Εν όψει της λήξης του τρέχοντος προγράμματος τον προσεχή Αύγουστο, το θέμα της «καθαρής» ή μη εξόδου από τα μνημόνια διχάζει τη χώρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάμεσα στις δύο επιλογές, η «καθαρή» έξοδος, που σημαίνει ότι η χρηματοδότηση της χώρας θα γίνεται αποκλειστικά από τις αγορές, είναι προτιμότερη επιλογή από τη μη «καθαρή» έξοδο, που σημαίνει ότι η χρηματοδότηση της χώρας θα έχει παράλληλα την υπό όρους στήριξη των ευρωπαίων εταίρων μας.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι αν και κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να στηριχθούμε αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις. Δηλαδή αν η οικονομία μας είναι αρκετά ισχυρή για να μας εμπιστευθούν οι αγορές και να μας δανείζουν αδιάκοπα και με λογικά επιτόκια. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, καλό θα ήταν να κοιτάξουμε το παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία ήταν και αυτή σε πρόγραμμα.
Η Πορτογαλία βγήκε από το μνημόνιο τον Μάιο του 2014 και μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο, δηλαδή σχεδόν τριάμισι χρόνια μετά, η αξιολόγηση των ομολόγων της ανέβηκε σε «επενδύσιμα (investable) επίπεδα», τέτοια που να της επιτρέπουν την απρόσκοπτη και φθηνή πρόσβαση στις αγορές. Η Ελλάδα, παρά την αναβάθμιση της περασμένης εβδομάδας από τη Μoody’s κατά δύο βαθμίδες, απέχει πολύ από τα επίπεδα αυτά, καθώς βρίσκεται πέντε βαθμίδες κάτω από την Πορτογαλία και τα «επενδύσιμα» επίπεδα στην κλίμακα της Moody’s.
Για να καλυφθεί αυτή η απόσταση εκτιμάται ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος, αν λάβουμε υπ’ όψιν το παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία ξεκίνησε από δύο βαθμίδες πάνω από τη σημερινή αξιολόγηση της Ελλάδας και της πήρε σχεδόν τριάμισι χρόνια για να φθάσει σε «επενδύσιμα» επίπεδα. Και τα επίπεδα αυτά είναι σημαντικά, γιατί τότε τα ομόλογα μιας χώρας αρχίζουν να μπαίνουν στα «ραντάρ» θεσμικών επενδυτών, όπως είναι ασφαλιστικά ταμεία και άλλα κεφάλαια με μακροχρόνιο επενδυτικό ορίζοντα.
Στα σημερινά επίπεδα αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων κατά κύριο λόγο επενδύουν «ρισκαδόρικα» επενδυτικά κεφάλαια με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Τα κεφάλαια αυτά έχουν βγάλει πολλά λεφτά από τους ελληνικούς τίτλους, οι τιμές των οποίων τον τελευταίο χρόνο έχουν σημειώσει άνοδο ακόμα και αρκετά πάνω από 20%. Οι αποδόσεις αυτές δεν είναι συμβατές με τις ομολογιακές αποδόσεις, οι οποίες στις σημερινές συνθήκες δύσκολα ξεπερνούν το 5%.
Προσομοιάζουν περισσότερο με τις μετοχικές αποδόσεις, το ίδιο και οι διακυμάνσεις των τιμών τους. Ετσι εξηγείται και η συμπεριφορά του πρόσφατα εκδοθέντος επταετούς ομολόγου, η απόδοση του οποίου από το 3,5% που διαμορφώθηκε κατά την έκδοσή του ανέρχεται σήμερα πάνω από 4%, όταν το διεθνές οικονομικό και το εγχώριο πολιτικό κλίμα «στράβωσαν». Οπως άλλωστε αναφέρει και η Moody’s στις επεξηγηματικές πληροφορίες για την κλίμακά της, ομόλογα στην κλίμακα Β, όπου βρίσκονται τα ελληνικά, είναι ευαίσθητα στις αλλαγές του επενδυτικού κλίματος και σε κερδοσκοπικές κινήσεις.
Για τον λόγο αυτόν, όσοι υποστηρίζουν τη μη «καθαρή» έξοδο της χώρας από τα μνημόνια θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι προστατευμένη έναντι αυτών των κινήσεων αν έχει στη διάθεσή της μια προληπτική πιστωτική γραμμή όσο καιρό τα ομόλογά της δεν βρίσκονται σε «επενδύσιμα» επίπεδα. Και τούτο διότι η μια προληπτική πιστωτική γραμμή σημαίνει ότι η Ελλάδα θα έχει μια υποσχετική από τους ευρωπαίους εταίρους ότι, σε περίπτωση που το κλίμα στις αγορές δεν είναι ευνοϊκό, θα μας δανείζουν αυτοί με καλύτερους όρους και η χώρα δεν θα είναι έρμαιο των κερδοσκόπων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ