Μου διηγήθηκε το όνειρό του: Βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού όπου ζει μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του όταν άνοιξε η εξώπορτα και μπήκε η νεκρή εδώ και 15 χρόνια γυναίκα του (η μάνα των δύο παιδιών του). Συμπεριφερόταν σαν να μην είχε φύγει ποτέ, άρχισε να τακτοποιεί τα μπιμπελό όπως τα έβαζε τότε, παραπονέθηκε για τις τρίχες του σκύλου (που επίσης δεν ζούσε πια), μάζεψε ένα λουλούδι που είχε πέσει από το βάζο στο πάτωμα, πέρασε στην κουζίνα.

Καθόταν (στο όνειρό του πάντα) ακίνητος στον καναπέ, ξέροντας πως είναι νεκρή, χωρίς φόβο, με το μυαλό του όμως γεμάτο ερωτήματα: Πώς θα πω στα παιδιά ότι η μαμά τους γύρισε; Πώς θα το πω στους συγγενείς, στους φίλους, στους γείτονες που ξέρουν ότι έχει πεθάνει; Πώς θα πω στη γυναίκα μου ότι επέστρεψε η (πρώτη) γυναίκα μου; Και πώς θα πω στην (πρώτη) γυναίκα μου ότι δεν μπορούμε να κοιμόμαστε πια μαζί γιατί υπάρχει άλλη; Αν την ακουμπήσω θα αισθανθώ το δέρμα της ή είναι φτιαγμένη από αέρα όπως όλα τα φαντάσματα;

«Δημήτρη, τι κάθεσαι; Εξω είναι άνοιξη, βγες!» άκουσε τη φωνή της. Ηθελε να σηκωθεί και να τρέξει έξω, μακριά της, αλλά τα πόδια του ήταν βαριά. Η αίσθηση πως δεν υπήρχε πλέον χώρος στη ζωή του για έναν άνθρωπο που είχε αγαπήσει και που η έλλειψή του τού είχε προκαλέσει πόνο, τον αναστάτωσε. «Δημήτρη, άκουσες; Εξω είναι άνοιξη, είπα, βγες!» επέμεινε η νεκρή, με το γάβγισμα του νεκρού σκύλου να μπλέκεται με τα λόγια της. Ξύπνησε αναστατωμένος.
Σε μια προσπάθεια να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, τον ρώτησα αν παρακολουθεί «Τατουάζ». Δεν παρακολουθούσε, οπότε το μάλλον κρύο αστείο με τον Απόστολο Γκλέτσο που ζει ερωτευμένος με την Εβελίνα Παπούλια όταν ξυπνά από το κώμα πολλών χρόνων η πρώτη γυναίκα του, η Μυρτώ Αλικάκη, και τον διεκδικεί, δεν έπιασε. Ψευτοφιλοσοφήσαμε: Για το εμπρηστικό υποσυνείδητο που εν αγνοία μας δουλεύει για να μας πετάξει τη βόμβα εκεί που δεν το περιμένουμε. Για τον ρόλο που αναλαμβάνει καθένας μας, ο οποίος μπορεί και να μην περιλαμβάνεται σε κάποια από τις επόμενες πράξεις της παράστασης. Είναι πικρό αλλά και αναγκαίο, για να προχωρήσει η ζωή.
Θυμηθήκαμε και μια-δυο γελοιογραφίες του Αρκά, από αυτές με τον Χάρο και τους πεθαμένους. Θυμηθήκαμε και το «Πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ όπου επιστρέφει από μία άλλη διάσταση η πρώτη σύζυγος ενός συγγραφέα για να κάνει τη ζωή του άνω-κάτω… Ομως, και όλον τον Ντίσνεϊ να επιστρατεύσεις, εάν έχεις δει ένα τέτοιο όνειρο, που ξύνει βαθιές πληγές, το γέλιο περισσότερο με λυγμό μοιάζει. Ατιμο πράγμα τα όνειρα όταν έχουν ρίζες στο παρελθόν σου.
Σηκώθηκα να φύγω. Η «επίσκεψη» της νεκρής είχε πυροδοτήσει και δικές μου αναμνήσεις, από τη γνωριμία και με τους δυο τους, τις όμορφες ημέρες που είχαμε περάσει παρέα, πολλά χρόνια πριν. Ανοίγοντας την εξώπορτα με έπιασε η άνοιξη, εποχή που πάντα μου δημιουργεί αναστάτωση. Εφταιγε το λουλουδιασμένο δέντρο δίπλα στο κεφαλόσκαλο που μοσχομύριζε. Δεν ξέρω τι δέντρο ήταν. Εφταιγε το προτρεπτικό «Δημήτρη, έξω είναι άνοιξη, βγες» του ονείρου. Και ο Εμπειρίκος έφταιγε, που τυχαία είχα ξαναπιάσει εκείνες τις ημέρες –σε μία από τις άπειρες προσπάθειές μου να κατανοήσω στίχους που εξακολουθούν να μοιάζουν αινίγματα άλυτα: «Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος».
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα πως η ζωή μου και οι σκέψεις μου συνδέθηκαν με τους στίχους. Είδα μπροστά, τον δρόμο. «Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος», συνεχίζεται με εμάς ή χωρίς εμάς. Με παρουσίες και με απουσίες που ενίοτε γίνονται όνειρα για να μας θυμίσουν πως κάποτε είχαν ρόλο. Κάποτε. Oμως τώρα, «Δημήτρη, έξω είναι άνοιξη, βγες». Ηθελα να το φωνάξω κι εγώ στον φίλο μου, σπρώχνοντάς τον μακριά από αναμνήσεις που πληγώνουν. Γιατί όλα είναι ζωή. Oλα είναι άνοιξη. Του έστειλα ένα ακόμη χαμόγελο, έτσι όπως τον είδα στη σχισμή της πόρτας που έκλεινε, και προχώρησα κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Είμαι σίγουρος πως από τα πέταλα των λουλουδιών που προσπερνούσα αναδύονταν μικρούτσικες παιδίσκες.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ