Τις προάλλες έβλεπα στο Netflix ένα ενδιαφέρον εγγλέζικο ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «How the Beatles Changed the World» («Πώς οι Beatles άλλαξαν τον κόσμο»). Ο τίτλος μού είχε φανεί υπερβολικός. Οι Beatles ίσως να άλλαξαν την Ιστορία της μουσικής –αλλά τον πλανήτη; Οταν τελείωσε είχα πειστεί: πραγματικά, τα Σκαθάρια του Λίβερπουλ άλλαξαν τον κόσμο. Τον άλλαξαν γιατί τον επηρέασαν απίστευτα και τον επηρέασαν γιατί δεν φοβήθηκαν συγκρίσεις: έβλεπαν μόνο μπροστά. Η επιρροή του καλλιτέχνη είναι μετρήσιμη παρά πολλά χρόνια μετά την επιτυχία του. Επιτυχίες έχουν πολλοί, αλλά η επιρροή είναι κάτι μεγαλύτερο. Την επιτυχία την καθορίζει η αγορά, την επιρροή ο ίδιος ο χρόνος, που είναι πάντα το μεγάλο φίλτρο, που κρατά στη ζωή μας τα σημαντικά. Κανείς δεν μπορεί να ζητήσει χάρες από τον χρόνο: αυτός και μόνο αποφασίζει, αφού σου βάζει διάφορες δοκιμασίες.
Εμάς ο χρόνος μάς έστειλε την κρίση. Τα χρόνια αυτά της κρίσης οι επιτυχίες ήταν παντού λιγότερες γιατί είχαμε μάθει να θεωρούμε επιτυχημένο μόνο το πολύ μεγάλο. Οταν οι παραγωγές έπρεπε να είναι φτωχότερες πανικοβληθήκαμε. Το παράπονο για ό,τι μας έτυχε στάθηκε αιτία για να ανοίξει ένα πορτάκι από το οποίο μπήκε φορώντας τα καλά της η νοσταλγία για όσα δεν ζήσαμε. Από φόβο να κοιτάξουμε μπροστά, κοιτάζουμε διαρκώς προς τα πίσω. Ενίοτε τα βάζουμε με την κακή μας τη μοίρα, γιατί δεν ζήσαμε τα σημαντικά. Ξεχάσαμε ότι τα σημαντικά εν τέλει τα καθορίζει ο χρόνος, αυτός που βοήθησε και τους Beatles να αλλάξουν τον κόσμο.
Εμείς Beatles δεν έχουμε, έχουμε όμως δύο ωραία ελληνικά τραγούδια που μας θυμίζουν ότι δεν πρέπει να αφήνουμε το παρελθόν να μας καταπλακώνει. Ο Νίκος Πορτοκάλογλου κάποτε έγραψε το «Υπάρχει λόγος σοβαρός» για την καημένη γενιά της Μεταπολίτευσης που τα βλέπει όλα άχρωμα και λειψά: ο πιασάρικος στίχος «έγραψε». Ομως το τραγούδι δεν έχει κανένα ίχνος νοσταλγίας για όσα προηγήθηκαν. Ισα-ίσα που μας καλούσε «το τίποτά μας» να το εκφράσουμε και διά μέσου αυτού να εκφραστούμε –ήταν 1985 όταν το έγραψε και ο κόσμος μας άλλαζε.
Ακριβώς τριάντα χρόνια αργότερα, το 2015, στη δίνη της κρίσης, ο Φοίβος Δεληβοριάς στον «Μπάσταρδο γιο» κατέθεσε όλη του την αγάπη για έναν κόσμο που τον καταδίωκε καθώς μεγάλωνε, δηλώνοντας ότι έλειπε από όσα τον επηρέασαν. Δεν ήταν στο υπόγειο του Κουν και δεν είδε στο θέατρο ούτε την Αλίκη ούτε την «Οδό Ονείρων». Δεν πέταξε πιάτα στη Μοσχολιού. Δεν άκουσε την Κάλλας στην Επίδαυρο. Αλλά, όπως λέει, όλα τα αντιμετωπίζει όπως ο μπάσταρδος γιος ενός πατέρα που μόλις πέθανε, δηλαδή ως κάποιος που μολονότι ανήκει σε μια οικογένεια, προτιμά τον δικό του δρόμο, ακόμη κι αν πρέπει να τον διασχίσει με τα πόδια και όχι με κάποιο αυτοκίνητο πολυτελείας. Ο Πορτοκάλογλου ήταν 28 χρόνων όταν έγραψε το τραγούδι του, ο Φοίβος γύρω στα 40. Νέοι και οι δύο. Αλλά με το χάρισμα να μην ψαρώνουν από όσα έχουν προηγηθεί, ίσως γιατί τα έχουν μελετήσει αρκετά.

Οι Beatles άλλαξαν τον κόσμο όχι τόσο γιατί ήταν νέοι και ωραίοι όταν αποφάσισαν να τον κατακτήσουν όσο γιατί δεν τους καταπλάκωσε ποτέ ό,τι σημαντικό είχε προηγηθεί: απλώς τους επηρέασε, δημιουργώντας τους την τεράστια όρεξη να αναμετρηθούν μαζί του. Αυτό φοβάμαι πως μας λείπει σήμερα: η όρεξη της αναμέτρησης με το χθες που μας καταπιέζει με την έγκρισή μας.
Δεν είμαστε ούτε ατάλαντη γενιά, ούτε τεμπέλικη, ούτε ανέμπνευστη. Ισως σε τριάντα χρόνια κάποιος άλλος Δεληβοριάς να γράψει ένα τραγούδι για τις δικές μας τύχες –να λέει ότι δεν είδε τις ωραίες παραστάσεις στο Εθνικό, τις μεγάλες συναυλίες στο Καλλιμάρμαρο, τις υπέροχες νύχτες στο Ηρώδειο, τα εγκαίνια της Στέγης ή της νέας Λυρικής. Θα ήθελα τότε πραγματικά να του πω πως, αν η γενιά μας δεν ήταν τόσο ψαρωμένη από το πάντα αγέννητο χθες, θα είχε κάνει πολύ περισσότερα. Για παράδειγμα, θα είχε αλλάξει τον κόσμο…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ