Οποιος κληθεί να διατυπώσει κάποιες σκέψεις για τα προβλήματα δικαιοσύνης που θα αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες μας κατά την επόμενη χιλιετία θα ξεκινήσει ασφαλώς από τη διαπίστωση ότι ο πόθος για δικαιοσύνη είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους από τότε που η ανθρωπότητα θυμάται τον εαυτό της. Αυτό είναι κάτι το εντυπωσιακό και είναι εντελώς εύλογο να υποθέσει κανείς ότι δεν πρόκειται να αλλάξει.


Η διαπίστωση του κοινού πόθου για δικαιοσύνη είναι προφανής και φαντάζομαι ότι την αποδέχονται όλοι. Λιγότεροι είναι όμως οι πρόθυμοι να ασπασθούν μια δεύτερη παραδοχή, η οποία ωστόσο, αν δεν αλήθευε, θα αναιρούσε και την πρώτη: η δικαιοσύνη έχει ανά τους αιώνες, παρά τις διαφορές αντιλήψεων σε επί μέρους σημεία, έναν κοινό νοηματικό πυρήνα, που μπορούμε εντελώς πρόχειρα να ταυτίσουμε με την τήρηση της ισότητας. Σε πείσμα των κάθε λογής αντιρρησιών και αμφισβητιών που είναι ακαδημαϊκά του συρμού, αρκεί να αναλογιστούμε το εξής. Χωρίς έναν κοινό νοηματικό πυρήνα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν έχουμε πέσει θύματα μιας ομωνυμίας και μάλιστα όχι μόνο εμείς τώρα, αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα. Θα έπρεπε δηλαδή τότε να δεχθούμε ότι αξιώνοντας ανά τους αιώνες τη δικαιοσύνη οι άνθρωποι έχουν από την αρχή ως σήμερα παραπλανηθεί από τη γλώσσα και απλώς νομίζουν ότι ζητούν κάτι που είναι κατά βάση κοινό, ενώ στην πραγματικότητα μιλούν ο καθένας (ή έστω η κάθε γλωσσική κοινότητα) για κάτι άσχετο. Είναι ένας ισχυρισμός του οποίου η ευκολία να εκστομισθεί απέχει εντυπωσιακά από τη δυνατότητα να θεμελιωθεί. Μπορούμε συνεπώς να υποθέσουμε ότι και στο μέλλον η δικαιοσύνη θα εξακολουθήσει να σημαίνει κατά βάση το ίδιο πράγμα.


Παρ’ όλη ωστόσο τη σταθερότητα του νοηματικού πυρήνα της δικαιοσύνης, η χρήση της ίδιας αυτής λέξης συνοδεύεται από μια αμφισημία που μας έχουν κληροδοτήσει περασμένοι αιώνες. Δικαιοσύνη ονομάστηκε από την αρχαιότητα η αρετή εκείνου που γνωρίζει να συμπεριφέρεται, σταθερά και χωρίς αυθαίρετες διακρίσεις, προς τους άλλους έτσι όπως τους αρμόζει, και κατ’ επέκταση η θετική ιδιότητα ενός πολιτεύματος ή ενός νομοθετήματος που αίρει αδικαιολόγητες ανισότητες και κυρώνει πλεονεκτικές συμπεριφορές, επαναφέροντας τις ανθρώπινες σχέσεις στο σωστό τους μέτρο. Παράλληλα όμως δικαιοσύνη ονομάζουμε και έναν θεσμό που επιτελεί μια ειδική λειτουργία της πολιτείας: τη λειτουργία της εφαρμογής των νόμων σε ατομικές περιπτώσεις. Οταν η εφαρμογή αυτή είτε αμφισβητείται από τους θιγομένους είτε κρίνεται ότι αφορά τόσο σημαντικά αγαθά ώστε δεν θα πρέπει να αφεθεί να επιτελεσθεί σε ιδιωτικό επίπεδο, ανατίθεται σε ειδικά όργανα της πολιτείας και περιβάλλεται το κύρος της επίσημης απαγγελίας της από αυτά ύστερα από προκαθορισμένη διαδικασία. Δικαιοσύνη ονομάζουμε δηλαδή, με τη δεύτερη αυτή σημασία, τη δικαιοδοτική λειτουργία του κράτους ή απλώς τα όργανα που την ασκούν, τα δικαστήρια.


Η αμφισημία αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά και δεν αντιφάσκει προς την αίσθηση ότι, τουλάχιστον κατά βάση, ως δικαιοσύνη οι άνθρωποι εννοούν το ίδιο πράγμα. Την αμφισημία προκάλεσε απλώς το γεγονός ότι δεν έγινε πάντα σαφής διάκριση ανάμεσα σε δύο ζητήματα: το τι απαιτεί από τους θεσμούς ή από τις συμπεριφορές των ανθρώπων η δικαιοσύνη· και, περαιτέρω, σε ποιον πρέπει να ανατεθεί η ευθύνη για την παρακολούθηση του αν τηρούνται όσα η δικαιοσύνη απαιτεί από τους θεσμούς και τις συμπεριφορές. Υπήρξαν ολόκληρες εποχές όπου δόθηκε μεγαλύτερο βάρος στη δικαιοσύνη με την πρώτη και λιγότερο στη δικαιοσύνη με τη δεύτερη σημασία. Αυτό συνέβη σε παλαιότερες κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι εναπέθεσαν τις ελπίδες τους για δικαιοσύνη στην αρετή των ηγετών τους και την εντιμότητα των νομοθετών τους. Ετσι η δικαιοσύνη φαινόταν να συμπίπτει με αυτό που ζητούσαν από τους ανθρώπους οι ενάρετοι ηγέτες τους. Σε άλλες εποχές αντίθετα εκτιμήθηκε ότι η δικαιοσύνη με τη δεύτερη σημασία, δηλαδή η ίδρυση και οργάνωση δικαστηρίων που να λειτουργούν πραγματικά με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, αρκεί για να έχουμε δικαιοσύνη και με την πρώτη σημασία. Αυτό συνέβη στην απαρχή των νεότερων χρόνων, όταν η δικαιοσύνη αποσυνδέθηκε από την αρετή των ηγετών και η αντικειμενικότητα και αμεροληψία, τα βασικά δηλαδή χαρακτηριστικά της δικαστικής λειτουργίας, θεωρήθηκαν επαρκείς προϋποθέσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και προβλήθηκαν ως βασικές αξίες και για τη νομοθετική λειτουργία, από την οποία απαιτήθηκε απλώς να θεσπίζει νόμους γενικούς και απρόσωπους, εξασφαλίζοντας έτσι την ισονομία.


Σήμερα η ιστορική εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι τα προβλήματα της δικαιοσύνης δεν λύνονται βέβαια με την ευχή (ή την προσευχή) να αναδεικνύονται ως ηγέτες οι ενάρετοι, ούτε όμως αποκλειστικά με τη θεσμική αναγωγή των δικαστηρίων σε βασικούς άξονες εξασφάλισης της ίσης μεταχείρισης. Γνωρίζουμε ότι η αντικειμενικότητα και αμεροληψία δεν αρκεί για την εξασφάλιση της ισότητας, γιατί η ισότητα ως αξίωση οι όμοιες περιπτώσεις να αντιμετωπίζονται πράγματι με όμοιο τρόπο και οι ανόμοιες με ανόμοιο απαιτεί προηγουμένως να ξέρουμε τι είναι στην ουσία του όμοιο και τι ανόμοιο. Γνωρίζουμε επίσης ότι η ισότητα δεν αρκεί να είναι τυπική ή δικαστική ισότητα, ισότητα δηλαδή στην τήρηση των νόμων, αλλά πρέπει να είναι και ουσιαστική, δηλαδή ισότητα στη θέσπιση των νόμων και, πάνω απ’ όλα, ισότητα στα κάθε είδους δικαιώματα, τις ευχέρειες αλλά και τις υλικές προϋποθέσεις του καθενός ώστε να διαμορφώνει αυτόνομα τη ζωή του. Γνωρίζουμε ότι κατά τη διαμόρφωση αυτής της τελευταίας ισότητας προκύπτουν διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά και μεταξύ των θεσμών. Μπορούμε λοιπόν να προβλέψουμε ότι και στο μέλλον τα προβλήματα της δικαιοσύνης που θα εξακολουθήσουν να βασανίζουν τους ανθρώπους θα στρέφονται γύρω από αυτά τα βασικά σημεία.


Εντελώς ενδεικτικά και συνοπτικά, θα ήθελα να επισημάνω κάποια προβλήματα, που θα μπορούσε κανείς να αποτολμήσει να προβλέψει ότι θα απασχολήσουν τους ανθρώπους σε σχέση με τη δικαιοσύνη όχι βέβαια κατά τη νέα χιλιετία, αλλά τουλάχιστον την αυγή της. Τα προβλήματα αυτά συνδέονται με δύο χαρακτηριστικές τάσεις της εποχής μας, που θα ήθελα να αποκαλέσω διεύρυνση του χώρου και επιτάχυνση του χρόνου όπου γίνεται αισθητή και πρέπει ενιαία να ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη.


Ως προς τη διεύρυνση του χώρου, λόγω της τεχνολογικής επανάστασης ιδίως σε τομείς επικοινωνίας, αλλά και της σε παγκόσμιο επίπεδο διαπλοκής των οικονομιών, γίνεται τις ημέρες μας όλο και πιο αισθητό κάτι που ως τώρα δεν είχε αποκτήσει προφανή και επείγοντα χαρακτήρα: τα προβλήματα δικαιοσύνης δεν αρκεί πια να επιλύονται σε τοπικό μόνο επίπεδο. Δεν μπορούμε πια να ζητάμε δικαιοσύνη μόνο για τον χώρο όπου εκ πρώτης όψεως φαίνονται να περιορίζονται οι δικές μας δραστηριότητες και σχέσεις. Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι σχέσεις και οι πράξεις μας έχουν έναν πολύ πιο άμεσα ορατό αντίκτυπο σε (ή δέχονται τον αντίκτυπο από) χώρους που μας φαίνονταν παλαιότερα μακρινοί και αδιάφοροι. Η τοπική δικαιοσύνη γίνεται όλο και πιο ασήμαντη όσο συνυπάρχει με μια υπερτοπική αδικία. Ετσι σήμερα όχι μόνο γίνεται συνειδητή η ανάγκη τής σε παγκόσμια κλίμακα αντιμετώπισης αδικιών και ανισοτήτων, αλλά και αποκαλύπτονται ενδημούσες αδικίες, για τις οποίες ως τώρα μόνο κάποιοι θεωρούμενοι υπερευαίσθητοι επέμεναν να ενοχλούνται. Ολο και περισσότεροι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πόσο πίσω είμαστε ακόμη. Βρισκόμαστε στην αρχή της πορείας προς μια παγκόσμια κοινότητα όπου όχι μόνο οι διάφορες ομάδες αλλά και τα άτομα ενώνονται πολιτικά ­ και αυτό σημαίνει: με σχέσεις δικαιοσύνης. Ολοι επομένως οι κάτοικοι του πλανήτη γίνεται εμφανές ότι έχουν, ως τέτοιοι και μόνο, αξίωση ίσου σεβασμού και μέριμνας από τους συνανθρώπους τους. Από αυτή τη βασική αξίωση συνάγονται πολλές ειδικότερες, από τις οποίες αναφέρουμε ενδεικτικά: αξίωση περισσότερης δικαιοσύνης στο διεθνές δίκαιο απέναντι σε συλλογικά υποκείμενα αλλά και άτομα, αξίωση του καθενός για προστασία των δικαιωμάτων του σε οποιοδήποτε σημείο της Γης κι αν βρίσκεται, αξίωση στοιχειώδους τουλάχιστον ισότητας κατά την παγκόσμια κατανομή των υλικών πόρων, αξίωση άρσης των φυλετικών, θρησκευτικών, ταξικών και λοιπών περιορισμών και αποκλεισμών, αξίωση ίσης συμμετοχής στη διαδικασία λήψης όλων των πολιτικών αποφάσεων που είναι σημαντικές όχι μόνο τοπικά αλλά και υπερτοπικά.


Ως προς την επιτάχυνση του χρόνου, θα περιοριστώ εδώ να αναφέρω τα ζητήματα δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών. Παλαιότερα οι επιπτώσεις βασικών πολιτικών αποφάσεων στις μελλοντικές δυνατότητες των ανθρώπων εκδηλώνονταν με καθυστέρηση πολλών γενεών. Σήμερα οι επιπτώσεις αυτές εμφανίζονται πολύ πιο γρήγορα, με συνέπεια αποφάσεις της μιας γενιάς να έχουν επιπτώσεις στην αμέσως επόμενη, με την οποία η προηγούμενη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα συμβιώνει. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα. Το ένα είναι η σπάταλη διαβίωση μιας γενιάς που συσσωρεύει χρέη, τα οποία καλείται η αμέσως επόμενη να ξεπληρώσει, αυξάνοντας την εργασία της και περιορίζοντας τις απαιτήσεις της για κρατική προστασία. Το παράδειγμα είναι εντελώς χειροπιαστό στην περίπτωση της κοινωνικής ασφάλισης, όπου το κόστος από κάθε είδους ολιγωρίες ή ατασθαλίες των πρεσβύτερων και ήδη συνταξιούχων καλούνται να καταβάλουν οι νεότεροι εργαζόμενοι. Το άλλο παράδειγμα είναι αυτό της καταστροφής του περιβάλλοντος, που μειώνει την αξία της ζωής των μελλοντικών γενεών χωρίς καμία δική τους υπαιτιότητα. Η επιτάχυνση του ρυθμού εμφάνισης των επιπτώσεων που έχουν σημερινές επιλογές μας στο μέλλον βοηθάει να αντιληφθούμε όλο και πιο καθαρά ότι έχουμε καθήκοντα δικαιοσύνης όχι μόνο απέναντι σε όλους τους συγχρόνους μας, όπου της Γης και αν βρίσκονται, αλλά και απέναντι στις μελλοντικές γενιές. Εικάζω ότι αυτό θα αποτελέσει πηγή πολλών προβλημάτων δικαιοσύνης στο προσεχές μέλλον.


Θα κλείσω με μια απλή μνεία των οργανωτικών ζητημάτων που θα θέσουν όλα αυτά τα προβλήματα δικαιοσύνης. Για να ξεκινήσουμε από τη δικαιοσύνη με τη δεύτερη σημασία της: ποια από αυτά θα αντιμετωπιστούν σε επίπεδο εσωτερικής και ποια σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας; Αλλά και περαιτέρω: πώς θα κατανεμηθούν οι αρμοδιότητες μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας; ποια θα είναι η θέση των νέων θεσμικών μορφωμάτων που θα προκύψουν από τη διεύρυνση του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών, εσωτερικής (π.χ. ανεξάρτητες διοικητικές αρχές) και διεθνούς (υπερεθνικές ενώσεις πολιτών κ.ά.); Ενώ γνωρίζουμε ήδη αρκετά καλά τι απαιτεί η δικαιοσύνη, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε και πολλά να μάθουμε ο ένας από τον άλλον σε σχέση με το πώς όλα αυτά θα γίνουν πραγματικότητα.


Ο κ. Παύλος Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.