«Αν είναι αθώοι, να αποδείξουν οι ίδιοι την αθωότητά τους»! Φράση απίστευτης πολιτικής βιαιότητας, φράση κατάλυσης του νομικού πολιτισμού του δυτικού κόσμου, φράση –ακόμη χειρότερα –αναίρεσης της απλής λογικής… Φράση που θα μπορούσε βέβαια να έχει λεχθεί από έναν αμετανόητο σταλινικό. Ουδέποτε, όμως, από έναν υπουργό δημοκρατικής χώρας…
Επίσης, δε, φράση ακραία μανιχαϊστικής φιλοσοφίας, αφού – σε αντίθεση προς το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο προφανώς επιφυλάσσεται μόνο για τους ημέτερους «καλούς» –για τους «άλλους» (που κατά τον Σαρτρ είναι η κόλαση), τους «κακούς», τους γενετικά επιρρεπείς στην αμαρτία, υπάρχει το, μαχητό έστω, τεκμήριο ενοχής. Ειδικότερα, δε, αυτό έχει δημιουργηθεί για όσους δεν μετέχουν του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, εφόσον, ως πολιτικοί υπηρέτες της ιδεολογίας και του συστήματος που αποδέχεται τον ατομικό πλουτισμό, είναι αυτονοήτως έτοιμοι να υπηρετήσουν και τον προσωπικό ατομικό τους πλουτισμό. Προφανώς παντί τρόπω. Κατά τεκμήριο τουλάχιστον…
Και όμως πρόκειται για μια λογική που, αντίθετα προς ό,τι ενστικτωδώς θα πίστευε ο μέτοχος των αξιών του δυτικού πολιτισμού, δεν είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. (Και όχι μόνο με βάση τον νόμο περί υπόπτων της Γαλλικής Επανάστασης, αγαπητέ συνάδελφε Κουσούλη.)
Εν πρώτοις, λοιπόν, στον πυρήνα και στις πηγές του νομικού οικοδομήματος της Δύσης προβλεπόταν το τεκμήριο ενοχής των ασκούντων επονείδιστη δραστηριότητα. (Ηταν το περιβόητο «receptum nautarum, cauponum, stabulariorum», ναυτικών, καραγωγέων, ξενοδόχων του Ρωμαϊκού Δικαίου…). Ευλόγως λοιπόν και σήμερα μπορεί να τεκμαίρεται πως όποιος έχει ταχθεί στην υπηρεσίαν πολιτικών παρατάξεων καθώς και ιδεολογιών, σκοπόν εχουσών την εξυπηρέτησιν συμφερόντων εχθρικών προς τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, όπως αυτά τα αντιλαμβάνονται οι λαϊκοί αγωνισταί της Αριστεράς, οφείλει –ως διεκπεραιωτής φύσει ύποπτων/ανήθικων δραστηριοτήτων –να αντιμετωπίζεται ως κατ’ αρχήν (in principio) ένοχος ατομικής ιδιοτέλειας/ανηθικότητας. Με την αριστερή πολιτική μεγαθυμία να του επιτρέπει να αποδείξει την ενδεχόμενη –αλλά ασφαλώς απίθανη –αθωότητά του.

Τόσο πιο απίθανη, βέβαια, όσο πιο εχθρικά αυτός διάκειται προς την κυβέρνηση που υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα. (Εξάλλου η συγκεκριμένη κυβέρνηση καλώς γνωρίζει, από τα εγχειρίδια περί προπαγάνδας του Γ. Γεωργαλά, πως η ανάμειξη του ψεύδους με μια κάποια δόση αλήθειας καθιστά την κατάδειξη του ψεύδους δυσχερέστατη –ίσως, κάπου, κάποτε, κάποιος εκ των σήμερα αδιακρίτως και ομαδικώς δακτυλοδεικτούμενων/διαπομπευόμενων, αυτός ή το περιβάλλον του, να έβαλε πράγματι το χέρι στο μέλι…)

Δεύτερον, δε, πρόκειται για μέθοδο οικεία στους εξοικειωμένους με τις ανακριτικές μεθόδους καθεστώτων, τα οποία πολύ ενέπνευσαν στο παρελθόν τούς σήμερα κυβερνώντες. Μεταφέρω, λοιπόν, από εγκυρότατη ιστορία της Ρωσικής

Επανάστασης έναν πολύ χαρακτηριστικό σχετικό διάλογο:

–Ι. Β. Τσουκασβίλι (Στάλιν): «Εχεις κανένα στοιχείο κατά του Ζηνόβιεφ;».
–Λαβ. Μπέρια: «Οχι, κανένα. Και αυτό αποδεικνύει την ενοχή του. Φρόντισε να τα εξαφανίσει όλα». Τούτων δοθέντων, είναι άραγε πολλοί οι οικονομολόγοι οι οποίοι να μπορούν εμπεριστατωμένα να επιχειρηματολογήσουν πως το μεγαλύτερο κακό που έκαναν στη χώρα οι Τσιπρανέλ είναι τα 100 –ή, κατά Βίζερ, 200 ή, κατά βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, 35 –δισ. της εξωπουκαμίσιας βαρουφάκειας διαπραγμάτευσης; Ή, μήπως, η μη άμεσα αποτιμητή σε χρήμα ζημιά υπήρξε/είναι πολύ μεγαλύτερη;
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ