Η πολιτική διαχείριση του υπαρκτού σκανδάλου της Νοvartis υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, άθλια και εντόνως διχαστική.
Την περασμένη Τετάρτη εξελίχθηκε στη Βουλή των Ελλήνων μια αμιγώς ποινική διαδικασία με προφανείς πολιτικούς σκοπούς και συγκεκριμένους στόχους.
Κεντρικά πολιτικά πρόσωπα –δύο πρώην πρωθυπουργοί και οκτώ πρώην υπουργοί –βρέθηκαν αντιμέτωπα με βαρύτατες και ατιμωτικές κατηγορίες, στηριγμένες σε μαρτυρίες αμφιλεγόμενες και εν πολλοίς αστήρικτες.
Τα όσα έως τώρα έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι εμφανώς προβληματικά και σε κάθε περίπτωση μη υπερασπίσιμα, καθώς στηρίζονται περισσότερο σε υποθέσεις, εντυπώσεις και εκτιμήσεις των τριών αγνώστων προστατευομένων μαρτύρων παρά σε πραγματικά επιβεβαιωμένα γεγονότα και περιστατικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και οι εμπνευστές της παραπομπής στην προανακριτική επιτροπή των δέκα πολιτικών προσώπων απέφυγαν συστηματικά στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας να αναφερθούν σε αυτό καθαυτό το κατηγορητήριο.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μάλιστα προτίμησε να μιλήσει για πολιτικές ευθύνες που δεν αναλαμβάνονται, όπως είπε, παρά για οτιδήποτε άλλο. Αφησε το ποινικό σκέλος της υπόθεσης στην άκρη, απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά και παρέπεμψε στη Δικαιοσύνη.
Αλλά και η ατμόσφαιρα στο Περιστύλιο ήταν αγχωτική και η στάση των περισσοτέρων βουλευτών της συμπολίτευσης ενοχική. Δεν μπορούσαν οι πιο πολλοί βουλευτές της Αριστεράς να σηκώσουν την εκτοξευόμενη από πολλές πλευρές κατηγορία περί ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Οι ιστορικές εμπειρίες ειδικώς της Αριστεράς –ακόμη και οι πιο πρόσφατες της μεταπολιτευτικής περιόδου –είναι άλλωστε τραυματικές. Η συμμετοχή της στην υποτιθέμενη «κάθαρση» του 1989 δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί.
Αντιθέτως, πολλούς βαραίνει και βεβαίως όλοι θυμούνται ότι εκείνη η επιχείρηση που στηρίχθηκε σε ψευδομάρτυρες κατέληξε «βρώμικη» για τους θεωρούμενους τότε αρχαγγέλους της «κάθαρσης».
Τηρουμένων των αναλογιών, η κοινοβουλευτική διαδικασία της περασμένης Τετάρτης παρέπεμπε στο «βρώμικο» ’89.
Ωστόσο η ζημιά έχει γίνει. Οι περισσότεροι των αναφερομένων στη δικογραφία φέρουν ήδη το στίγμα της ατιμίας. Και το πολιτικό σύστημα απέκτησε ρήγμα βαθύ, σχεδόν αγεφύρωτο.
Το δυστύχημα είναι ότι αυτό συνέβη σε χρόνους εθνικά κρίσιμους, σε καιρούς μεταβατικούς, σε στιγμή ξεχωριστή και συνάμα επικίνδυνη.
Η Ελλάδα –και το βαθιά διχασμένο πολιτικό της σύστημα –καλείται να λάβει κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν χωρίς συναίνεση και συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων.
Η επίλυση του «Μακεδονικού», η διευθέτηση των σχέσεων με την Αλβανία, η διαχείριση της τουρκικής επιθετικότητας και διεκδίκησης στο Αιγαίο και στην Κύπρο, αλλά και η ασφαλής έξοδος από την κρίση απαιτούν αν μη τι άλλο καλή προαίρεση και ισχυρές βάσεις διαλόγου.
Από την περασμένη Τετάρτη η όποια καλή προαίρεση χάθηκε και οι διατηρούμενες, με πολλούς κόπους, γέφυρες διαλόγου γκρεμίστηκαν.
Τίποτε στην πολιτική δεν είναι αδιάφορο. Κάθε πράξη και επιλογή έχει συνέπειες.
Γι’ αυτό και η άσκησή της απαιτεί μέτρο, δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
Στην παρούσα φάση προφανώς χάθηκε το μέτρο!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ