Διανύουμε την εποχή της ευκολίας. Ολα βολικά, άκοπα, ανώδυνα, ανεπαίσθητα, άμοχθα. Με ένα κλικ, ένα χάιδεμα της οθόνης, μια φωνητική εντολή, ένα δακτυλικό αποτύπωμα, ένα facial recognition τζίνι και όλες οι μαγικές πόρτες της καθημερινότητας ανοίγουν. Χωρίς προσπάθεια, άσκοπη ενέργεια και αναμονή. Είμαστε όλοι πλέον τόσο εθισμένοι που δεν γνωρίζουμε (ή έχουμε ξεχάσει) την προηγούμενη, πιο κοπιώδη ζωή μας. Και γιατί άλλωστε; Είναι σαν να έχεις συνηθίσει να βλέπεις την αγαπημένη σου σειρά στο Netflix (5 μαζεμένα επεισόδια του «Luther» κάθε βράδυ) και κάποιος ξαφνικά να σου πει: «Οχι, δες σήμερα μόνο ένα επεισόδιο. Το επόμενο θα το δεις σε μία εβδομάδα την ίδια ημέρα και ώρα!».
Ναι, στην εποχή της Τριπλής Επανάστασης (Internet, smartphones, μέσα κοινωνικής δικτύωσης), η ευκολία έγινε η απόλυτη κατάκτηση. «Αν το θελήσω, μπορώ να ζήσω για μερικές ημέρες χωρίς να σηκωθώ από το κρεβάτι μου» μου έλεγε ένας 25χρονος Ελληνας που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. «Μπορώ να δουλέψω, να επικοινωνήσω, να ακούσω μουσική στο Spotify, να παίξω Candy Crush, να ενημερωθώ, να βρω στο LinkedIn θέσεις εργασίας, να βρω ερωτικό σύντροφο, ακόμη και να κάτσω να κρυφακούσω τα κυνικά ή γελοία σχόλια και κουτσομπολιά που ακούγονται στο ασανσέρ της Goldman Sachs (σ.σ.: μέσω του #GS Elevator στο Τwitter). Από το iPhone μου μπορώ να καλέσω ταξί (υβριδικό και πολύ φθηνό), να διαβάσω το καινούργιο βιβλίο του Νταν Μπράουν, να βρω και να κλείσω τα πιο φθηνά αεροπορικά εισιτήρια, να ελέγξω τον τραπεζικό λογαριασμό μου, να παραγγείλω φάρμακα, να βρω καθαρίστρια για το σπίτι, να δω πόσο χρόνο ακριβώς χρειάζομαι για να πάω στο τάδε μέρος ή ποια γραμμή του μετρό είναι σήμερα κλειστή».
«Στις ανεπτυγμένες χώρες του 21ου αιώνα, η ευκολία –ήτοι, πιο αποτελεσματικοί και απλοί τρόποι να φέρεις εις πέρας ατομικές εργασίες –αναδύεται ως η επικρατούσα δύναμη που διαμορφώνει τις προσωπικές μας ζωές και τις οικονομίες μας» έγραφε πρόσφατα στους «New York Times» ο Τιμ Γου σε ένα αριστουργηματικής διεισδυτικότητας άρθρο για την τυραννία της ευκολίας. Η ευκολία (convenience) είναι στην πραγματικότητα σήμερα η απόλυτη αξία. Οπως το έθεσε εσχάτως ο συνιδρυτής του Twitter, Ιβαν Γουίλιαμς: «H ευκολία αποφασίζει για τα πάντα».
Οσοι τολμούν να αντισταθούν είναι λίγοι και συνήθως άνω των 35 (καθότι έχουν προλάβει το «πριν» και μπορούν να το επανεκτιμήσουν). Ενας 40χρονος φίλος μου ερασιτέχνης φωτογράφος μού εξηγούσε προ ημερών πώς στον αιώνα των selfie sticks και του «έχω περασμένες στο κινητό 6.000 φωτογραφίες και ας μην τις βλέπω ποτέ», ο ίδιος έκανε τη μικρή του ατομική επανάσταση. Παράτησε την ψηφιακή κάμερα και πήρε μια φτηνή αναλογική. Αρχισε να μου απαριθμεί τις δυσκολίες που συναντά πλέον: χειροκίνητη εστίαση, φωτομέτρηση, μεγαλύτερο κόστος (10 ευρώ για αγορά και εμφάνιση σε ένα 36άρι φιλμ). «Κι όμως, το φιλμ έχει μεγαλύτερη ανοχή στο λάθος». «Τι εννοείς;» τον ρώτησα. «Οτι ένα λάθος το οποίο στην ψηφιακή φωτογραφία φαίνεται, στο φιλμ αποκτά μια γοητεία». Επέμεινε μάλιστα ότι δεν πρόκειται για μια ναρκισσιστική ρετρολαγνεία ή «χιπστεριά». Η δυσκολία στη διαδικασία της λήψης και της εμφάνισης του άλλαξε τη θέαση της φωτογραφίας. Ισως και του κόσμου.
Γι’ αυτούς που δεν έχουν ζήσει το «πριν», η ευκολία είναι μονόδρομος. Ο Τιμ Γου αναφέρει μεταξύ άλλων τις επιπτώσεις της αδυναμίας τού (γεννημένου μεταξύ 1980 και 2000) millennial να περιμένει για το οτιδήποτε: «Οταν μπορείς να πηδήξεις την ουρά και να αγοράσεις τα εισιτήρια από το κινητό σου, το να περιμένεις στην ουρά για να ψηφίσεις είναι εκνευριστικό». Δασκάλα αγγλικών μού έλεγε προ ημερών ότι (στον γαλαξία του Google Translate) έχει συναντήσει παιδί της Ε’ Δημοτικού που δεν έχει ανοίξει ποτέ λεξικό!
Συνηθίζουμε να τα κάνουμε όλα άμοχθα, ανίδρωτα, χτίζοντας μια κουλτούρα βαθιάς, διαβρωτικής ευκολίας. Δεν κοπιάζω για τίποτα σημαίνει χάνω ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα ζωής σε αυτή τη μικρή, επίγεια βόλτα που μου έχει παραχωρηθεί.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ