Το Βήμα» έχει φιλοξενήσει αρκετά δημοσιεύματα το τελευταίο διάστημα σχετικά με ορθογραφικά θέματα της νέας ελληνικής. Ολα σχεδόν (με εξαίρεση το ατυχές άρθρο της κυρίας Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου, «Το Βήμα» 31.8.97) ανήκουν στο συνάδελφο Γ. Μπαμπινιώτη (μνημονεύω κατά σειρά: «Οι ξένες λέξεις της Ελληνικής» 22.6.97, «Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων» 20.7.97 και «Επιστημονική ετυμολογία των λέξεων» 21.9.97). Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης υποστηρίζει, σωστά, ότι με τις ξένες λέξεις που πέρασαν στη γλώσσα μας, οι οποίες παλαιότερα γράφονταν ιστορικά / ετυμολογικά, όπως δηλαδή στη γλώσσα από την οποία προέρχονταν, «άρχισε βαθμηδόν να εφαρμόζεται όλο και περισσότερο η αρχή της απλογραφήσεως». Η απλοποίηση αυτή στη γραφή των ξενικής προέλευσης λέξεων υπήρξε αναγκαία, γιατί δεν είναι δυνατό να χρειάζεται ο Νεοέλληνας να ξέρει καλά ξένες γλώσσες (ιταλικά, γαλλικά κ.ά.) και λατινικά, για να γράφει ορθά πάγκοινες λέξεις στα νέα ελληνικά, καθώς κασέτα, μακέτα, κασκέτο, πακέτο, πιατέλα, μπισκότο, καπέλο, κοπέλα, ακουμπώ, τσιρότο, κανέλα, πίτα κτλ. Σύμφωνοι λοιπόν στην απλοποίηση της ορθογραφίας των ξένων λέξεων. Τι γίνεται όμως με τη γραφή των λέξεων ελληνικής καταγωγής;


Εδώ η αρχή που εφαρμόζεται, από 50 χρόνια τώρα, είναι η απλοποιημένη ιστορική ορθογραφία. Αυτό σημαίνει ότι στα νέα ελληνικά διατηρείται η ορθογραφία των αρχαίων ελληνικών λέξεων οι οποίες σώζονται αυτούσιες σήμερα (παραλείπονται η υπογεγραμμένη και η δασεία στο αρκτικό ρ): εκκλησία, κόκκος, μέταλλο, απαράμιλλος, βλέμμα, πλημμέλημα, γενναίος, τύραννος, ιππικό, απορροφώ, κυπαρίσσι, συσσίτιο, περιττός, ελάττωμα κτλ. Αλλά οι μεταγενέστερες λέξεις (που προήλθαν από τις αρχαίες ελληνικές, όμως δεν έχουν φανερή σχέση με τις αρχαίες, γιατί άλλαξαν φωνητική μορφή) καθώς και οι μεταχριστιανικές λέξεις και καταλήξεις ξένης καταγωγής μεταγράφονται φωνητικά, με τον απλούστερο τρόπο. Ετσι γράφουμε κουκί, γιατί δε μας θυμίζει το κόκκος από το οποίο προέρχεται (το κόκκος, όπως και τα παράγωγά του κόκκινος, -ίζω, -ιστός κ.ά., γράφεται με δύο κ), αγόρι (ενώ θα γράψουμε άωρος), στουπί-στουπόχαρτο κτλ. (ενώ θα γράψουμε στύππη, -είον), κότα, κουλούρι (αλλά κολλύριον), κουκουνάρι (αρχ. κόκκων), κλώσα (αρχ. ρ. κλώσσω), φτιά(χ)νω (*ευθειάζω), τραβώ (τραυώ, ταύρος), λιώνω (λείος), ξιπάζω (εκσυσπώμαι ή εξιππάζομαι), στριμώχνω (μεταγ. στρύμοξ), τσίνουρο (μεταγ. κύναρος) κ.ά.


Η άναρχη γραφή


Αυτή η διαφορετική ορθογραφική μεταχείριση των αρχαίων ελληνικών λέξεων (όπου τηρούμε την αρχαία ορθογραφία) και των νεοελληνικών λέξεων (όπου γράφουμε απλούστερα) μπορεί να προκαλέσει το εύλογο ερώτημα αν ο μέσος Ελληνας είναι σε θέση να ξεχωρίζει ποιες είναι αρχαίες λέξεις και ποιες νέες. Πιστεύω πως είναι εύκολο να διακρίνουμε π.χ. απορροφώ (με δύο ρ, αρχαίο) αλλά ξαναρουφώ (μ’ ένα ρ, νεοελληνικό), εμπορορράπτης (με δύο ρ, σύνθετο αρχαιοπινές) – φραγκοράφτης (μ’ ένα ρ, νεοελληνικό), απορρίπτω – ξαναρίχνω κτλ. Δηλαδή, με άλλα λόγια, δε χρειάζεται να ξέρει κανείς ποιες είναι αρχαίες ή αρχαιότροπες λέξεις, γιατί αυτό φαίνεται με την πρώτη ματιά. Π.χ. ότι τα ροφώ, ράπτης, ρίπτω κ.τ.ό. είναι αρχαία ή ότι τα ρουφώ, ράφτης, ρίχνω κ.τ.ό. είναι νεοελληνικά.


Το θέμα είναι ότι η αρχή αυτή πρέπει να ακολουθηθεί με συνέπεια, δηλαδή κάθε αρχαία ελληνική λέξη, που διατηρείται αυτούσια στη γλώσσα μας, να τη γράφουμε όπως γραφόταν στα αρχαία, και κάθε μεταγενέστερη λέξη να τη γράφουμε με τον απλούστερο τρόπο, όποια και να είναι η ετυμολογία της. Αν την εφαρμόσουμε επιλεκτικά, κατά περίπτωση, θα δώσουμε την εντύπωση ότι η γλώσσα μας γράφεται άναρχα (κάτι που αποτελούσε συνήθεια στο παρελθόν, όταν ακουγόταν από τον καθέναν το «εγώ αυτό το γράφω έτσι»!). Οτι αυτή η εικόνα της αναρχίας στη γραφή της γλώσσα μας δεν είναι υποθετική, θα φανεί από την παράθεση γραφών που είναι παρμένες από δύο εγκυρότατα έργα (τα οποία πολλές φορές επικαλείται ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης), και τα δύο αγαπητών μου δασκάλων: Το Ετυμολογικό Λεξικό του Ν.Π. Ανδριώτη και τη Νεοελληνική Γραμματική του Α.Γ. Τσοπανάκη. Και στα δύο αυτά έργα υπάρχουν γραφές δεινά αλληλοσυγκρουόμενες.


Στο Ετυμολογικό Λεξικό του Ν.Π. Ανδριώτη:


-έλλι: παιδαρέλλι, σκουτέλλι, κοκκινέλι, αλλά και κρικέλι, κοπέλι, κουρέλι, τριβέλι.


-αρειό: κεραμιδαρειό, πλυσταρειό, σκουπιδαρειό κτλ. αλλά και καμπαναριό (αλλού καμπαναρειό).


νουβέλλα αλλά και δαντέλα, κορδέλα κ.ά., ετικέττα, μαριονέττα αλλά και μακέτα, κοκέτα, οπερέτα κ.ά. καθώς και καβαλέτο, καμινέτο, κασκέτο, πακέτο.


-ένω: (αρχ. -ύνω): αλαφρένω, βαθένω, βαρένω, κοντένω, πληθένω, πλουτένω κτλ.


βάκιλλος, κωδίκελλος, αλλά λίβελος (libellus).


κελί (cella) αλλά σύγκελλος.


τόνος (το ψάρι, ιτ. tonno, ελλ. θύννος) αλλά τόννος (μον. βάρους, γαλλ. tonne).


καναβούρι αλλά καννάβι (και τα δύο από το αρχ. κάνναβις).


ρεφρέν (refrain), φαντεζί (fantaisie), φασαμέν (face-à-main), κομπινεζόν (combinaision), αλλά πορτραίτο (portrait), σαιζόν (saison), σαιζλόγκ (chaise longue), κ.ά.


Στη Νεοελληνική Γραμματική του Α.Γ. Τσοπανάκη:


-έλλα και -έλα:


κανέλλα, κοπέλλα, κορδέλλα, μανιβέλλα, μασέλλα, μπαγκατέλλα, ομπρέλλα, φανέλλα, φουστανέλλα κ.ά. και καραμέλα, σαρδέλα, προπέλα κ.ά.


-έττα και -έτα:


βεντέττα, βιολέττα (756), γαλέττα, κορβέττα, οπερέττα, ροζέττα, φαλτσέττα, ετικέττα, ζακέττα κ.ά. αλλά και ρετσέτα, φουρκέτα, ρουκέτα, βιολέτα (770), βινιέτα, κοτολέτα, κροκέτα, μακέτα, μπαγκέτα, ρακέτα, ρουλέτα κ.ά.


-έττο και -έτο:


γκέττο, κουφέττο, ντουέττο, πακέττο, σονέττο, σπαγέττο κ.ά. αλλά και κασκέτο, λιμπρέτο, μπιλιέτο, στιλέτο, ταπέτο, φιλέτο κ.ά.


-όττο και -ότο:


μπουρλόττο, τσιρόττο κ.ά. αλλά και καρότο κ.ά.


άσσος, πεσσιμισμός, πρέσσα, λάσσο κ.ά. αλλά και λούσο, μπάσος, μισεύω, φουσάτο, κάσα, -έτα κ.ά.


βούλλα, καβάλλα κτλ., καβαλλίνα, κελλί, μαξιλλάρι, κολλάρο κ.ά. αλλά και καλιγώνω, πενικιλίνη, μυδράλιο κ.ά.


κάννουλα, πέννα κ.ά. αλλά και νονός, κανόνι κ.ά.


γκάμμα, γόμμα κ.ά. αλλά και σούμα· ποντίφηκας αλλά και πρίγκιπας· κομπιναιζόν, φανταιζί αλλά φασαμέν· τρόλλεϋ, χόμπυ αλλά τσέρι· λυντσάρω αλλά μιλαίδη· βαττ αλλά κιλοβάτ (σ. 785, 788) και κιλοβάττ (808) κ.ά.


Ετυμολογικές δεσμεύσεις


Υστερα απ’ αυτά γίνεται, πιστεύω, φανερό ότι ούτε η καθιέρωση της ιστορικής / ετυμολογικής αρχής στην ορθογραφία μας είναι δυνατή (γιατί θα μας οδηγούσε σε γραφές όπως Βασίλεις, Δημήτρις, Γιάννης, πηγαινωερχομός κτλ., που έγραφαν παλαιότερα, ή όπως πασσαλείφω, λειανός, -ικός, φιλαινάδα, ζηλειάρης, νηνί, τσυρίδα, τσύνουρο, ζβέρκος, ήσκα, ρωδάκινο, τσευδός, τσητώνω, ψιλικατζήδικο κττ., που γράφει ο Ν.Π. Ανδριώτης στο Ετυμολογικό Λεξικό του) ούτε η επίκληση των γραφών ενός ετυμολογικού ή ιστορικού λεξικού σκόπιμη, γιατί το ετυμολογικό λεξικό από τη φύση του είναι υποχρεωμένο να εφαρμόζει την ορθογραφία της ετυμολογίας, αλλιώς θα φαίνεται ανακόλουθο. Είναι πρόδηλο ότι στο σημείο αυτό, επαναλαμβάνοντας βασικά τις απόψεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (του μόνου που αντιμετώπισε συνολικά το πρόβλημα της νεοελληνικής ορθογραφίας), δε συμφωνώ με τη θέση του συναδέλφου κ. Γ. Μπαμπινιώτη για την αποκλειστικότητα της ιστορικής / ετυμολογικής αρχής στη νεοελληνική ορθογραφία.


Τέλος θα ήθελα να σημειώσω ότι στο θέμα της γραφής της γλώσσας μας ­ που είναι σε μεγάλο βαθμό συμβατική, όπως είδαμε ­ δε χωράνε προσωπικές προτιμήσεις και απόψεις. Η πολιτεία από το 1976 έχει υιοθετήσει μια γραμματική, τη γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη, μαζί με την ορθογραφία αυτής της γραμματικής. Μπορεί να μας ενοχλούν κάποιες γραφές του Μ. Τριανταφυλλίδη (προσωπικά ομολογώ ότι με ενοχλούν γραφές όπως π.χ. του χλωμός και του βρωμώ, με τα παράγωγά τους), αυτό όμως δε μας δίνει το δικαίωμα ­ όσο αυτή η γραμματική είναι επίσημα καθιερωμένη ­ να διαφοροποιούμαστε ορθογραφικά, όπως συμβαίνει και με πρόσωπα και με οργανισμούς (TV), όπου βλέπουμε γραφές καθώς μακέττα, ετικέττα, πρωΐ, βρεταννικός, μπύρα, αφτί1, ήσκιος, τραίνο κτλ. Το επιχείρημα ότι οι γραφές αυτές είναι ιστορικά / ετυμολογικά δικαιολογημένες οδηγεί, όπως είδαμε πριν, σε αδιέξοδο. Χρειάζεται λοιπόν απ’ όλους μας κάποια ορθογραφική πειθαρχία, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συμμόρφωσή μας, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε, με την ορθογραφία της επίσημα καθιερωμένης από την πολιτεία γραμματικής ­ όποια κι αν είναι αυτή.


1. Για την ορθογραφία των αυγό και αυτί, τον μόνο που δεν επιτρέπεται να επικαλούμαστε είναι ο Μ. Τριανταφυλλίδης. Γιατί τις ετυμολόγησε και έδειξε ότι η ετυμολογικά σωστή γραφή τους θα ήταν αβγό και αφτί. Ομως ο ίδιος τις έγραψε αυγό και αυτί (Γραμμ. παρ. 1091), γιατί έτσι είχαν συνηθιστεί.


Ο κ. Δημήτρης Τομπαΐδης είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Γλώσσας στο ΑΠΘ.