ΤΗΝ Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος θα απασχολήσει σε προσεχή έκτακτη συνεδρία της, εάν και όταν συγκληθεί, η πλήρωση δύο κενών μητροπολιτικών θρόνων. Πρόκειται για τη Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης και τη Μητρόπολη Κυθήρων. Κατά σύμπτωση και οι δύο Μητροπόλεις χήρευσαν μετά παραίτηση για λόγους υγείας των Μητροπολιτών που τις κατείχαν. Και στις δύο περιπτώσεις οι παραιτήσεις είχαν μία όχι ευχάριστη προϊστορία.


Ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός), μετά μακρά ασθένεια, υπέβαλε την παραίτησή του εν όψει της επικείμενης εξετάσεώς του από την κατά νόμο επιτροπή, η οποία επρόκειτο να αποφανθεί εάν ήταν ικανός να εκπληρώνει τα καθήκοντά του. Ο πολιός Ιεράρχης, ο οποίος υπήρξε εκ των διεκδικητών του αρχιεπισκοπικού θρόνου το 1974, εξεδήμησε λίγο χρόνο μετά την υποβολή της παραιτήσεώς του.


Ο Μητροπολίτης Κυθήρων Ιάκωβος (Κορόζης) υπέβαλε την παραίτησή υπό την πίεση των καταγγελιών για ηθικά και άλλα έκτροπα στην περιοχή ευθύνης του, τα οποία μάλιστα επί μακρόν απασχόλησαν συγκεκριμένες τηλεοπτικές εκπομπές και υπό τη δαμόκλειο σπάθη της αποφάσεως της Διαρκούς Συνόδου να τον θέσει επί εξάμηνο σε διαθεσιμότητα.


Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος όταν συνέρχεται για την πλήρωση κενής Μητροπόλεως οφείλει να εξετάσει αρχικώς αν πρόκειται να πληρώσει τη συγκεκριμένη Μητρόπολη με μετάθεση, κατά την εκκλησιαστική ορολογία «διά καταστάσεως», ή με εκλογή.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου ειδικώς για τη Μητρόπολη Κυθήρων, φρονώ ότι η Ιεραρχία οφείλει να ασχοληθεί προ παντός άλλου με το ερώτημα αν θα πρέπει καν να εκλεγεί νέος Μητροπολίτης και κατ’ επέκταση αν υπό το ισχύον σήμερα σύστημα διοικητικής οργανώσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος θα πρέπει να συνεχίσει υφισταμένη η Μητρόπολη Κυθήρων. Και εξηγούμαι.


Η Εκκλησία της Ελλάδος, όσο και αν αυτό ξενίζει, διέπεται από ένα τελείως αντικανονικό σύστημα διοικητικής οργανώσεως.


Ηδη ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850, με τον οποίο αναγνωρίσθηκε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, γνωρίζει και μνημονεύει το κανονικό σύστημα διοικητικής διαρθρώσεως των εκκλησιαστικών επαρχιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές. Αλλά και η εμφορούμενη από σαφώς πολιτειοκρατικό πνεύμα εκκλησιαστική νομοθεσία της Αντιβασιλείας επί Οθωνα σεβάστηκε και διατήρησε την κανονική διάκριση των εκκλησιαστικών επαρχιών σε Μητροπόλεις, ακριβέστερα μία, των Αθηνών, σε Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές.


Το ίδιο καθεστώς υιοθετούν και οι μεταγενέστερες Πράξεις με τις οποίες προστέθηκαν οι εκκλησιαστικές εκείνες περιοχές που συναπαρτίζουν σήμερα την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866 περί υπαγωγής των Επαρχιών της Επτανήσου στην Εκκλησία της Ελλάδος μνημονεύει Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές, μάλιστα αυτή των Κυθήρων και Επισκοπές· η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882 περί υπαγωγής των επαρχιών Ηπείρου και Θεσσαλίας κάνει επίσης λόγο για Μητροπόλεις με Επισκοπές.


Ατυχώς, με νόμο του 1922 όλες οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάστηκαν Μητροπόλεις και οι αρχιερατεύοντες σε αυτές Μητροπολίτες. Τη ρύθμιση αυτή ακολούθησε με πρωτοφανή συνέπεια η εκκλησιαστική νομοθεσία έως σήμερα. Θεωρήθηκε μάλιστα παράδειγμα προς μίμηση και για τις Επισκοπές της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης, οι οποίες και αυτές με νόμο του 1967 μετονομάστηκαν σε Μητροπόλεις, ενώ ο Μητροπολίτης Κρήτης έλαβε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου.


Οι Ιεροί Κανόνες εξάλλου, και σε πλήρη με αυτούς συμφωνία οι βυζαντινοί και νεότεροι σχολιαστές τους, ρητώς απαγορεύουν την εγκατάσταση Επισκόπου σε κάποια μικρή πόλη ή κώμη, οι ανάγκες των οποίων μπορούν να καλυφθούν από «επισκόπους περιοδευτάς», θα λέγαμε σήμερα εξάρχους. Λόγος της απαγορεύσεως αυτής, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση της συνόδου της Σαρδικής, είναι να «μη κατευτελίζηται το του επισκόπου όνομα και η αυθεντία».


Η ίδρυση λοιπών Επισκοπών, πόσο μάλλον Μητροπόλεων, δεν είναι δυνατό να γίνεται με τη συνένωση κωμών και χωρίων και κατ’ επέκταση η εκ νέου πλήρωσή τους οφείλει να λαμβάνει σοβαρώς υπόψη τόσο την ενεστώσα κατάσταση όσο και τις προοπτικές της περιοχής και να μη χωρεί οιονεί μηχανικώς για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων.


Η Εκκλησία της Ελλάδος επανειλημμένως επιδίωξε στο παρελθόν την επίλυση προβλημάτων της με την ίδρυση νέων Μητροπόλεων. Ολως προχείρως υπενθυμίζω την ίδρυση οκτώ νέων Μητροπόλεων το 1974 και επτά προσωρινών και προσωποπαγών Μητροπόλεων το 1991. Ο αριθμός των Μητροπόλεων και των Μητροπολιτών είναι ήδη υπερβολικός για την Εκκλησία της Ελλάδος. Θα ήταν λοιπόν μια γενναία πράξη εκ μέρους της να προβεί κάποτε και σε συνένωση κάποιων Μητροπόλεων.


Εκτός εάν η Ιεραρχία αποφασίσει να κινηθεί προς μία ακόμη πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, προς την επαναφορά δηλαδή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο αρχέγονο μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, όπως από πολλές δεκαετίες και από πολλές πλευρές έχει ζητηθεί. Σε ένα τέτοιο σύστημα θα είχε θέση και η (Αρχι)Επισκοπή Κυθήρων.


Και για να προλάβω τη μήνιν ορισμένων: Η Διαρκής Σύνοδος αφού έκανε δεκτή την παραίτηση του Μητροπολίτη Κυθήρων αποφάσισε τη συνένωση της Μητροπόλεως αυτής με τη γειτονική Μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου, όπως τουλάχιστον ανακοινώθηκε στο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της Εκκλησίας («Εκκλησιαστική Αλήθεια», 16.10.1997, σ. 8). Και έκτοτε δεν μεσολάβησε κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αλλαγή πορείας στο συγκεκριμένο ζήτημα…


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.