Κατά καιρούς διαβάζω διάφορους οικονομικούς αναλυτές που επικαλούνται αξιολογήσεις διεθνών οίκων για να κάνουν κατανοητό ότι η οικονομία έχει αρχίσει να συνέρχεται. Να με κάψει ο Θεός, αλλά μόνο έναν δείκτη βελτίωσης της οικονομίας αναγνωρίζω: τα λουλούδια στα μπουζούκια.
Παλιά σπάγανε πιάτα –πράγμα λογικότερο, αφού τα σπασίματα είναι συνώνυμο του σαματά. Τα λουλούδια εμφανίστηκαν πολύ αργότερα –μάλλον στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σίγουρα σε μια εποχή που το χρήμα άρχισε να κυκλοφορεί. Η αλήθεια είναι ότι οι λουλουδοπόλεμοι ήταν απότοκο μάλλον του μαύρου χρήματος –αλλά ας μην είμαστε και ρατσιστές: σημασία έχει ότι, όπως όλοι οι πόλεμοι, έγραψαν ιστορία.
Πρέπει να πω ότι μολονότι σε τέτοιους έχω πάρει μέρος, τους θεωρούσα κομμάτι ανόητους, μέχρι που κάποτε πήγα δύο ιταλούς φίλους μου σε ένα μεγάλο μαγαζί της Συγγρού για να πάρουν μια γεύση από την ελληνική νύχτα: ο ένας, καλός δημοσιογράφος, ο άλλος, τραγουδιστής που είχε έρθει στην Ελλάδα να κάνει ένα ντουετάκι με έναν δικό μας σταρ –στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αυτά ήταν της μόδας. Ο δημοσιογράφος ενθουσιάστηκε και φεύγοντας πήρε κάμποσα CD με live προγράμματα. Ο τραγουδιστής όμως ξετρελάθηκε όταν είδε τόνους από λουλούδια να πέφτουν από τα πρώτα τραπέζια και με ρώτησε αν θα τα πετούσαν και στον ίδιο σε περίπτωση που έπαιρνε το μικρόφωνο. «Είναι υπέροχο αυτό που κάνετε» είπε. «Είναι ένας ωραίος τρόπος να εμψυχώνετε τον τραγουδιστή δείχνοντάς του πόσο τον αγαπάτε –δεν χρειάζεται να ξοδεύει κανείς πολλά για να δείξει τη χαρά του». Του εξήγησα ότι οι ρίψεις κοστίζουν και όταν κατάλαβε πόσο, έμεινε άφωνος –μεταξύ μας, η φωνή του δεν ήταν και σπουδαία. Ο θαυμασμός του όμως για αυτή την τρέλα μεγάλωσε: «Πουθενά στον κόσμο δεν ξοδεύουν τόσο πολλά για κάτι τέτοιο» είπε. Και είχε δίκιο.
Στα χρόνια της κρίσης η νύχτα έπαθε ζημιές μεγάλες. Τα πιο πολλά μαγαζιά ανοίγουν το πολύ δύο ημέρες (ή μάλλον βράδια) την εβδομάδα, ενώ άνοιγαν πέντε –το κέφι σπανίζει. «Κάποτε τραγουδούσα για ανθρώπους που σκέφτονταν τις αγάπες τους, τώρα τραγουδάω και βλέπω πελάτες που σκέφτονται ότι έχουν να πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ» μου είχε πει κάποτε ένας φίλος τραγουδιστής που τη νύχτα την ξέρει. Τα νυχτοκάματα μειώθηκαν, η σεζόν έγινε μικρότερη, ο κόσμος βγαίνει σπάνια. Αλλά τα λουλούδια υπάρχουν πάντα –απλώς πλέον πέφτουν λιγότερα. Και δεν αναφέρομαι σε αυτά που πετάνε όσοι κάθονται στα πρώτα τραπέζια: κάποιοι λίγοι τρελοί που έχουν διάθεση να δουν τον τραγουδιστή σκεπασμένο από δίσκους αραιά και πού εμφανίζονται. Μιλάω κυρίως για αυτά που παίρνουν όσοι κάθονται πιο πίσω και που το κάνουν για να τα πετάξουν στο κορίτσι: αυτά είναι το μέτρο της ευημερίας. Το κορίτσι πάντα θα χορεύει τα τσιφτετέλια του και θα τα χαίρεται και με κρίση και χωρίς αυτήν: αλλά αυτή η ρημάδα θα περάσει μόνο αν ξαναδούμε το παλικάρι να τη ραίνει χωρίς να σκέφτεται αν θα πέσει «ψαλίδι» στον μισθό ή πού, διάβολε, θα βρει τα χρήματα για να εξοφλήσει τις πιστωτικές.
Θα πει κάποιος ότι με αυτά που γράφω ενθαρρύνω αυτή την παλαβομάρα –δεν νομίζω ότι το πράγμα έχει ανάγκη ενθάρρυνσης και καμία καταγγελία δεν θα σταματήσει τις ρίψεις: πρόκειται για τελετουργικό που σχετίζεται με τον χώρο και τις παραδόσεις του. Οποιος μάλιστα πάει στα μπουζούκια, αν δει ότι στον τραγουδιστή δεν πετάνε τα λουλούδια που κάποτε πετούσαν, στενοχωριέται, λες και είναι συνέταιρος του καταστηματάρχη. Θα ήθελε να έχει λεφτά να πετάει αυτός, να συζητάνε όλοι για τη σπατάλη του με θαυμασμό, να λένε στους τριγύρω ποιος είναι και για ποιον λόγο κάνει τη «ζημιά»: θα το ήθελε με την καρδιά του. Εξ ου και η βεβαιότητά μου ότι το μόνο σημάδι πως η κρίση έχει περάσει είναι τα λουλούδια. Γι’ αυτό και όταν τα βλέπω να λιγοστεύουν θα ‘θελα να πάρω το μικρόφωνο και σαν διαδηλωτής να φωνάξω: «Κάντε (και) έρωτα και λουλουδοπόλεμο»…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ