Αλλο ένα, το 23ο Πανεπιστήμιο της χώρας, με την ονομασία Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, είναι πλέον γεγονός, στα χαρτιά. Το νέο αυτό πανεπιστήμιο προέκυψε από τη συνένωση δύο ΤΕΙ, των Αθηνών και του Πειραιά. Ταυτόχρονα, σχεδόν σε όλες τις διοικητικές περιφέρειες της χώρας, είναι σε εξέλιξη συζητήσεις καθοδηγούμενες από το υπουργείο Παιδείας, μεταξύ τοπικών πανεπιστημίων και ΤΕΙ, στην κατεύθυνση της απορρόφησης του τοπικού ΤΕΙ από το τοπικό πανεπιστήμιο, ώστε να προκύψει ένα ίδρυμα με εύρος επιστημονικών κατευθύνσεων.
Ολοι όσοι αγαπούν την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας παρακολουθούν τις εξελίξεις αυτές με δικαιολογημένη αγωνία. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Τι θα επιτύχουν όλες αυτές οι σε εξέλιξη προσπάθειες που εφόσον ευοδωθούν θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη ή τουλάχιστον τη συρρίκνωση της ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης με ταυτόχρονη μεγέθυνση της πανεπιστημιακής; Είναι βιώσιμο το υπάρχον σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης; Ποια είναι τα προβλήματά του και ποιες μεταρρυθμίσεις απαιτούνται σε αυτό;
Μια προσεγγιστική μέθοδος ανίχνευσης προβλημάτων σε ένα σύστημα είναι η σύγκριση παραμέτρων του με αντίστοιχες παραμέτρους ομοειδών συστημάτων. Mια τέτοια σύγκριση με τα εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης καταδεικνύει ότι στο ελληνικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης παρατηρούνται αποκλίσεις, ιδιαίτερα στο ποσοστό των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που συνεχίζουν τις σπουδές τους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, στο ύψος των προϋπολογισμών των πανεπιστημίων, στον βαθμό αυτονομίας τους, στην εξάρτησή τους από το κράτος και σε πολλά άλλα ζητήματα που απαιτούν προσεκτικότερη ανάγνωση.
Βέβαια είναι εύλογο στο ελληνικό παράδειγμα οι ασκούμενες πολιτικές στην ανώτατη εκπαίδευση να αποσκοπούν στη μεγέθυνσή της ώστε αυτή να ανταποκριθεί στην υπερβολική ζήτηση που υπαγόρευε και συνεχίζει να υπαγορεύει η ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία που εσφαλμένα ταύτιζε και πιθανόν εξακολουθεί να ταυτίζει την απόκτηση ενός πανεπιστημιακού τίτλου με την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει στον κάτοχο του τίτλου απασχόληση. Ομως είναι γνωστό ότι ένας συνήθης τρόπος για να οδηγηθεί σε πτώχευση μια επιχείρηση είναι η αλόγιστη επέκτασή της. Τέτοιου τύπου πολιτικές ασκούνται συνήθως από φιλόδοξους κληρονόμους χωρίς γνώση και εμπειρία. Εν προκειμένω, με δεδομένα: την οικονομική κατάσταση της χώρας και τους διαθέσιμους για την τριτοβάθμια εκπαίδευση πόρους, το μοντέλο λειτουργίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που θέλει τα πανεπιστήμια να ελέγχονται και να χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από το κράτος, τον αριθμό των ελληνικών πανεπιστημίων και την ανάγκη τουλάχιστον της διατήρησής τους ώστε να μη χαθούν επενδύσεις δεκαετιών, την παρατηρούμενη διαρκή μείωση του αριθμού μαθητών λυκείου, καθώς και την καταγεγραμμένη αρνητική δημογραφική δυναμική της χώρας, κάθε πολιτική μεγέθυνσης ή επέκτασης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα πρέπει να αποκλειστεί υπό τις κρατούσες συνθήκες.
Οσον αφορά την τεχνολογική εκπαίδευση, απαιτείται νέα πολιτική ανάπτυξής της. Στο πεδίο αυτό έχουν γίνει πολλά λάθη διαχρονικά από το 1980. Διεθνώς, στις αρχιτεκτονικές των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης υπάρχει μια εκπαιδευτική ροή –διακριτή από την πανεπιστημιακή –που αποσκοπεί στην υψηλή κατάρτιση στελεχών που θα υποστηρίξουν την εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης σε διάφορες επαγγελματικές δραστηριότητες. Μάλιστα, ο ρόλος των στελεχών αυτών, στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης μιας χώρας, είναι ιδιαίτερα σημαντικός και η προοπτική εργασίας συχνά πιο ευοίωνη έναντι εκείνων που ακολουθούν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Επομένως, μετά την εξαφάνιση των δύο ΤΕΙ της Αττικής μέσω της πανεπιστημιοποίησής τους και τη διαφαινόμενη απορρόφηση άλλων ΤΕΙ από πανεπιστήμια, αναζητείται επειγόντως πολιτική ανάπτυξης της τεχνολογικής εκπαίδευσης.
Σε κάθε περίπτωση, χρειαζόμαστε εύρωστα πανεπιστήμια που θα διακρίνονται στον ευρωπαϊκό ακαδημαϊκό χάρτη. Πανεπιστήμια που αποτελούν πολλών δεκαετιών επένδυση της ελληνικής πολιτείας θα πρέπει να ενισχυθούν και να ενδυναμωθούν ως κέντρα αριστείας. Η στήριξη της ανάπτυξης της χώρας απαιτεί όλες οι βαθμίδες και κατευθύνσεις της εκπαίδευσης να διακρίνονται για το εκπαιδευτικό επίπεδο και για την ποιότητά τους. Ο,τι φαντάζει ελκυστικό σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να ελέγχεται αν είναι συμφέρον σε εθνικό.
Ο εναγκαλισμός της ανώτατης εκπαίδευσης με το κράτος θα πρέπει να επανεξεταστεί, παρ’ όλο που είναι κατανοητή η αμοιβαία εξάρτηση των δύο μερών. Με βάση τις ευρωπαϊκές πρακτικές, θα πρέπει να διασφαλιστεί η διοικητική αυτονομία-ανεξαρτησία και να δοθούν δυνατότητες αναζήτησης της οικονομικής αυτοδυναμίας των πανεπιστημίων. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η ποσοτική επέκταση αλλά η ποιοτική αναβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών. Οι υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης παρέχονται σήμερα από μια διεθνοποιημένη αγορά χωρίς σύνορα που αξιοποιεί τον ρόλο των νέων τεχνολογιών. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικοί στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, όπως επίσης ότι οι σπουδές που αυτά προσφέρουν δεν θα πρέπει να απευθύνονται αποκλειστικά σε ελληνόπουλα. Η μετάβαση σε αυτό το διεθνοποιημένο πανεπιστήμιο που δεν προστατεύεται από τα κλειστά σύνορα και που η αξία των τίτλων που απονέμει αποτιμάται διαρκώς σε ένα διεθνές «χρηματιστήριο πανεπιστημιακών τίτλων» είναι μια μεγάλη πρόκληση. Και, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, ο τρόπος που τοποθετείται κανείς στις προκλήσεις της Ιστορίας καθορίζει το μέλλον του.
Ο κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ