Αν μπορούσε κανείς να απομονώσει τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις από τις πολιτικές και τις εξωτερικές, θα επιτρεπόταν, κατά τρόπο αντικειμενικό, να δει το ποτήρι μισογεμάτο.
Αφαιρώντας λοιπόν τις συνήθεις κομματικές ή άλλες παρωπίδες, η γενική εικόνα της οικονομίας είναι καλύτερη σε σχέση με τα προηγούμενα δυστυχισμένα και απολύτως απαισιόδοξα χρόνια.
Ανεξαρτήτως της αίσθησης που έχουν οι πολίτες για τις οικονομικές εξελίξεις, οι σχετικοί δείκτες είναι όντως βελτιωμένοι.
Είναι ακριβές ότι τα δημόσια οικονομικά εξελίσσονται ομαλά, οι κρατικές δαπάνες διατηρούνται ελεγχόμενες, παρά τις παρεκτροπές των υπουργείων, και η πορεία των εσόδων, υπό την πίεση του πλήθους των αστυνομικών και άλλων μέτρων, παραμένει θετική. Ετσι εξηγείται άλλωστε η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, πάνω από 3,5% του ΑΕΠ, για τρίτο συνεχή χρόνο, που επιτρέπει στους ιθύνοντες του οικονομικού επιτελείου να επαίρονται ότι επέτυχαν τη σταθεροποίηση και να προσβλέπουν σε καλύτερη μεταχείριση από δανειστές και εταίρους.
Αντιστοίχως και στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών έχουν αντιμετωπιστεί οι παλαιές μεγάλες και επικίνδυνες ανισορροπίες. Τα τελευταία χρόνια έχει επιβεβαιωθεί ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών είναι περιορισμένο και απολύτως ελεγχόμενο, καθώς οι εισαγωγές ελέγχθηκαν και μαζί ενισχύθηκαν τα έσοδα από τον τουρισμό και τις εξαγωγές.
Επιπλέον, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι οι επιχειρήσεις που διασώθηκαν αναπτύσσουν επενδυτικά και επεκτατικά σχέδια, αναζητούν φθηνούς χρηματοδοτικούς πόρους, γενικώς δείχνουν να έχουν ξεφύγει από τον κύκλο των αμυντικών κινήσεων και να έχουν εισέλθει σε φάση διεύρυνσης των δραστηριοτήτων τους.
Ακόμη και αυτή η επιβαρυμένη από τους φόρους και την ύφεση αγορά των ακινήτων φαίνεται να βρίσκει διέξοδο και ενδιαφερομένους, επηρεαζόμενη από τις ξεχωριστές συνθήκες που δημιουργεί η υπερανάπτυξη του τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας.
Επίσης οι τραπεζίτες μεταφέρουν με κάθε ευκαιρία ότι υπάρχει πλέον κινητικότητα και πως διαμορφώνονται τάσεις ανάπτυξης πρωτοβουλιών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας.
Μπορεί να πει κανείς ότι έπειτα από οκτώ χρόνια ύφεσης και διαρκούς υποχώρησης των πάντων και υπό το βάρος τόσο πολλών διαρθρωτικών μέτρων και πολιτικών, σχεδόν νομοτελειακά ανοίγει ένας νέος κύκλος ευκαιριών και δυνατοτήτων.
Η αλήθεια είναι ότι η χώρα όλα αυτά τα χρόνια, έστω υπό την πίεση των ξένων, έγινε φθηνότερη, ανταγωνιστικότερη και αφαίρεσε πλήθος περιορισμών και αγκυλώσεων, με αποτέλεσμα να ευνοείται η ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, ιδιαιτέρως από τον ιδιωτικό τομέα. Αν μάλιστα ταυτόχρονα βελτιωνόταν αντίστοιχα η δημόσια διοίκηση, εξέλιπαν τα γραφειοκρατικά βάρη, εξασφαλιζόταν ταχύτερη και αμερόληπτη απονομή της Δικαιοσύνης και δεν επικρατούσαν οι ιδεοληπτικές αναστολές της πολιτικής, το κύμα ευκαιριών και ανάπτυξης θα μπορούσε ήδη να έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Αυτή είναι και η μεγάλη ευθύνη της πολιτικής. Το κόστος της καθυστέρησης εξαιτίας της αβελτηρίας κομμάτων και κυβερνήσεων είναι πολύ μεγάλο. Και είναι εν τέλει αυτό που βασανίζει τη χώρα και τον λαό. Σε σημείο που τώρα, τη στιγμή που όλοι λογικά θα έπρεπε να τρέχουν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία, ρωτούν άπαντες αγωνιωδώς αν θα γίνει πόλεμος ή όχι. Είναι τελικά η πολιτική το πρόβλημα και όχι η οικονομία…
(ΥΓ.: Δεν είναι τυχαίο ότι η μετριοπαθέστερη πολιτική τάξη της Πορτογαλίας έβγαλε τη χώρα ταχύτερα από την κρίση, επέτυχε την παραγωγική ανασυγκρότηση της πορτογαλικής οικονομίας και είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν ανέδειξε ακροδεξιές και λαϊκιστικές δυνάμεις.)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ