Το 2007 ήταν η τελευταία χρονιά πριν από την κρίση με θετικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Εκείνη τη χρονιά η Ελλάδα συμπλήρωνε 12 χρόνια με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,5% πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ομως, το ποσοστό ανεργίας της Ελλάδας ήταν υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ και, επιπλέον, η χώρα μας είχε το θλιβερό προνόμιο να έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ τόσο στους νέους όσο και στις γυναίκες.
Παρότι τα ποσοστά ανεργίας των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν χαμηλότερα των ποσοστών ανεργίας των νέων με χαμηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα, σε απόλυτους όρους ήταν πολύ υψηλά, ενώ μελέτες έδειχναν ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα μετάβασης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας για όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι παραπάνω τάσεις επιδεινώθηκαν στα χρόνια της κρίσης. Ο μεγάλος χαμένος της κρίσης είναι η νέα γενιά σε όρους ανεργίας, χαμηλών μισθών αλλά και μετανάστευσης στο εξωτερικό προς εύρεση εργασίας.

Αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης

Η σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας στη χώρα μας ήταν και παραμένει πολύ χαλαρή. Τόσο πριν από την κρίση όσο και στη διάρκειά της οι εργοδότες διατείνονται ότι ενώ μπορούν με ευκολία να βρουν ανειδίκευτη και πολύ εξειδικευμένη εργασία, έχουν δυσκολία να βρουν ενδιάμεσα στελέχη παραγωγής, κυρίως εξειδικευμένους τεχνίτες. Αν αυτό ισχύει, τότε επιβάλλεται η αναβάθμιση της ποιότητας και της ελκυστικότητας της τεχνικής εκπαίδευσης τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αντ’ αυτού παρατηρούμε μια διαρκή υποβάθμιση της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης αλλά και προσπάθεια σταδιακής εξαφάνισης της τριτοβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης μέσω της μετεξέλιξης των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό να ενισχυθεί ο θεσμός της μαθητείας, όπου οι ακαδημαϊκές σπουδές θα συνδυάζονται με απασχόληση στον επιχειρηματικό τομέα για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Παρά τα όποια δειλά βήματα, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε αυτόν τον τομέα είναι πολύ μικρή και το ποσοστό των φοιτητών που συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.

Ενα επιχείρημα, τρεις παράμετροι

Στον δημόσιο διάλογο, συχνά ακούγεται το επιχείρημα περί αναντιστοιχίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Αυτό το επιχείρημα έχει τρία σκέλη:
Το πρώτο σκέλος αφορά την κατανομή των αποφοίτων μεταξύ ειδικοτήτων. Πράγματι, αρκετές έρευνες πεδίου εντοπίζουν μεγάλες αναντιστοιχίες. Π.χ. ενώ φαίνεται να υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση για αποφοίτους πληροφορικής και υπερβάλλουσα προσφορά φιλολόγων στην αγορά εργασίας, τα ελληνικά πανεπιστήμια εξακολουθούν να «παράγουν» πολλούς φιλολόγους και λίγους πληροφορικάριους. Το πρόβλημα της υπερπροσφοράς είναι έντονο ακόμα και σε σχολές με υψηλότατο οικονομικό κόστος (π.χ. Ιατρική), ενώ πρόσφατες υπουργικές αποφάσεις φαίνεται να οδηγούν σε όξυνση σχετικών προβλημάτων (π.χ. ίδρυση μιας ακόμα Νομικής).
Το δεύτερο σκέλος αφορά τις γνώσεις που λαμβάνουν οι φοιτητές. Προσεκτική ανάγνωση των εκθέσεων εξωτερικής αξιολόγησης των διαφόρων τμημάτων και, σε μικρότερο βαθμό, ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που είναι αναρτημένες στον ιστότοπο της ΑΔΙΠ δείχνουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Υπάρχουν τμήματα με πραγματικά σύγχρονα προγράμματα σπουδών, ενώ σε άλλα ριζικές αλλαγές φαίνεται να είναι αναγκαίες. Ομως, ουσιαστικά, δεν υπάρχει μηχανισμός που να ωθεί τα πανεπιστήμια στη βελτίωση του προσφερόμενου προϊόντος, εκτός ίσως της καλής διάθεσης των καθηγητών τους.
Τέλος, το τρίτο σκέλος αφορά το πώς μαθαίνουν αυτά που μαθαίνουν οι φοιτητές μας. Εδώ το πρόβλημα είναι πραγματικά σοβαρό. Σε σημαντικό βαθμό, το εξεταστικό σύστημα για την εισαγωγή φοιτητών στα πανεπιστήμια επιβραβεύει την αποστήθιση και η ύπαρξη του οιονεί «μοναδικού συγγράμματος» στα πανεπιστήμια κάθε άλλο παρά βοηθά στην αποβολή της σχετικής νοοτροπίας. Συνήθως η διδασκαλία γίνεται «από καθέδρας» και η εξέταση σε μυριάδες εξεταστικές περιόδους. Η συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών αποφοιτεί χωρίς να έχει εκπονήσει έστω και μικρό αριθμό εργασιών (συνήθως, καμία) και έτσι δεν αποκτά το σημαντικότερο εργαλείο της σύγχρονης γνώσης: να μαθαίνει πώς να μαθαίνει (learning to learn). Ερευνες εξειδικευμένων οργανισμών δείχνουν ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων υστερούν στα λεγόμενα soft skills, τα οποία εκτιμώνται ιδιαίτερα στην αγορά εργασίας.

Μηχανισμός συγκριτικής αξιολόγησης

Οφείλονται τα παραπάνω προβλήματα στην έλλειψη πόρων; Μάλλον όχι. Το ποσοστό των δημοσίων δαπανών για τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Επιπρόσθετα, υπάρχουν περιθώρια σημαντικής εξοικονόμησης πόρων μέσω του εξορθολογισμού των δομών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και προσέλκυσης ιδιωτικών πόρων, όμως οι αντίστοιχες πολιτικές δεν υλοποιούνται, συνήθως λόγω του υψηλού πολιτικού τους κόστους. Το κύριο όμως πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Ουσιαστικά, ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει πραγματικός μηχανισμός συγκριτικής αξιολόγησης και κοινωνικής λογοδοσίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (ακόμα λιγότερο στις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες), ενώ πληθώρα λαϊκιστικών παροχών (π.χ. εξεταστικές διευκολύνσεις) αλλά και η ανοχή σε ένα κλίμα γενικευμένης ανομίας (ελέω «ασύλου) ωθούν τα πανεπιστήμιά μας στη λάθος κατεύθυνση. Σε σημαντικό βαθμό το μάρμαρο το πληρώνουν οι απόφοιτοί μας με τις δυσκολίες που συναντούν για ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας.
Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ