Μετά τα πρόσφατα δημοσιεύματα στις «Νέες Εποχές» σχετικά με τις αρχαιολογικές σπουδές και έρευνες, αισθανόμαστε την ανάγκη, για την πλήρη ενημέρωση των αναγνωστών, να επισημάνουμε τα ακόλουθα:


1) Είναι γεγονός ότι ως τώρα έχουν γίνει πολλές ανασκαφές αλλά λίγες δημοσιεύσεις και περιορισμένη συντήρηση των αρχαίων. Πράγματι πρέπει επειγόντως στις δημοσιεύσεις αλλά και στη συντήρηση να δοθεί μεγαλύτερο βάρος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σημερινή γενιά, διαπιστώνοντας τα λάθη της, πρέπει να διαπράξει και άλλο λάθος αρνούμενη παντελώς την ανασκαφική έρευνα και τη δυνατότητα των επερχομένων να διευρύνουν τη γνώση όπου χρειάζεται ή να ελέγξουν τα παραδεδομένα: οι ανασκαφές χρειάζονται και όχι μόνον οι σωστικές. Αλλά πρέπει να είναι ορθολογικά και συστηματικά προετοιμασμένες, συλλογικά οργανωμένες και προσανατολισμένες στη διεπιστημονική προσέγγιση συγκεκριμένων επιστημονικών ερωτημάτων. Αυτό ήταν το σκεπτικό με το οποίο πριν από χρόνια το ΔΣ της Αρχαιολογικής Εταιρείας αποφάσισε τον σταδιακό περιορισμό των ανασκαφών του Ιδρύματος προς όφελος της δημοσίευσης των παλαιοτέρων. Τα όσα διαβάσαμε στις σχετικές συνεντεύξεις φοβόμαστε ότι αποκλίνουν σοβαρά από το ισορροπημένο αυτό σκεπτικό.


2) Ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τα πανεπιστήμια μορφώνουν τους αυριανούς επιστήμονες και επομένως, κατ’ εξοχήν στην Ελλάδα, οφείλουν: α) να τους διδάσκουν τη σχέση της πρωτογενούς έρευνας με τη θεωρία και την παραγωγή της γνώσης και β) να τους ασκούν πρακτικά στις μεθόδους και στις τεχνικές της έρευνας. Οι πανεπιστημιακές ανασκαφές λοιπόν εξυπηρετούν και αυτή την ανάγκη. Πέρα όμως από αυτό, μερικά πολύ γνωστά στο κοινό παραδείγματα, όπως η Βεργίνα, το Δίον, η Μεσσήνη και η Ελεύθερνα (οι υπογράφοντες παραλείπουν τις ανασκαφές του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο ανήκουν), με την πρότυπη ποιότητά τους και συνεργατικότητά τους, δείχνουν ότι τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα μπορούν να ανταποκριθούν στη σύγχρονη αναγκαιότητα, όπως την περιγράψαμε στην πρώτη παράγραφο, και το πράττουν.


3) Η προσπάθεια να δημοσιευθεί το υλικό των παλαιών ανασκαφών δεν έχει μείνει χωρίς καρπούς. Και ως διευθυντές ανασκαφών αλλά και ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, πολλοί από εμάς έχουμε προωθήσει τη μελέτη παλαιού υλικού από νέους επιστήμονες. Στην ίδια την Αρχαιολογική Εταιρεία υπάρχουν ήδη κατατεθειμένοι αρκετοί τόμοι στο Γραφείο Δημοσιευμάτων που αναμένουν επί έτη τη σειρά τους για δημοσίευση.


4) Καταγράφοντας κανείς τη γενική εικόνα, δεν πρέπει να λησμονεί την καθαρά ερευνητική – εκδοτική, πλούσια και υψηλής ποιότητας δραστηριότητα των ερευνητικών κέντρων, όπως αυτή του σχετικού κέντρου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.


5) Η αρχαιολογική επιστήμη στην Ελλάδα δεν είναι βεβαίως αποκλειστικό προνόμιο των πανεπιστημιακών και των ερευνητικών κέντρων. Το μεγάλο ­ και εν πολλοίς άχαρο ­ έργο συντελείται από τους στρατευμένους αρχαιολόγους του υπουργείου Πολιτισμού. Στην πλειονότητά τους οι συνάδελφοι αυτοί είναι και σήμερα άξιοι επιστήμονες και συμβάλλουν με το έργο τους στη διατήρηση του υψηλού κύρους της ελληνικής αρχαιολογικής επιστήμης πολύ πέρα των ορίων της επικράτειας. Βεβαίως πρέπει να επισημαίνουμε τις ελλείψεις μας για να βελτιωνόμαστε συνεχώς, πρέπει όμως παράλληλα να αναγνωρίζουμε ­ για ουσιαστικούς, όχι ηθικούς λόγους ­ τις καλές μας πλευρές, όπως π.χ. ο επιστημονικά, διοικητικά και δεοντολογικά άψογος χειρισμός των μειζόνων θεμάτων του λυκείου και του δημοσίου σήματος.


Ο κ. Χρίστος Ντούμας είναι καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας και ο κ. Βασίλης Λαμπρινουδάκης καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.