Η 200ή επέτειος από τη γέννηση του Διονυσίου Σολωμού αποτελεί μια πρόκληση για να επαναθέσουμε μερικά ερωτήματα που υποβάλλει η εξαιρετικά μακρόχρονη και αδιάκοπη παρουσία της μορφής και του έργου του στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και του νεοελληνικού πολιτισμού: Ποιος ο ρόλος και ποια η θέση και η επίδραση του Σολωμού στη νεοελληνική ποίηση και, γενικότερα, λογοτεχνία; Τι σημαίνει, σήμερα πια, η καθιέρωσή του ως «εθνικού ποιητή»; Ποιος ο ρόλος του στη διατύπωση και στη λύση του «γλωσσικού ζητήματος»; Ποιος ο ρόλος του για την ανάπτυξη της νεοελληνικής κριτικής, φιλολογίας και γραμματολογίας; Ποιος ο ρόλος του για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής «εθνικής» αυτοσυνείδησης και ιδεολογίας; Πώς είδαν τον Σολωμό και το έργο του οι σύγχρονοί του και οι νεότεροι Ελληνες μέσα από τα τελευταία 170 τόσα χρόνια;


Θα αρχίσω από το τελευταίο ερώτημα, επισημαίνοντας, σε ρυθμό accelere, μόνο τις κυριότερες φάσεις του, επειδή η απάντηση σ’ αυτό συμπαρασύρει την απάντηση και σε όλα σχεδόν τα άλλα:


Η πρώτη, τριπλή και επιβλητική, «εμφάνιση» του Σολωμού στην Ελλάδα σημειώθηκε το κρίσιμο έτος της Ελληνικής Επανάστασης 1825, όταν ο ίδιος ήταν 27 χρόνων. Το έτος αυτό (1825) κυκλοφόρησε μέσα στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι η πρώτη ελληνική έκδοση του Υμνου εις την Ελευθερίαν ­ και το ίδιο έτος δημοσιεύτηκαν δύο κριτικές παρουσιάσεις του: η πρώτη, συντομότερη, από τον Σπ. Τρικούπη στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος στο Ναύπλιο και η δεύτερη, εκτενέστερη, από τον Γ. Ψύλλα στην Εφημερίδα των Αθηνών.


Ηδη αυτή η πρώτη, τριπλή, παρουσία επιβάλλει μερικές αποφασιστικές διαπιστώσεις: α) σε αντίθεση με τις σύγχρονές του Ωδές (1824/26) του Κάλβου, ο Υμνος (1823) του Σολωμού λειτουργούσε άμεσα και μέσα στον επαναστατημένο ελλαδικό χώρο· β) οι βιβλιοκρισίες του Τρικούπη και ιδίως του Ψύλλα για τον Υμνο επισημαίνουν την έναρξη της νεοελληνικής κριτικής με την κύρια σημασία του όρου· γ) ενώ το προηγούμενο έτος (1824) είχε ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος, ο Σολωμός παρουσιάζεται στον Υμνο (στρ. 141-150) ως κήρυκας της εθνικής ενότητας· δ) ο Ψύλλας χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σ’ αναφορά με το έργο αυτό του Σολωμού, τον όρο «εθνική ποίησις» και ταυτόχρονα ιδρύει τη γενεαλογία αυτής της «εθνικής ποίησης»: Κορνάρος – Χριστόπουλος – Ρήγας – Σολωμός.


Η αντίθεση «Αθήνα – Επτάνησα»


Το σκηνικό θα αλλάξει άρδην μετά την ίδρυση του πυγμαίου ελληνικού κράτους: στα 1833, αμέσως μετά την άφιξη του Οθωνα, ο Αλέξανδρος Σούτσος απευθύνει τη διαβόητη έμμετρη Επιστολή προς τον βασιλέα Οθωνα, στην οποία (στρ. 55) υπάρχουν και οι δύο πολυσυζητημένοι στίχοι: Ο Κάλβος και ο Σαλομός ωδοποιοί μεγάλοι, / κ’ οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη. Η συνολική ανάγνωση του πολύστροφου αυτού στιχουργήματος επιτρέπει να εννοηθεί ότι ο νέος φαναριώτης ποιητής συνιστά στον νεαρό άνακτα την κάστα του και την απόρριψη, κατ’ αντιπαράθεση, του επτανησιακού ποιητικού – πολιτιστικού «παραδείγματος», όπως αυτό εκπροσωπείται από τους δύο κορυφαίους ζακυνθινούς ποιητές, και την απόρριψη αυτή θα προσεπικυρώσει, απροσχημάτιστα, στα 1851 ο αδελφός του Αλεξάνδρου Παναγιώτης Σούτσος.


Η βασική αυτή αντίθεση «Αθήνα – Επτάνησα» με επίκεντρο και άλλοθι τον Σολωμό θα διευρυνθεί σ’ ένα ταυτόχρονα γλωσσικό, λογοτεχνικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό χάσμα στις επόμενες δεκαετίες, ως την εμφάνιση του Παλαμά (1885)· οι σποραδικές φωνές που θα ακουστούν από το αθηναϊκό και φαναριώτικο κέντρο θα είναι φανερά ή υπαινικτικά απορριπτικές για τον Σολωμό και τα ελάχιστα ποιήματά του (Φαρμακωμένη, Λάμπρος κ.ά.) που θα δημοσιευτούν στα αθηναϊκά περιοδικά και ανθολογίες (1835, 1841, 1857) θα παραμορφωθούν γλωσσικά – μορφικά για να προσαρμοστούν στο αθηναϊκό «ιδεώδες» ενός αχαλίνωτου εξαρχαϊσμού.


Ενα νέο σταθμό σημείωσε η μνημειώδης έκδοση των Ευρισκομένων του Σολωμού στην Κέρκυρα από τον κατά πολύ νεότερό του φίλο και «μαθητή» του Ιάκωβο Πολυλά στα 1859, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου «δασκάλου» του: με την έκδοσή του αυτή ο Πολυλάς βάζει τα θεμέλια της νεοελληνικής φιλολογίας και της φιλολογικής κριτικής, που θα συνδέσουν τη γέννησή τους, από την πρώτη στιγμή, με το όνομα και το έργο του κορυφαίου έλληνα ποιητή. Πολύ περισσότερο: στα ανυπέρβλητα Προλεγόμενά του ο Πολυλάς, ξεπερνώντας κατά πολύ τις περιορισμένες διαστάσεις της «λογοτεχνικής κριτικής» του επτανήσιου προκατόχου του Εμμ. Στάη (Ο Λάμπρος του Σολομού, 1853), εγκαθιδρύει το ελληνικό πρότυπο της συνθετικής γραμματολογικής μελέτης, συγχωνεύοντας μέσα της κριτήρια φιλολογικά, βιογραφικά και προσωπογραφικά, ιστορικά και γραμματολογικά, αισθητικά και φιλοσοφικά. Ο κεντρικός ερμηνευτικός – κριτικός του άξονας στηρίζεται, δεδηλωμένα, όπως και στο «αντικείμενο» της μελέτης του, στην πιο προχωρημένη αισθητική – φιλοσοφική θεωρία της εποχής του: στον γερμανικό ιδεαλισμό, όπως τον είχε «σπουδάσει» στην ιταλική του μαθητεία στη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, και ιδιαίτερα στη σιλλεριανή, καντιανής καταγωγής, σύνθεση της Αισθητικής με την Ηθική.


Προπαντός, όμως, ο Πολυλάς αποδίδει, πρώτος αυτός, στο κεφ. ΧΙ των Προλεγομένων του στον Σολωμό τον τίτλο του «εθνικού ποιητή». Ταυτόχρονα επιχειρεί τις πρώτες, διαλλακτικότατες, παραχωρήσεις για την πολιτιστική ενσωμάτωση του Σολωμού, όχι βέβαια στα αρχαϊστικά κελεύσματα του μικροελλαδικού κέντρου, προσαρμόζοντας τους γνήσιους διαλεκτικούς – ιδιωματικούς τύπους του νεόκοπου «εθνικού ποιητή» στα γλωσσικά πρότυπα μιας διαγραφόμενης ακόμη «εθνικής» κοινής δημοτικής, όπως: Μεσολόγγι αντί Μισολόγγι, Ελεύθεροι πολιορκημένοι αντί Ελεύθεροι πολιορκισμένοι, Φαρμακωμένη αντί Φαρμακισμένη κ.ά.


Με την ακαριαία αντισολωμική αντίδραση του Λευκάδιου Σπ. Ζαμπέλιου (1859) βαθαίνει το ιδεολογικό ρήγμα ανάμεσα στην επτανησιακή «Δύση» και στην αθηναϊκή «Ανατολή» ­ πάντα με σημείο αναφοράς τον Σολωμό: η βίαιη άρνηση του Σολωμού από τον πρώην μαθητή και θαυμαστή του δεν ήταν απλή εκδήλωση ζηλοτυπίας απέναντι στην «απειλούμενη» καθιέρωση του «εθνικού ποιητή» αλλά, στο πολιτιστικό επίπεδο, η αντίδραση του αθηναϊκού, πρώτα πρώτα αυλικού, νεοκλασικισμού εναντίον του σολωμικού και, γενικότερα, επτανησιακού ρομαντικού ιδεώδους μιας λαϊκής γλώσσας και κουλτούρας και, στο ιδεολογικό επίπεδο, η αντίδραση του ήδη από τα 1852 διαγραφόμενου ιδεολογικού νεφελώματος της «Μεγάλης Ιδέας» εναντίον του επτανησιακού διαλεκτικού ιδεαλισμού. Είναι ενδεικτικότατο ότι ο Ζαμπέλιος ήταν, την ίδια ακριβώς ιστορική στιγμή, πριν από τον Παπαρρηγόπουλο, ο εφευρέτης της τριαδικής «εθνικής» διαχρονικής ενότητας με την ενσωμάτωση σ’ αυτήν του μεσαίου ιδεολογικού κρίκου της, του Βυζαντίου, που παρέμενε στον Σολωμό, όπως, πριν απ’ αυτόν, και στους έλληνες Διαφωτιστές, ολοκληρωτικά έξω από την εθνική ιστορική τους αυτοσυνείδηση.


Ο ρόλος του Παλαμά


Οτι η αντίθεση Επτάνησα – Αθήνα ήταν, στην ουσία της, πολιτική – πολιτιστική – ιδεολογική καταφαίνεται και από την απροκάλυπτη άρνηση του Σολωμού από τον Λευκάδιο Α. Βαλαωρίτη (1857, 1877): ο μεγαλοκτηματίας Βαλαωρίτης, που πέρασε ψυχή τε και σώματι στο μικροελλαδικό κέντρο, ενσάρκωνε και συνεξέφραζε τον βερμπαλισμό, τον στόμφο, το κίβδηλο πάθος και την πατριδοκαπηλία του αθηναϊκού παρακμιακού «ρομαντισμού» ­ αισθητικά και ιδεολογικά αντίδοτα στον επτανησιακό ιδανισμό του Σολωμού και των ακολούθων του. Είναι για τον λόγο αυτόν κατανοητό γιατί ο Βαλαωρίτης δέχτηκε τη ρετσινιά του «αποστάτη» από τον «κληρονόμο του Σολωμού» (Κ. Θ. Δημαράς), τον ριζοσπάστη, ανθενωτικό και αντιμεγαλοϊδεάτη Κεφαλλονίτη Π. Πανά (1868).


Ο αρχηγέτης της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής» Κ. Παλαμάς ενσαρκώνει τη δεύτερη, μετά τον Πολυλά, και μάλιστα τη μακρότερη και σημαντικότερη φάση στην ελληνική «πρόσληψη» του Σολωμού και του έργου του (1885-1933): ο Παλαμάς συνεκφράζει ως λογοτέχνης και διανοούμενος τις δύο μεγαλύτερες ανοδικές «στιγμές» της τάξης και του έθνους του, την τρικουπική (1875-1895) και τη βενιζελική (1910-1920). Η επίτευξη της εθνικής ενότητας με την προσάρτηση της Επτανήσου (1864), της Θεσσαλίας (1882), της Μακεδονίας και της Ηπείρου (1912/13) επέβαλε και την πολιτιστική και ιδεολογική ενσωμάτωση των νέων χωρών στον ανδρωμένο εθνικό κορμό. Αυτό καταφαίνεται λ.χ. από το γεγονός ότι ο Παλαμάς μαζί με τον Σολωμό ενσωματώνει και εθνικοποιεί και τους δύο άλλους Επτανήσιους, τον Κάλβο και τον Βαλαωρίτη ­ ποιητές, θα τολμούσα να ισχυριστώ, από κάθε άποψη υποδεέστερους και ασύμβατους με τον Σολωμό. Παρά την επαμφοτερίζουσα στάση του απέναντι σε μερικές όψεις του σολωμικού έργου, ο κριτικός Παλαμάς κατορθώνει, συνδυάζοντας φιλολογικά, γραμματολογικά και συγκριτολογικά κριτήρια, να δώσει μια σφαιρική εικόνα του εθνικού «αντικειμένου» του και μάλιστα να προδιαγράψει τα βασικότερα αιτήματα για την περαιτέρω επιστημονική διαπραγμάτευσή του. Ο Παλαμάς θα αντιμετωπίσει, επιπλέον, κριτικά και τα τελευταία σφαδάσματα του αθηναϊκού φαναριωτισμού στο πρόσωπο του αυλοκόλακα Α. Ρ. Ραγκαβή, που είχε ξιφουλκήσει στα 1891 εναντίον της καθιέρωσης του Υμνου εις την Ελευθερίαν ως εθνικού ύμνου, και θα πρωταγωνιστήσει στην πρώτη μεγάλη σολωμική επέτειο (1898), που εορτάστηκε καθυστερημένα λόγω των πολεμικών γεγονότων και της πολιτικής κρίσης, με την παρουσίαση της νέας εθνικής έκδοσης των Απάντων του Σολωμού με τα νέα, συγκροτημένα Προλεγόμενα του νέου αποστόλου του (1901).


Το ναυάγιο της «Μεγάλης Ιδέας»


Η επόμενη φάση στην ελληνική «τύχη» του Σολωμού σημαδεύεται από τη βαθιά ιστορική, πολιτική και κοινωνική κρίση που προξένησε το μεγάλο «εθνικό» τραύμα από το στρατιωτικό ναυάγιο της τυχοδιωκτικής «Μεγάλης Ιδέας» (1922): ακριβώς μέσα στην ιδεολογική κρίση που επακολούθησε εμφανίστηκε το διαβόητο βιβλίο του Γ. Αποστολάκη Η ποίηση στη ζωή μας (1923), στο οποίο ένας αποπνευματωμένος, χωρίς σάρκα και οστά και για τούτο ιστορικά ανύπαρκτος «Σολωμός» χρησιμεύει ως άλλοθι για την προβολή ενός κατά Carlyle «ηρωικού» ποιητικού ινδάλματος και τη βίαιη και αυθαίρετη διαγραφή του έργου του Παλαμά και ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα και εντελώς απροσδόκητα ο Αποστολάκης κονταρομαχεί δονκιχωτικά κατά του καινοφανούς στην Ελλάδα σοσιαλισμού και ειδικότερα κατά του Γ. Σκληρού, αλλά και εναντίον οποιασδήποτε προοδευτικής δημοκρατικής κίνησης στην εποχή του, όπως ήταν η χειραφέτηση της γυναίκας και η συμμετοχή της στην πνευματική ζωή.


Η απάντηση ήρθε από την προγεγραμμένη από τον Αποστολάκη αντίθετη πλευρά: με το βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925) ο Κ. Βάρναλης, εξοπλισμένος με μια στέρεη φιλολογική, αισθητική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική και ιστορική κατάρτιση και διαθέτοντας μια σπάνια κριτική οξύνοια και ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, κατορθώνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της νεοελληνικής κριτικής και γραμματολογίας, να δώσει μιαν ολοκληρωμένη εικόνα του μεγάλου εθνικού ποιητή και του έργου του, με όλες τις όψεις και τις φωτοσκιάσεις του ­ και για τούτο εικόνα πολύ πιο πραγματική και αληθινή από το εικόνισμα των ειδωλολατρών του. Το επίτευγμα του Βάρναλη εξηγείται ιστορικά από το γεγονός ότι, όπως το «αντικείμενό» του, ο Σολωμός, εκπροσωπούσε την πιο προωθημένη αισθητική και φιλοσοφία της εποχής του, την εγελιανή διαλεκτική, έτσι και ο νεότερος μελετητής του, ο Βάρναλης, αυτοτοποθετείται στην προοδευτικότερη «στιγμή» της δικής του εποχής ­ και τη θεωρητική της έκφραση: τον ιστορικοδιαλεκτικό υλισμό.


Και αυτή η φιλολογική, αισθητική και ιδεολογική διαμάχη γύρω από το εθνικό μήλον της Εριδος, τον Σολωμό, δεν επρόκειτο να μείνει χωρίς τις πολιτικές της συνέπειες. Ο Αποστολάκης πήρε αμέσως την «αμοιβή» του από τον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο (ο Βάρναλης έκανε στο βιβλίο του έναν ευνόητο υπαινιγμό για «παγκαλιστές αισθητικούς»): διορίστηκε στην έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο νεότευκτο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1926), ενώ ταυτόχρονα ο αντίδικός του Βάρναλης απολύθηκε από τη θέση του ως καθηγητή του ίδιου κλάδου στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς πάτρωνες του Αποστολάκη.


Η λαϊκοποιήση του «εθνικού ποιητή»


Ενα ενδιαφέρον αλλά άγραφτο ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής «τύχης» του Σολωμού θα αποτελούσε η σχέση των (μικρο)αστών εκπροσώπων της λεγόμενης «Γενιάς του ’30» με τον Σολωμό. Ανεξάρτητα από τη δεδηλωμένη προτίμησή τους για τον Κάλβο, οι δαψιλείς αναφορές τους στον Σολωμό συγκλίνουν, ιδίως μετά τα 1936, σ’ ένα ιδεολογικό κέντρο: στη λαϊκοποίηση του «εθνικού ποιητή». Στον Πόλεμο και στην Κατοχή ο «λαϊκός» Σολωμός της «Δεξιάς» θα συναντήσει, στο Λαϊκό Μέτωπο, τον εκλαϊκευμένο Σολωμό της «Αριστεράς»: τώρα ο άκαπνος και αριστοκράτης Σολωμός θα στρατολογηθεί στο Αντάρτικο μαζί με τους άλλους ιδεολογικούς νεοσύλλεκτους του μεταξικού και του κατοχικού λαϊκισμού, τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, τον Θεόφιλο, τον Διγενή και τον Ρήγα.


Η μόνη αξιόλογη, σφαιρική θεωρητική προσέγγιση στον Σολωμό οφείλεται στον πιο συγκροτημένο κριτικό και γραμματολόγο της «Γενιάς του ’30», τον πνευματικό κληρονόμο, και στο θέμα αυτό, του Παλαμά Κ. Θ. Δημαρά (1948), στον οποίο ένας πραγματικά λόγιος Σολωμός επαναφέρεται, και αισθητικά και γραμματολογικά και ιδεολογικά, στην κορυφαία, προοδευτική, ιστορική στιγμή της φιλελεύθερης αστικής τάξης (του): τη στιγμή του ελληνικού Διαφωτισμού, της Ελληνικής Επανάστασης και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.


Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ. Θ. Δημαράς επρόκειτο να μείνει έξω από τα τείχη των ελληνικών πανεπιστημίων: το ίδιο αυτό έτος της κυκλοφορίας της ρηξικέλευθης Ιστορίας του (1948) οι τρεις πρώτες έδρες της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας επανδρώθηκαν ­ και είναι αυτό ίσως το πειστικότερο τεκμήριο για τη γενική, επίσημη και κρατική, αποδοχή του Σολωμού ­ από τρεις σολωμιστές (Ν. Τωμαδάκης, Γ. Ζώρας, Λ. Πολίτης). Το κύριο μέλημά τους στο ερμηνευτικό επίπεδο ήταν να χορηγήσουν και στον Σολωμό το πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης που είχαν απαιτήσει και απ’ αυτούς τους ίδιους για να τους διορίσουν οι εκπρόσωποι του εμφυλιοπολεμικού αυταρχικού καθεστώτος.


Μάταια θα προσπαθήσει ο αειθαλής Βάρναλης να υπερασπιστεί τον Σολωμό ενάντια στον νέο ιδεολογικό βιασμό του από το κρατικοδίαιτο ακαδημαϊκό κατεστημένο κατά τη νέα σολωμική επέτειο (Τα εκατόχρονα του Σολωμού, 1957). Στις ημέρες μας ακόμη (Στ. Αλεξίου, 1994) επιχειρήθηκε από τον ίδιο ακαδημαϊκό χώρο, στο αισθητικό επίπεδο, η οπισθοδρόμηση στο παρωχημένο κλασικιστικό ιδεώδες του «ολοκληρωμένου» ποιητικού έργου και, στο ιδεολογικό επίπεδο, η επιστροφή σ’ έναν εθνικοποιημένο «Σολωμό», ενώ ο ίδιος ο Σολωμός είχε προχωρήσει, στην κερκυραϊκή του ωριμότητα, στη ρομαντική ­ και μοντέρνα! ­ αναζήτηση και επίτευξη του «τέλειου» μέσω του «ατελούς» και «αποσπασματικού» ποιητικού έργου και είχε αφήσει πίσω του, στη ζακυνθινή του νιότη, τον μικρόκοσμο του «έθνους», για να αγκαλιάσει το ρομαντικό ουτοπικό όραμα της Οικουμένης.


Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.