Στις πιο πολλές ιστορίες που διηγούνταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου υπήρχε πάντα μια αναφορά στο φαγητό: μπορεί να αφορούσε ένα τσιμπούσι με φίλους, αλλά όχι απαραίτητα. Συχνά οι αναφορές είχαν να κάνουν με συνταγές ή με το πώς κάποια καλή μαγείρισσα μαγείρευε. Νόμιζα ότι όλες αυτές οι αναφορές του πατέρα μου σε πιάτα παράξενα ή σε γαστρονομικές λύσεις ανάγκης για να αντιμετωπιστεί κάποιου τύπου αγιάτρευτη πείνα οφείλονταν στο ότι ήταν παιδί της Kατοχής. Πίστευα πως η γενιά του πατέρα μου συζητούσε πολύ για το φαγητό γιατί στα δύσκολα παιδικά της χρόνια το στερήθηκε. Τελικά, πρόσφατα παρατήρησα κάτι. Πως όταν οι άνθρωποι περάσουν τα 35-40 αρχίζουν να μιλάνε ολοένα και περισσότερο για το φαγητό, λες και είναι η τελευταία από τις απολαύσεις που τους απέμεινε.
Ακούω τους συνομήλικους φίλους μου να μιλάνε πλέον για το φαγητό πολύ περισσότερο από όσο για τις δουλειές τους ή τις οικογένειές τους ή τις αγάπες τους. Δεν υπάρχει διήγησή τους στην οποία να μη γίνεται αναφορά σε φαγητό. Τα ταξίδια τους στο εξωτερικό νομίζεις πως δεν έγιναν για δουλειά, αλλά μόνο για να φάνε. Οι αναφορές σε διακοπές έχουν πάντα περιγραφές εστιατορίων. Μπορεί να μη σου πουν τίποτα για τη θάλασσα, θα σου πουν τα πάντα για μια ταβέρνα με την οποία ενθουσιάστηκαν. Τα ραντεβού τους έχουν αξία μόνο αν μπορούν να σου μιλήσουν για το τι παρήγγειλαν. Οι δε αναφορές σε εστιατόρια που ανακάλυψαν γίνονται συνήθως με τη λάμψη στα μάτια που χαρακτήριζε τους εξερευνητές οι οποίοι κάποτε έφταναν σε καινούργιες ηπείρους ή τους εφευρέτες που άλλαξαν την ιστορία της ανθρωπότητας με τα ευρήματά τους. Σου διηγούνται πώς έκαναν την ανακάλυψη με κάθε λεπτομέρεια και σχεδόν πάντα η διήγηση καταλήγει με ευχαριστίες στον Υψιστο. Αν η ανακάλυψη είναι τυχαία, πιστεύεις πως θα πέσουν στα γόνατα να ευχαριστήσουν τον Θεό και αν πάλι έχει προκύψει μετά από συμβουλή κάποιου, αυτός που τους συμβούλεψε είναι ο Θεός τους ο ίδιος.
Οταν μιλάνε για το ξεχωριστό πιάτο που κάνει την ανακάλυψη του εστιατορίου ένα είδος εμπειρίας ζωής, το κάνουν με τέτοιο δέος που νομίζεις ότι δεν το έφαγαν καν αυτό που παρήγγειλαν. Απλώς το δοκίμασαν και άρχισαν τις δεήσεις. Η απόλυτη ηδονή εμφανίζεται στα μάτια τους όταν αυτό που έφαγαν δεν το πλήρωσαν πολύ. Πιστεύεις πως θα αρχίσουν τις δοξολογίες: «Tα μπαρμπούνια ήταν ολόφρεσκα και φτηνάαααα», «Τα μπιφτέκια είναι ζουμερά και φτηνάααααα» λένε, κάνοντας κάθε συζήτηση να ακούγεται σαν ψαλμωδία. Μολονότι καλοφαγάς, βαριέμαι αφόρητα αυτές τις συζητήσεις, ωστόσο χαίρομαι αφάνταστα με την ευτυχία των ανθρώπων που τις ολοκληρώνουν με τον επίλογο «…και δεν πληρώσαμε τίποτα». Το ακούω και νομίζω για δευτερόλεπτα ότι ως διά μαγείας λύθηκαν όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Γιατί οι άνθρωποι μιλάνε τόσο πολύ για το φαγητό μεγαλώνοντας; Πιθανότατα γιατί το φαγητό στη ζωή μας από ένα σημείο και έπειτα είναι ένα είδος κώδικα –μια γλώσσα που μαθαίνουμε μεγαλώνοντας και που νιώθουμε ότι είναι αποκλειστικά δική μας, της παρέας μας. Oταν είμαστε μικροί το φαγητό είναι απλώς κάτι απαραίτητο –το κριτήριο που μας βοηθά να ξεχωρίσουμε το πραγματικά σπουδαίο πιάτο από το συνηθισμένο το αποκτάμε πολύ αργότερα. Ισως πάλι αυτή η χαρά να μιλάμε για το φαγητό να οφείλεται και στην ανάγκη μας να αισθανθούμε χρήσιμοι: μοιράζουμε πληροφορίες καλοπέρασης και ελπίζουμε πως όποιος ακολουθήσει τις συμβουλές μας, μπροστά σε μια καταπληκτική μακαρονάδα ή μια μπριζόλα μοσχαρίσια, θα μας αναγνωρίσει ως Θεό δικό του. Σε εμάς χρωστάει την απόλαυση που θα βιώσει και όταν τη βιώσει θα έχουμε πλέον μοιραστεί κάτι υπέροχο. Τι πιο πολύ να περιμένει ένας φίλος από έναν φίλο;
Δεν είναι τυχαίο ότι αποκαλούμε τα χρόνια της ευημερίας «χρόνια της αστακομακαρονάδας». Υπογραμμίζουμε με αυτόν τον τρόπο ότι υπήρχε μια εποχή που οι άνθρωποι μιλούσαν για αστακομακαρονάδες –το αν τις έτρωγαν δεν έχει σημασία. Και τώρα υπάρχουν. Αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτές…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ