Εδώ και μήνες έχει ξεκινήσει στο πλαίσιο του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μια συζήτηση-διαβούλευση για τη μετά το 2020 Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), στην οποία από την πρώτη στιγμή αναδείχθηκαν δύο «επικίνδυνα» θέματα: το ένα αφορά την περικοπή του προϋπολογισμού της και το άλλο –ιδιαίτερα δύσκολο αυτό για τη χώρα μας –την εξωτερική σύγκλιση, την εξομοίωση κατά κάποιον τρόπο, των άμεσων ενισχύσεων μεταξύ των κρατών-μελών.
Η χώρα μας, συνεργαζόμενη και με άλλες χώρες, αξιοποιώντας όλες τις δυνατές συμμαχίες, δίνει την περίοδο αυτή μια σημαντική μάχη με πέντε βασικούς στόχους:
1. Να μη μειωθεί ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ.
2. Η συζήτηση για τη σύγκλιση των ενισχύσεων να λάβει υπόψη και άλλες παραμέτρους, εκτός της στρεμματικής ενίσχυσης.
3. Να αποτραπεί κάθε ιδέα ακόμα και για μικρού βαθμού συγχρηματοδότηση των άμεσων ενισχύσεων από εθνικούς πόρους.
4. Να διατηρηθεί η αρχιτεκτονική της ΚΑΠ με τους δύο πυλώνες: άμεσες ενισχύσεις και αγροτική ανάπτυξη.
5. Να υπάρξουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε πιο δίκαιη και με καλύτερη στόχευση κατανομή των ενισχύσεων.
Από όλες τις τοποθετήσεις που έχουμε κάνει ως τώρα στα ευρωπαϊκά όργανα, έχει καταστεί σαφής η θέση της χώρας μας, ότι η νέα αγροτική ευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να αποτελεί συνάρθρωση του αγροδιατροφικού τομέα με την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου. Και αυτή η ανάπτυξη αποκτά νόημα μόνο αν πραγματοποιηθεί με όρους αειφορίας, παραγωγής υγιεινών και ασφαλών τροφίμων και περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η ΚΑΠ, για να ανταποκριθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία στις τρέχουσες και νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τόσο η ίδια όσο και η Ευρωπαϊκή Ενωση, πρέπει να έχει αυξημένο προϋπολογισμό και ταυτόχρονα να παραμείνει μια ολοκληρωμένη κοινή πολιτική που θα εγγυάται τη διασφάλιση του αγροτικού εισοδήματος.
Επίσης να διατηρηθεί η σημερινή αρχιτεκτονική της ΚΑΠ των δύο πυλώνων: άμεσες ενισχύσεις (Πυλώνας Ι) και αγροτική ανάπτυξη (Πυλώνας ΙΙ), αφού αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από τους στρατηγικούς στόχους και τις προτεραιότητες που υπηρετούν.
Αναγκαία θεωρείται και η διατήρηση των άμεσων ενισχύσεων στο σημερινό επίπεδο, δεδομένου ότι εξασφαλίζουν ένα βασικό εισόδημα για τους γεωργούς, λειτουργώντας ως δίχτυ ασφαλείας, καθώς το γεωργικό εισόδημα επηρεάζεται από διάφορους, συχνά εξωγενείς παράγοντες. Επιπλέον, για λόγους μείωσης των διοικητικών βαρών, απλοποίησης της διαδικασίας και αποτελεσματικότερης επίτευξης των στόχων, θα μπορούσε να γίνει συνδυασμός συγκεκριμένων δράσεων αγροτικής ανάπτυξης με τις άμεσες ενισχύσεις.
Με τις άμεσες ενισχύσεις θα πρέπει να παρέχεται στα κράτη-μέλη και η δυνατότητα στήριξης συγκεκριμένων ομάδων και τύπων των γεωργικών τομέων τους, στο πλαίσιο διαφόρων υποχρεωτικών και προαιρετικών καθεστώτων. Να εστιαστούν επιπλέον σε μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις, σε εκμεταλλεύσεις ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, στους νέους που θέλουν να εισέλθουν στον τομέα ή και σε τομείς στους οποίους το εισόδημα παραμένει χαμηλό.
Σε ό,τι αφορά την πιο δίκαιη και με καλύτερη στόχευση κατανομή των ενισχύσεων, πολύ ορθά, η Επιτροπή θέτει προς συζήτηση τη διερεύνηση δυνατοτήτων όπως το υποχρεωτικό capping, οι φθίνουσες ενισχύσεις για τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις, οι αναδιανεμητικές ενισχύσεις προς όφελος των μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων.
Η ιδέα ακόμα και ενός μικρού βαθμού συγχρηματοδότησης των άμεσων ενισχύσεων μας βρίσκει κάθετα αντίθετους, καθώς σηματοδοτεί τάσεις επανεθνικοποίησης της ΚΑΠ, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του εσωτερικού ανταγωνισμού στην ΕΕ λόγω του διαφορετικού βαθμού ανάπτυξης των κρατών αλλά και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουν, όπως η Ελλάδα.
Η εξωτερική σύγκλιση των άμεσων ενισχύσεων είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Οι διαφορές που καταγράφονται μεταξύ των κρατών αντανακλούν τις διαφορετικές οικονομικές και γεωργικές συνθήκες τους, όπως τις διαφορές στον βαθμό ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής, στη σύνθεση και στο κόστος παραγωγής, στο μέγεθος και στην ανταγωνιστικότητα των εκμεταλλεύσεων, στη διαφοροποίηση στη σύνθεση και στο κόστος των εισροών, στην εξέλιξη του γεωργικού εισοδήματος κ.λπ.
Στην Ελλάδα, ενώ η ανά εκτάριο ενίσχυση βρίσκεται ανάμεσα στις υψηλότερες θέσεις, η ανά αγροτική εκμετάλλευση βρίσκεται στις χαμηλότερες. Οι άμεσες ενισχύσεις διαδραματίζουν τέτοιον σημαντικό ρόλο στο τελικό εισόδημα των ελλήνων γεωργών που εκλαμβάνονται ως απαραίτητο συμπλήρωμα του εισοδήματός τους και κατά συνέπεια παίζουν σταθεροποιητικό ρόλο. Αν διαταραχθεί η συμβολή των άμεσων ενισχύσεων στο γεωργικό εισόδημα τότε ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα θα καταστεί μη βιώσιμος, με κίνδυνο να εγκαταλειφθούν.
Επομένως το θέμα πρέπει να εξεταστεί και να αξιολογηθεί με ιδιαίτερη προσοχή και όχι απλοϊκά και επιφανειακά με μόνο κριτήριο την ανά εκτάριο ενίσχυση. Διαφορετικά το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό για τη χώρα μας.
Η πρόταση της Επιτροπής για τη διαμόρφωση ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου το οποίο θα καλύπτει και τους δύο πυλώνες και θα αξιολογείται και θα εγκρίνεται από την ίδια προκαλεί
ανησυχίες σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, την πολυπλοκότητα των δεικτών, την αύξηση της γραφειοκρατίας και του διοικητικού βάρους στις εθνικές διοικήσεις και θέτει σε αμφισβήτηση την έγκαιρη καταβολή των άμεσων ενισχύσεων.
Μια τέτοια προσέγγιση δεν θα εξυπηρετήσει την απλούστευση της ΚΑΠ. Οι συνδεδεμένες ενισχύσεις αποτελούν ένα ουσιαστικό εργαλείο στη διάθεση των κρατών-μελών με το οποίο θα μπορούν να στηρίξουν τομείς στη βάση της εθνικής τους πολιτικής. Είναι αναγκαίο να συνεχιστεί με αποκλειστική ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και μετά το 2020, καθώς η ΚΑΠ οφείλει να συνεχίσει να διαδραματίζει τον σημαντικό ρόλο της στην ενίσχυση της απασχόλησης και του κοινωνικο-οικονομικού ιστού της υπαίθρου.
Ο κ. Βαγγέλης Αποστόλου είναι υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων