυτου ελέγχου από όλα τα δικαστήρια και τελικά από τις ολομέλειες των τριών ανωτάτων δικαστηρίων και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.


Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση


Στο σχήμα αυτό κεντρική θέση κατέχει η συνταγματική επιβεβαίωση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Η διαμόρφωση των συνταγματικών προϋποθέσεων για την ενεργό συμμετοχή της χώρας στις διεργασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με δεδομένο τον σεβασμό της εθνικής ταυτότητας, της δημοκρατικής αρχής και του κράτους δικαίου. Από την άποψη αυτή η αναθεώρηση ανανεώνει, συμπληρώνει και αποσαφηνίζει την υπάρχουσα ήδη βάση του άρθρου 28, παρ. 2 και 3, η οποία αποδείχθηκε ως τώρα επαρκής για την ευρωπαϊκή διαδρομή της χώρας.


Η αναθεώρηση ως στρατηγική


Ολα αυτά στη σύνθεσή τους αναδεικνύουν ένα συναινετικό και συνολικό σχέδιο για τη φυσιογνωμία και το μέλλον της χώρας. Η αναθεώρηση του Συντάγματος λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως μια στρατηγική για την Ελλάδα. Και μάλιστα στρατηγική πολύ πιο συγκεκριμένη από ό,τι μπορεί να υποθέσει κανείς κατά την πρώτη προσέγγιση. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα, με βάση τις συνταγματικές της προδιαγραφές, είναι μια σύγχρονη, δημοκρατική, δικαιοκρατούμενη κοινωνία. Εχει ένα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό, κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Είναι ένα αποκεντρωμένο κράτος με ισχυρή και λειτουργική τοπική αυτοδιοίκηση διαφόρων επιπέδων. Εχει ένα πολιτικό σύστημα με κόμματα που λειτουργούν ως πολιτειακοί θεσμοί μέσα σε ένα σαφές και σταθερό εκλογικό σύστημα. Είναι ένα κράτος στο οποίο η Δικαιοσύνη, εξωτερικά και εσωτερικά ανεξάρτητη, κρατά στα χέρια της το πανίσχυρο όπλο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Είναι μια ανοικτή οικονομία της αγοράς που σέβεται τα όρια και τις λειτουργίες του κοινωνικού κράτους, δηλαδή της κοινωνικής συνοχής. Είναι μια αμετάκλητα ευρωπαϊκή χώρα που μετέχει ενεργά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ισως όλα αυτά να φαίνονται πολύ ειδυλλιακά είναι όμως συνταγματικές προβλέψεις που είτε υπάρχουν ήδη και επιβεβαιώνονται είτε συμπληρώνονται με την αναθεώρηση.


Η παραδοσιακή και ισχυρότατη, δυστυχώς, τάση αυτοταπείνωσης και αυτοϋποτίμησης που διακρίνει τον τόπο μας μας κάνει πολύ συχνά να θεωρούμε ότι πάσχουμε από ένα αθεράπευτο σύνδρομο θεσμικής και κοινωνικής υπανάπτυξης. Προβλήματα, φυσικά, υπάρχουν και μάλιστα ζωτικά και έντονα. Προκειται όμως για προβλήματα μιας χώρας που συμμετέχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και συγκρίνεται με τις πιο ισχυρές, πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Προκύπτει συνεπώς η συνταγματική πια ανάγκη για μια αισιόδοξη και δημιουργική προσέγγιση του μέλλοντος της χώρας. Και αυτή είναι η πιο μεγάλη εισφορά της αναθεώρησης του Συντάγματος.


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι υπουργός Πολιτισμού και βουλευτής Θεσσαλονίκης του ΠαΣοΚ.