Λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου ένας νέος ψυχρός πόλεμος, μια νέα διαίρεση, φαίνεται να ορθώνεται πάνω στην Ευρώπη. Μια διαίρεση που εξαγγέλθηκε πρόσφατα από ένα γνωστό καθηγητή και αναλυτή στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Harvard, τον Samuel Huntington. Η νέα διαίρεση ή το νέο σχίσμα απειλεί να διαιρέσει και να διχάσει και πάλι την Ευρώπη σε Ανατολική και Δυτική, σε pars orientis και pars occidentis.


Συγκεκριμένα, στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών», ένα βιβλίο που ο Henry Kissinger ήδη χαρακτήρισε το σημαντικότερο βιβλίο που κυκλοφόρησε από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ο Huntington χωρίζει ξανά την Ευρώπη σε Ανατολική και Δυτική, με κριτήριο τη φορά αυτή όχι τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα (καπιταλισμός, κομμουνισμός, δημοκρατία και ολοκληρωτισμός) αλλά τον πολιτισμό, τη φυλετική καταγωγή και τις θρησκείες. Το νέο σχίσμα ή η νέα διαίρεση διακρίνει και διαχωρίζει την καθολική και προτεσταντική Δύση από την ορθόδοξη και βυζαντινή ή «σλαβο-ορθόδοξη», κατά τον Huntington, Ανατολή.


Οι όροι και τα ακριβή όρια μπορεί να αλλάζουν αλλά η εκκολαπτόμενη νέα γεωπολιτική τομή δεν θυμίζει, κατά παράδοξη σύμπτωση, το σχίσμα του 1054; Υποτίθεται έτσι ότι μαζί με τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό κληρονόμησε η Δύση eo ipso και ολόκληρη την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή παράδοση. Ενώ η Ανατολή μαζί με την Ορθοδοξία κληρονόμησε τα σλαβικά φύλα και το Βυζάντιο, δηλαδή τα συνώνυμα της γραφειοκρατίας και του σκοταδισμού, κατά τη σιωπηρή υποδήλωση του Huntington.


Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι στην παρούσα ιστορική φάση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, των τεχνολογιών και των επικοινωνιών οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατών θα αρχίσουν σταδιακά να υποχωρούν και να αντικαθίστανται ολοένα και περισσότερο από συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτισμών. Από αυτούς οι σημαντικότεροι είναι, κατά τον Huntington, ο λατινοαμερικανικός, ο αφρικανικός, ο ισλαμικός, ο ινδουιστικός, ο κομφουκιανικός και ο ιαπωνικός. Ενώ στην Ευρώπη διακρίνει δύο ξεχωριστά μέρη: τη Δύση, στην οποία συγκαταλέγει και τις ΗΠΑ, και τη σλαβο-ορθόδοξη Ανατολή.


Το πρακτικό συμπέρασμα που αναφέρεται ρητά στην Ελλάδα και έδωσε την αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση είναι ότι, μια και το ΝΑΤΟ είναι, όπως γράφει επί λέξει ο Huntington, «ο οργανισμός ασφαλείας του δυτικού πολιτισμού, ο πρωτεύων σκοπός του είναι να υποστηρίζει και να συντηρεί αυτόν τον πολιτισμό. Κατά συνέπεια, τα κράτη που είναι δυτικά στην ιστορία, στη θρησκεία και στον πολιτισμό τους θα πρέπει, εφόσον το επιθυμούν, να μπορέσουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ». Οχι όμως οι χώρες που ήταν «ιστορικά μουσουλμανικές ή ορθόδοξες».


Η ιδέα ή η πρόταση να εκδιωχθεί η Ελλάδα από τη Δυτική Ευρώπη και τις οργανώσεις της (ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση κλπ.) μοιάζει, αν μη τι άλλο, να αναιρεί μια ιστορική πορεία περίπου 200 χρόνων, χωρίς να λογαριάζουμε το κατά πολύ ευρύτερο φαινόμενο του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η Ευρώπη στάθηκε πάντα το υπόδειγμα της πολιτικής δημοκρατίας και της οικονομικής ευημερίας, ένα ανώτερο στάδιο πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Αυτό επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια και, τέλος, με την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981, όλοι πίστεψαν ότι η χώρα θα λειτουργούσε πλέον με καλύτερες εγγυήσεις διασφάλισης τόσο της δημοκρατίας όσο και της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και προάσπισης από τον τουρκικό κίνδυνο.


Από κοινωνιολογικής μάλιστα σκοπιάς, επιπλέον της γεωγραφικής, της ιστορικής και της πολιτισμικής διάστασης ή παράδοσης, η Ευρώπη προσδιορίζεται κυρίως από το στοιχείο της λειτουργικής διαφοροποίησης μεταξύ των μειζόνων συστημάτων και διαδικασιών κοινωνικής οργάνωσης: της οικονομίας, της πολιτικής, του πολιτισμού και της κοινωνίας. Αυτό το είδος της λειτουργικής και θεσμικής διαφοροποίησης, της ανεξαρτησίας και αυτονόμησης μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών συστημάτων πάνω από όλα τα άλλα προσδιόρισε ιστορικά και κοινωνιολογικά την εξέλιξη και άρα την ταυτότητα της Ευρώπης.


Εκείνο συνεπώς που έχει τεράστια σημασία και αποτελεί την πεμπτουσία του ιστορικού αποθέματος της ευρωπαϊκής ή και της ευρύτερα «δυτικής» παράδοσης και εμπειρίας είναι η ταυτόχρονη και παράλληλη συνύπαρξη: της οικονομίας της αγοράς, του κράτους δικαίου, της οργανωμένης διοίκησης των δημοσίων υπηρεσιών και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.


Η Ελλάδα έχει προ πολλού φθάσει και περάσει το «σημείο που δεν έχει επιστροφή» (point of no return) ως προς τις σχέσεις της με την Ευρώπη. Μια Ευρώπη που, αν θέλουμε να την κατανοήσουμε ως προς το ουσιαστικό και λειτουργικό περιεχόμενό της, την ποικιλία και την πολυσημία του χαρακτήρα της, δεν θα πρέπει να τη διχάσουμε εκ νέου με τη χρήση διαφόρων αναχρονιστικών ως ρατσιστικών επιθετικών προσδιορισμών (όπως, λ.χ., «σλαβο-ορθόδοξοι») ούτε να αφήσουμε τέτοιες αναφορές να αποτελέσουν κριτήρια πολιτικών επιλογών και αποφάσεων και να επηρεάσουν κρίσιμες γεωπολιτικές στρατηγικές.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.