Οταν ακούω διάφορες «αντιδεξιές» κορόνες, μου έρχεται στο μυαλό ένα παλιό ανέκδοτο.
Κάπου στην Κρήτη θέλουν να παντρέψουν τον Μανούσο. Μαζεύεται το σόι και τον ρωτούν:
«Θέλεις, Μανούσο, την Αννούλα;». «Οχι!» απαντά εκείνος. «Μήπως θέλεις το Μαράκι;». «Οχι!». «Θέλεις τη Δέσποινα της γειτόνισσας;». «Οχι!».
«Ε, ποιαν θέλεις τέλος πάντων;».
«Τον Σήφη!».
«Τον Σήφη; Μα αυτός είναι Νέα Δημοκρατία!».
Πρόσφατα αναβίωσε μια σχετική ανούσια συζήτηση αλλά με τραγικά παρωχημένους όρους. «Ο λαός δεν ξεχνά ότι ο Σήφης είναι Δεξιά!».
Την υποκινεί προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ για κατανοητούς λόγους –ό,τι τσιμπήσει.
Την υποστηρίζουν διάφοροι μεμονωμένοι τυχοδιώκτες εκτός ΣΥΡΙΖΑ –ψάχνουν ρόλους και ό,τι τσιμπήσουν.
Την ανακυκλώνουν όμως και σοβαροί άνθρωποι.
Ο Νίκος Μουζέλης, για παράδειγμα, επιμένει στο σχήμα μιας αντιπαράθεσης μεταξύ νεοφιλελευθέρων και σοσιαλδημοκρατών που εκ των πραγμάτων οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο των δευτέρων («Τα Νέα», 31/3).
Καμία αντίρρηση. Μόνο που σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν λειτουργεί σήμερα κάτι παρεμφερές.
Σε βάθος χρόνου και πολιτικών εμπειριών, ο φιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία έχουν ανταλλάξει ιδεολογικά στοιχεία και έχουν ενσωματώσει πλευρές ο ένας του άλλου. Συγκλίνουν αντί να αποκλίνουν.
Τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, περισσότερο ανταγωνίζονται και ενίοτε συμπλέουν παρά συγκρούονται.
Τα πράγματα είναι ακόμα σαφέστερα στην Ελλάδα, όπου ιστορικά ούτε είχαμε ούτε αποκτήσαμε ποτέ πραγματικούς νεοφιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες. Κάτι ντεμέκ, μόνο.
Το δεύτερο στοιχείο της σκέψης του Μουζέλη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάτι κοινό ή έστω συγγενές με τη σοσιαλδημοκρατία ως αντίθετος στους άλλους. Ο Σήφης, που λέγαμε.
Ούτε αυτό ισχύει. Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί ιστορική συνισταμένη του ευρωπαϊκού δημοκρατικού συστήματος. Είναι απολύτως συστημικό μέγεθος.
Αντιθέτως, ο «αριστερός λαϊκισμός», η «ριζοσπαστική Αριστερά», η «αντισυστημική κινηματική Αριστερά» (όπως θέλετε πείτε το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ…), ουδέποτε μετείχε στο σύστημα αυτό, ούτε καν το επιδίωξε.
Ακούω τον αντίλογο: «Μα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει θετικά σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ». Σωστό. Αλλά όσο τη βολεύει –μετά θα δούμε…
Οι ιστορικές παρατάξεις έχουν ιστορικό DNA. Δεν είναι όμιλοι καρναβαλιστών να ντύνεται ο καθένας ό,τι θέλει.
Συμπληρωματικό θεωρώ τον προβληματισμό του Ν. Μαραντζίδη (Protagon.gr, 2/4). Αναρωτιέται: «Το ζήτημα είναι (μόνο) να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ;».
Η απάντηση μοιάζει αυτονόητη.
Οποιος θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κακή κυβέρνηση που κάνει κακό στον τόπο απαντά καταφατικά.
Αντιθέτως, όποιος θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια χαρά κυβέρνηση θα απαντήσει αρνητικά. Και ίσως προσθέσει (καλοπροαίρετα) «να βοηθήσουμε να τα κάνει καλύτερα».
Από όλες τις δημοσκοπήσεις (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του Ν. Μαραντζίδη) προκύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού συντάσσεται με την πρώτη εκτίμηση. Η απάντηση λοιπόν στην απορία του μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη.
Υπάρχει όμως και δεύτερο σκέλος στο ερώτημα: αρκεί να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η προφανής απάντηση είναι «όταν φύγει, θα φανεί».
Το ερώτημα όμως υπονοεί πως ακόμη και μια κακή κυβέρνηση δικαιούται υποστήριξη στη βάση μιας «αντίληψης της πολιτικής ως δράσης για την επίλυση προβλημάτων».
Τα ίδια περίπου έχω ακούσει και από αξιόλογα στελέχη του Ποταμιού, πράγμα που ίσως εξηγεί την πορεία του.
Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή «η αντίληψη της πολιτικής» δεν είναι πολιτική αντίληψη. Είναι μια (καθ’ όλα θεμιτή και χρήσιμη) διαδικασία διεκπεραίωσης εκκρεμοτήτων.
Για να τη διαχειριστείς, δεν χρειάζονται κυβέρνηση, ούτε αντιπολίτευση, ούτε κόμματα, ούτε πολιτικοί, ούτε πεποιθήσεις. Αρκούν υπηρεσίες, κατά προτίμηση αποτελεσματικές.
Σήμερα λύνουμε την ταυτότητα φύλου. Αύριο η «ευκαιρία» είναι το Σκοπιανό. Μετά διαφωνούμε στο Σύνταγμα αλλά μπορούμε να το αλλάξουμε λίγο. Συνολική πολιτική δεν υπάρχει. Μόνο α λα καρτ.
Η πολιτεία μιας κυβέρνησης είναι ανεξάρτητη από τη σύμπραξη μαζί της.
Ακριβώς όπως με τον Σήφη. Αν δεν ψήφιζε ΝΔ, κανένας δεν θα είχε αντίρρηση για τον γάμο.

Οπως έστρωσε…

Με τούτα και μ’ εκείνα, φτάσαμε στο Αγιο Πάσχα σε άσχημη, ομολογουμένως, κατάσταση.
Μια κατάσταση που εγκυμονεί οφθαλμοφανείς κινδύνους. Στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.
Τη ίδια στιγμή βιώνουμε τις συνέπειες του διχασμού με τον οποίο πολιτεύτηκε η σημερινή συμπολίτευση από τότε που ήταν αντιπολίτευση.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, πως καμία άλλη κυβέρνηση δεν θέρισε τόσο ακριβοδίκαια σε θυέλλες ό,τι έσπειρε σε ανέμους.
Πληρώνει όσα είπε και όσα ξόδεψε. Στο ακέραιο και χωρίς εκπτώσεις. Με αξιοθαύμαστη δικαιοσύνη και ανύπαρκτα ελαφρυντικά.
Αν σήμερα δυσανασχετεί λοιπόν, δεν έχει παρά τον εαυτό της να μέμφεται. Οπως έστρωσε θα κοιμηθεί.
Ελπίζω απλώς το μάθημα να αποδειχθεί χρήσιμο στους επόμενους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ