Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος που καταγράφηκε το περασμένο έτος και συνεχίζεται εφέτος, αν και είναι θετική εξέλιξη, έρχεται να αναδείξει τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το περασμένο έτος το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρύνθηκε περαιτέρω σε 14,4 δισ. ευρώ από 13,6 σ. ευρώ το 2016 και 12,6 δισ. ευρώ το 2015. Η εξέλιξη αυτή μάλιστα σημειώθηκε τη στιγμή που οι εξαγωγές κινήθηκαν ανοδικά από 17,9 δισ. ευρώ το 2015 σε 18,2 δισ. ευρώ το 2016 και σε 19,9 δισ. ευρώ το 2017.
Την ίδια στιγμή, χάρη στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, του ΑΕΠ και της χαλάρωσης των capital controls, οι εισαγωγές ανέβηκαν από 30,5 δισ. ευρώ το 2015 σε 31,8 δισ. ευρώ το 2016 και σε 34,3 δισ. ευρώ πέρυσι. Δηλαδή μέσα στη διετία οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά περίπου 2 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές σχεδόν το διπλάσιο (3,9 δισ. ευρώ), διευρύνοντας ανάλογα το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.
Η έκρηξη αυτή των εισαγωγών οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην άνοδο των καταναλωτικών ειδών (αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές κ.λπ.) και δευτερευόντως στην αύξηση των πρώτων υλών προς μεταποίηση ή κεφαλαιουχικών αγαθών που συνδέονται με την ενίσχυση της παραγωγής. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά με τον καλύτερο ίσως τρόπο το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: πως σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση. Με το που «έστρωσε» το οικονομικό κλίμα και βελτιώθηκαν οι προσδοκίες των πολιτών, η ζήτηση για εισαγόμενα προϊόντα ενισχύθηκε. Για παράδειγμα, οι πωλήσεις αυτοκινήτων ενισχύθηκαν κατά περίπου 10%.
Παρά την άνοδο των εξαγωγών, η οποία οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι ντόπιοι παραγωγοί, εξαιτίας της μείωσης της εγχώριας κατανάλωσης, αναγκάστηκαν να αναζητήσουν αγορές στο εξωτερικό για να διαθέσουν τα προϊόντα τους ακόμα και σε τιμές κάτω του κόστους, δύσκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η χώρα έχει αλλάξει οικονομικό μοντέλο.
Οπως εξηγούσε ιδιοκτήτης βιομηχανίας τυποποιημένων σνακ, το δίλημμα που είχε να αντιμετωπίσει με την κρίση ήταν είτε να προσχωρήσει σε απολύσεις και κλείσιμο παραγωγικών γραμμών είτε να αναζητήσει αγορές στο εξωτερικό πωλώντας τα προϊόντα του κάτω του κόστους. Επέλεξε τη δεύτερη ως πιο συμφέρουσα, αφού η ζημιά από το κόστος των απολύσεων, το κλείσιμο γραμμών και τη μείωση της δυνατότητας παραγωγής, που θα σήμαινε ότι όταν η εγχώρια ζήτηση θα «γύριζε», θα βρισκόταν εκτός αγοράς, ήταν μεγαλύτερο από το να κρατήσει την παραγωγή και να διαθέτει στο εξωτερικό προϊόντα σε τιμές κάτω του κόστους. Ανάλογη πρακτική ακολούθησαν πολλές επιχειρήσεις.
Η άνοδος των εξαγωγών με τον τρόπο αυτόν σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και εξωστρέφεια. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, όπως η έλλειψη ισχυρών διασυνδέσεων με τις διεθνείς αγορές, το μικρό μέγεθος των μονάδων, η απουσία brand name, η αδυναμία παραγωγής καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών κ.λπ., είναι ελάχιστη. Οι όποιες προσπάθειες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση είναι αποσπασματικές και κατακερματισμένες.
Για την ανάπτυξη μαζικών εξωστρεφών δραστηριοτήτων απαιτείται μακροχρόνιος σχεδιασμός, συστηματική προσπάθεια και καλύτερη αντίληψη των διεθνών πραγμάτων, τόσο από την πλευρά των επιχειρηματιών όσο και από την πλευρά του κράτους. Σε ό,τι αφορά τους πρώτους, θα πρέπει κυρίως να δημιουργήσουν επιχειρηματικά σχήματα υπολογίσιμου μεγέθους στις διεθνείς αγορές, ενώ το κράτος θα πρέπει να εκσυγχρονίσει και να απλοποιήσει τις δομές του και να στηρίξει χειροπιαστά την έξοδο των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές. Χωρίς αυτές τις βασικές αλλαγές δεν μπορεί να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ