Παρακολουθώντας τη «Λουτσία ντι Λαµµερµούρ» της Λυρικής Σκηνής (και της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου όπου πρωτοπαρουσιάστηκε), σκεφτόμουν ότι υπάρχει μια καθοριστική παράμετρος σχετικά με το πώς λειτουργεί η όπερα, την οποία δείχνουν να αγνοούν ακόμη και άνθρωποι που δηλώνουν φανατικοί του είδους: Στην πραγματικότητα, όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο τραγούδι. Στο πώς οι μουσικοί –σολίστες, μαέστρος, ορχήστρα, χορωδία –θα αποδώσουν τη μουσική. Γι’ αυτό ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης που πιθανώς δεν έχει ούτε τις ιδανικές σωματικές διαστάσεις ούτε την ηλικία του ρόλου που ερμηνεύει (συνήθως είναι πολύ μεγαλύτερος) μπορεί να τραγουδάει ακίνητος και να συγκλονίζει, ενώ κάποιος η εικόνα του οποίου ταυτίζεται με τον ρόλο αλλά δεν έχει καταλάβει τι λέει (ή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις τεχνικές απαιτήσεις) δεν θα δημιουργήσει συγκίνηση.
Μπορώ να φέρω πολλά παραδείγματα, από τη Μονσεράτ Καμπαγέ που έχτισε τεράστια καριέρα χωρίς να έχει τη φιγούρα καμιάς από τις ηρωίδες που ερμήνευσε, έχοντάς τες όμως όλες στη φωνή και στην ψυχή της, έως την ευειδή νέα σταρ Σόνια Γιόντσεβα που όσο και αν πείθει ως εικόνα παραμένει μετριότατη μουσικός.
Τη σπουδαιότητα του παράγοντα «μουσική ερμηνεία» τη γνώριζαν οι μεγάλοι σκηνοθέτες όπερας και τη λάμβαναν σοβαρά υπόψη τους, επειδή μόνο έτσι μπορούσαν να φτάσουν σε ένα καλό αποτέλεσμα. Το επιβεβαιώνουμε βλέποντας φωτογραφίες και βίντεο από τις δουλειές του Βισκόντι, του Τζεφιρέλι, του Φον Κάραγιαν (που εκτός από μαέστρος ήταν και σπουδαίος σκηνοθέτης), του Πονέλ. Ολοι τους αγαπούσαν και καταλάβαιναν τη μουσική. Για την ακρίβεια, ήξεραν πως η απάντηση σε όποια απορία είχαν βρισκόταν στη μουσική.
Είναι αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι περισσότεροι σύγχρονοι σκηνοθέτες οι οποίοι καταπιάνονται με την όπερα –ανάμεσά τους και η Κέιτι Μίτσελ που σκηνοθέτησε τη δική μας «Λουτσία» -, γι’ αυτό και παρουσιάζουν θεάματα που κι αν εντυπωσιάσουν με τον δήθεν μοντερνισμό τους, αδικούν ή καταργούν το έργο.
Οταν η Μίτσελ ρωτήθηκε από τoν ελληνικό Τύπο «ποια θεωρείτε κορυφαία Λουτσία της οπερατικής ιστορίας;» απάντησε: «Μάλλον πρέπει να πω την Κάλλας, αλλά ειλικρινά δεν έχω ιδέα». Χιουμοράκι ή κυνική ομολογία της ανεπάρκειάς της; Γιατί αν δεν έχεις ιδέα (δηλαδή δεν έχεις ερευνήσει, δεν έχεις ακούσει και δεν έχεις κατανοήσει ερμηνείες που δίνουν τα κλειδιά για να προσεγγίσεις το έργο) αφήνεις τη «Λουτσία» για κάποιον άλλον και σκηνοθετείς το «Η γυναίκα μου τρελάθηκε». Τελικά έκανε τη «Λουτσία», για να πέσει στην παγίδα όπου πέφτουν οι περισσότεροι συνάδελφοί της, αυτοί που νομίζουν πως επειδή σκηνοθετούν πρόζα μπορούν να σκηνοθετήσουν και μουσικό θέατρο: Καταπιάστηκε με μια όπερα, εστιάζοντας στο θεατρικό κείμενο (το οποίο επιχείρησε αυθαίρετα να συμπληρώσει) και αγνοώντας (αδυνατώντας να καταλάβει) τη μουσική. Εκανε ρεαλιστικό θέατρο, όταν και το κείμενο (λιμπρέτο) και η μουσική είναι ποίηση. Ετσι, είδαμε για πρώτη φορά τη ρομαντική Λουτσία να τραβάει το καζανάκι. Μπελκάντο ο «Νιαγάρας»!
Ακόµα και αν εντυπωσίασε με τους ψευδονεωτερισμούς της σκηνοθεσίας της, με την επιδεικτική χρήση του αίματος, με τις σκηνές σεξ (που είχαν ψαλιδιστεί στο ελληνικό ανέβασμα μετά τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει η βρετανική πρεμιέρα), στην πραγματικότητα αποστέρησε από την ονειρική «Λουτσία» τη μαγεία. Επειδή, όπως επιβεβαιώνεται σε κάθε σκηνή της γεμάτης ανακολουθίες, αυθαιρεσίες, αφελείς συμβολισμούς και ανοησίες (μέχρι και τις γυναίκες της χορωδίας με μουστάκια είδαμε) σκηνοθεσίας της, δεν μπόρεσε η ίδια να ανακαλύψει τη μαγεία του έργου. Δεν άκουσε τη μουσική!
Χαίρομαι που η Εθνική Λυρική Σκηνή μάς έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και στην Ελλάδα μια τόσο συζητημένη παραγωγή, και εύχομαι στο μέλλον να καταφέρει δίπλα στις αμιγώς δικές της να μας φέρει και άλλες διεθνείς παραστάσεις. Χαίρομαι που έχουμε τραγουδιστές καλούς, που μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τόσο δύσκολων ρόλων. Λυπάμαι που όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και περισσότερες Μίτσελ εμφανίζονται ως αναμορφωτές ενός είδους που δεν τις έχει ανάγκη. «Αν δεν ανανεωθεί η όπερα, θα πεθάνει» δήλωσε μεταξύ άλλων η βρετανίδα σκηνοθέτρια. Ομως η όπερα, έχοντας επιβιώσει από δεκάδες απόπειρες δολοφονίας της, με δράστες σκηνοθέτες που ούτε την κατάλαβαν ούτε την αγάπησαν, έχει αποδειχθεί πολύ σκληρή για να πεθάνει. Ο,τι και να της κάνουν, με όση μανία και αν γκρεμίζουν, η μουσική ακούγεται πάνω από τα ερείπια.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ