Πριν από δεκαετίες ήταν η κρίση ή η παρακμή του μαρξιστικού σοσιαλισμού που απασχολούσε μια ορισμένη διεθνή δημόσια συζήτηση. Δεν εννοώ εδώ τη συζήτηση στα στενά ακαδημαϊκά πλαίσια αλλά τη σφαίρα όπου εμπλέκονται δημοσιογράφοι, αναλυτές και μέρος της κοινής γνώμης.
Εδώ και κάποια χρόνια οι τίτλοι έχουν αλλάξει. Το θέμα είναι η πτώση, η απόσυρση, η «παρακμή» του δυτικού φιλελευθερισμού ή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τα βιβλία και τα σχετικά άρθρα είναι δεκάδες ή μάλλον εκατοντάδες. Το ίδιο και οι διαβεβαιώσεις που αποκτούν περισσή δραματικότητα κάθε φορά που σχολιάζουμε ένα εκλογικό αποτέλεσμα, ένα σκάνδαλο ή μια ακόμα πολιτική συμφορά του κόσμου μας.
Η δημοσιότητα όμως έχει μικρή μνήμη. Ξεχνάμε πως η συζήτηση για ένα «τέλος» του φιλελευθερισμού μετράει σχεδόν έναν αιώνα. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν ένα από τα βασικά μοτίβα της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Η έφοδος των μπολσεβίκων και η νίκη της σοβιετικής Ρωσίας, τα κοινοβουλευτικά και οικονομικά πάθη στη Γερμανία της Βαϊμάρης και η άνοδος των φασισμών και της τότε «επαναστατικής Δεξιάς» έδωσαν αφορμή σε ένα κύμα πένθιμων διαγνώσεων. Τη δεκαετία του ’30 γράφονταν πράγματα που έχουν πολύ μεγάλη ομοιότητα (εκφραστική και περιεχομένου) με τα δημοφιλή κείμενα των αντιπάλων της παγκοσμιοποίησης στα δικά μας χρόνια, ειδικά μετά το 2000.
Ο φιλελευθερισμός γινόταν αντιληπτός ως η εξασθενημένη φωνή ενός παλαιάς κοπής μεσοαστικού ατομικισμού. Στην οικονομία ήταν η αφέλεια του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Στην πολιτική, η γραφειοκρατική πάρλα που δεν μπορούσε να αποφασίσει σοβαρά ούτε για την ειρήνη ούτε για τον πόλεμο. Στον πολιτισμό κατηγορήθηκε για στενό και χοντροκομμένο ρεαλισμό (από τις μοντερνίστικες πρωτοπορίες), είτε για αποτύπωση της ψυχολογικής «παρακμής» των αστών (από την Αριστερά).
Ενα δεύτερο κύμα ζοφερών διαγνώσεων και ακόμα πιο σκοτεινών προγνώσεων εμφανίστηκε στη σκιά της δεκαετίας του ’60 και της πολιτισμικής εξέγερσης των baby boomers. Εδώ, η φιλελεύθερη δημοκρατία παρουσιάστηκε ως μάσκα ενός τυραννικού κομφορμισμού γύρω από τα πάθη της κατανάλωσης. Ταυτίστηκε με την προαστιακή ευημερία των λευκών μεσοαστών, με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό ή με τον «φετιχισμό του εμπορεύματος». Η σκέψη του ’68 έβρισκε στον φιλελευθερισμό είτε την παρωχημένη πίστη στο αυτεξούσιο υποκείμενο είτε έναν ιδεολογικό μηχανισμό που έκρυβε διάφορα τέρατα: την επιδίωξη για απεριόριστη μεγέθυνση, τον ανταγωνιστικό εγωισμό και την αδιαφορία για τα συλλογικά αγαθά.
Τέλος, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η δική μου γενιά ζει με τις συζητήσεις για το τέλος της συνολικής δυτικής μεταφυσικής, μέρος της οποίας ήταν και είναι οι διάφοροι φιλελευθερισμοί. Το μοτίβο ήταν η εξάντληση του φιλελεύθερου Διαφωτισμού και των οικουμενικών κοσμοειδώλων του. Και γρήγορα, εμφανίστηκε η αναφορά στον νεοφιλελευθερισμό που σταδιακά επεκτάθηκε από την κριτική Αριστερά έως την εθνικιστική νέα Δεξιά με τον ισχυρισμό ότι ο φιλελευθερισμός πέθανε «μέσα» (ή εξαιτίας) στον νεοφιλελευθερισμό. Οποιοσδήποτε στοιχειωδώς ενήμερος αναγνώστης δοκιμίων και κοινωνικής θεωρίας έχει εντρυφήσει στην απαρίθμηση αυτών των κλινικών συμπτωμάτων.
Τι σημαίνουν όμως αυτές οι αναφορές στο παρελθόν; Μήπως ότι δεν υφίσταται θέμα επειδή έχουν υπάρξει κάμποσοι λανθασμένοι και υπερβολικοί συναγερμοί; Μήπως ότι η ζοφερή διάγνωση για τον φιλελευθερισμό είναι απλώς προβολή των επιθυμιών που έχουν οι κατά καιρούς εχθροί του;
Προφανώς και όχι. Δεν υπάρχει πιο λανθασμένη στάση από την αυτο-ικανοποίηση και την εθελούσια τύφλωση. Το έχουμε δει στην κομμουνιστική Αριστερά ή και σε ορισμένες νοσταλγικές των κλασικών της ρούχων εκδοχές σοσιαλδημοκρατίας που πάντα τους φταίνε όσοι τούς ασκούν κριτική. Το παρατηρούμε, συχνά, και σε αυτούς που έχουν μια ρηχά απολογητική στάση για τις αδυναμίες του φιλελευθερισμού.
Εννοώ εδώ με φιλελευθερισμό όχι μια στενή οικονομική πολιτική αλλά ένα πλέγμα αρχών και ρυθμιστικών ιδεών για τη ζωή σε κοινωνίες με ποικιλία αξιών, κοινωνικών συμφερόντων και τρόπων ζωής. Κάτι σαν το αρχιτεκτονικό σχέδιο μέσα στο οποίο μπορεί κάποιος να στεγάσει είτε την επιθυμία του για χρηματικές αξίες, είτε την κλίση του σε άλλες μορφές αυτοπραγμάτωσης, είτε την αγωνία του για τα δημόσια και πολιτικά πράγματα.
Με άλλα λόγια, ένας φιλελευθερισμός που έχει επίγνωση των ιστορικών και διανοητικών του κενών και ελλειμμάτων: γι’ αυτό και αποκτά με τον χρόνο μια ισχυρότερη ρεπουμπλικανική διάσταση και αρχίζει πια να παίρνει αποστάσεις από τις «πολιτικές της ταυτότητας» που κατακερματίζουν και φτιάχνουν αποξενωμένες κοινότητες θυματοποίησης.
Εχοντας, επίσης, συνείδηση ότι δεν υπάρχει κουλτούρα εύρωστης ατομικότητας χωρίς κάποια μορφή κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας των ευάλωτων ανθρώπων. Ενας «ατομικισμός» που περιτριγυρίζεται από χιλιάδες επιδοματούχους και ημιάνεργους των mini-jobs είναι παρωδία. Και φυσικά, φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς έννομη πολιτεία μετατρέπεται απλώς σε παζάρι δικαιωμάτων και σκόρπιων επιθυμιών.
Ασυναίσθητα καταφεύγω με τη σειρά μου σε μια επιθυμητή εικόνα, αλλά αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις.
Πρέπει να παραδεχθούμε πως οι ριζοσπάστες περιφρονητές του φιλελευθερισμού είχαν καταλάβει τα τρωτά του σημεία: έναν αφελή (συχνά) οικονομισμό και μια, εξίσου προβληματική, ροπή πολλών φιλελευθέρων να υποτιμούν την ισχύ των συλλογικών παθών και τις μορφές πίστης που δεν «εξηγούνται λογικά». Την τάση τους να σοκάρονται απέναντι στην έλλειψη «κοινής λογικής» και την αδυναμία τους να κατανοήσουν τη βία στην Ιστορία.
Τώρα που ένας νέος αντιφιλελευθερισμός μιλάει στο όνομα της εθνικής ταυτότητας και του λαού εναντίον του «κοσμοπολιτισμού των ελίτ» ξαναβρίσκουμε το ίδιο πρόβλημα. Και οι αποκρίσεις σε αυτό το πρόβλημα από την πλευρά των ηγετικών κύκλων της Δύσης είναι λειψές, αν όχι ανύπαρκτες. Οπως είναι ντροπιαστική η συνθηκολόγηση της Δύσης με εκείνους που τηρούν τα προσχήματα της εκλογικής διαδικασίας χτίζοντας αυταρχικές αυτοκρατορίες και κράτη.
Παρ’ όλα αυτά, η έξωση του φιλελευθερισμού από τον κόσμο μας θα είχε τεράστιο ηθικό και πολιτικό κόστος. Οσο και αν αλλάζουν η καθημερινή εμπειρία, η πολιτική τάξη, οι αγορές και οι τεχνολογίες, το αρχιτεκτονικό πολιτικό σχέδιο μοιάζει ακόμα αξεπέραστο. Οι ρυθμιστικές ιδέες της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι το πεδίο μες στο οποίο βρίσκουν ακόμα θέση οι δημόσιες αγωνίες μας για το «τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε», όπως τραγουδούσαν οι REM το μακρινό 1987.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ