Με αφορμή τον εορτασμό της 9ης Φεβρουαρίου ως παγκόσμιας ημέρας ελληνικής γλώσσας, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού έστειλε ένα μήνυμα που άρχιζε ως εξής: «Η ελληνική γλώσσα είναι ψυχή, η ψυχή του πολιτισμού. Μια ψυχή όλο φως, που διαχέεται σε όλη τη Γη, διαθλάται σε πολλές άλλες γλώσσες, αντανακλά την ιστορία της ανθρωπότητας». Με έναν τέτοιο παρωχημένο λόγο, που βασίζεται στην κατάχρηση της λέξης «ψυχή» και στα ώτα ενός ξένου ηχεί ως πομφόλυγα, δεν μπορείς να πείσεις για την ιδιαιτερότητα της ελληνικής γλώσσας. Αυτός ο μεταφυσικός λυρισμός της ψυχής συναντάται από τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, που από την εποχή της Μελίνας Μερκούρη είναι η «ψυχή» μας, μέχρι το όνομα Μακεδονία, που και αυτό είναι η «ψυχή» του ελληνισμού. Η εθνική ψυχή εκφράζει και εμπεριέχει εντέλει τα πάντα: γλώσσα, μάρμαρα, Ιστορία. Οταν αποφασίστηκε νααπορριφθεί το αίτηματου οίκου μόδας Gucci, όσον αφορά τη δυνατότητα διεξαγωγής επίδειξης μόδας στην Ακρόπολη, ειπώθηκε ότι καλύτερα να μείνουμε φτωχοί παρά να πουλήσουμε «την ψυχή της χώρας». Ετσι η πεμπτουσία του έθνους ανάγεται στην ψυχή του.
Η κεντρική θέση της λέξης «ψυχή» στο εθνικό λεξιλόγιο συνοψίζει τον ιδεαλισμό της εθνικής αυτογνωσίας και το μεταφυσικό νεφέλωμα της ιδιοπροσωπίας. Η λέξη «ψυχή» βολεύει γιατί εκτός από γενναιότητα και ηρωισμό, παραπέμπει σε κάτι βαθύ, οργανικό και πηγαίο, αλλά συνάμα και σε κάτι ακαθόριστο και συγκεχυμένο. Μπορεί ο λόγος του εθνορομαντισμού να εκφράζει γλαφυρά το νεφέλωμα του ελληνικού εθνοκεντρισμού και να προφέρεται για εσωτερική κατανάλωση, για να καταστεί όμως πειστικός προς τα έξω χρειάζεται την υλικότητά του, να γίνει συγκεκριμένος, εξηγητικός και σαφής. Δεν μπορείς να διεκδικήσεις τα όποια εθνικά σου δίκαια με έναν λόγο που δεν πείθει, που είναι αμετάβατος, αμετάφραστος και ανεξήγητος στους ξένους.
Ο εθνικιστικός λόγος συνήθως αξιοποιεί ένα συγκινησιακά φορτισμένο λεξιλόγιο για εσωτερική κατανάλωση και εθνική συσπείρωση, εκτός όμως συνόρων η ασάφεια τέτοιων ρητορικών φληναφημάτων οδηγεί στη γελοιοποίηση και στην περιφρόνηση. Λέξεις όπως ταυτότητα, συνείδηση και ψυχή έχουν το δικό τους σημασιολογικό περιεχόμενο και διαφορετικές συνδηλώσεις. Οπως σήμερα δεν μιλάμε πια για εθνικό χαρακτήρα, έτσι δεν μπορούμε να μιλούμε και για εθνική ψυχή ή για ψυχή της γλώσσας μετά από τόσες γλωσσολογικές κατακτήσεις. Με ένα τέτοιο πεπαλαιωμένο λεξιλόγιο, εθνορομαντικής κοπής, καμιά διπλωματική μάχη ή αγώνας εντυπώσεων δεν κερδίζεται.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ