Η χώρα πέρασε στην τελική φάση εφαρμογής του (τρίτου) μνημονίου που τελειώνει, αν όλα πάνε καλά, τον Αύγουστο του 2018. Κατά τη γνώμη μας ήταν ευτύχημα για τον τόπο ότι η κυβέρνηση συμφώνησε με τους εταίρους ένα τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής και εγκατέλειψε στην πράξη, έστω με προχειρότητες και κουτοπόνηρες άμυνες, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τον λαϊκισμό με το ψευδεπίγραφα αριστερό πρόσημο.

Απέτρεψε έτσι την άτακτη χρεοκοπία, το χάος μιας απότομης εξόδου από το ευρώ και μια νέα καθίζηση του εισοδήματος. Πιθανόν, μάλιστα, το αριστερό πρόσημο, που ακόμα προβάλλει σε επίπεδο ρητορικής και συμβολικών κινήσεων, διευκόλυνε την εφαρμογή του μνημονίου της. Η απόφαση ήταν λοιπόν γενικά ορθή σε όρους οικονομικής ορθοδοξίας και πολιτικού ρεαλισμού.

Τώρα πρέπει να διερωτηθούμε τι θα συμβεί μετά το 2018. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής ισορροπίας και μιας αντιφατικής «επιστροφής της πολιτικής». Η επιλογή της συνέχειας συνεπάγεται ότι υλοποιούνται όσες εκκρεμότητες θα έχουν μείνει (και θα είναι πολλές αν σκεφθεί κανείς μόνο τα ζητήματα του κράτους δικαίου) και βελτιώνονται ή διορθώνονται δραστικά τρέχουσες πολιτικές. Αντίθετα, η επιστροφή της πολιτικής συνδέεται με την «καθαρή έξοδο στις αγορές» που μεταφράζεται παραπλανητικά σε απαλλαγή από κάθε εποπτεία. Ενα «ηρωικό ρεπερτόριο», αναμφίβολα, σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Νικόλα Σεβαστάκη («Φαντάσματα του καιρού μας», 2016).
Με βάση τις ως τώρα εμπειρίες και σκόρπιες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων μπορούμε να εκμαιεύσουμε τρόπον τινά τι εννοούν πολλοί με την «καθαρή έξοδο». Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός φαίνεται ότι τώρα την εγκαταλείπει, και ορθώς. Οσοι όμως την υιοθετούν ακόμα ελπίζουν ή υπονοούν ποικιλοτρόπως κατ’ αρχάς ότι θα ανακτήσουν βαθμούς ελευθερίας για χορήγηση πάσης φύσης επιδομάτων, αποδυνάμωση ανεξαρτήτων αρχών (συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος και της Δικαιοσύνης), σύσταση νέων κρατικών φορέων χωρίς εξωτερικές οχλήσεις, νέους διορισμούς, επαναφορά των εργασιακών σχέσεων στο πρότερο καθεστώς (κλαδικές συμβάσεις, κ.λπ.). Συνοπτικά δηλαδή, να αναστρέψουν όσα ψήφισαν μέχρι σήμερα.
Πολλές προαιρέσεις θα φέρουν ανακατανομές εισοδήματος και τροποποιήσεις ισορροπιών προς όφελος κυρίως των «εντός των κρατικών τειχών», που όμως θα έχουν οδυνηρές παρενέργειες για τους «εκτός», καθώς θα προκαλέσουν πάλι μείωση της ανταγωνιστικότητας, υψηλότερη ανεργία, χρέη. Μακροχρόνια βέβαια δεν θα διασφαλίζουν ούτε τους «εντός».
Αυτό το συνονθύλευμα σκόρπιων, υπονοούμενων και ανεπεξέργαστων στοιχείων που υποκρύπτει ο όρος «καθαρή έξοδος» δεν είναι ρεαλιστικό ούτε εντός του θεσμικού συστήματος της Ευρώπης, ούτε εκτός. Προϊδεάζει για επιστροφή στην εύκολη ευημερία με δάνεια, παροχές και λοιπές κομματικές εύνοιες της περιόδου πριν από την κρίση με τους όρους του πελατειακού κρατισμού, καλλιεργώντας προσδοκίες για την παλινόρθωση θεσμών και πολιτικών που μας οδήγησαν ακριβώς στην κρίση.
Δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του διεθνούς περιβάλλοντος, ούτε της τεχνολογικής εξέλιξης, ούτε είναι προϊόν μάθησης από την ιστορική μας εμπειρία. Το σπουδαιότερο όλων, δεν επιλύει τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η υποαπόδοση της ελληνικής οικονομίας, καθώς το παραγωγικό κενό (δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και στο δυνητικό προϊόν) ανέρχεται στο -10,5% του ΑΕΠ και είναι το μεγαλύτερο ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ (OECD Economic Outlook, Ιούνιος 2017).
Τέλος, η οπτική της καθαρής εξόδου παραβλέπει ότι την εποπτεία της διακρατικής τρόικας (ΕΕ, ΕΚΤ/ΕΜΣ, ΔΝΤ) θα αντικαταστήσει ένα πολυπλοκότερο και δυσκολότερα αντιμετωπίσιμο σύστημα εποπτείας –κατ’ αρχάς από τις ίδιες τις αγορές. Οι αγορές θα αξιολογούν ευθέως την πολιτική της και θα επηρεάζουν τις απαιτήσεις των δανειστών για τυχόν χορήγηση νέων δανείων στην Ελλάδα, καθώς και τις συστάσεις του ΔΝΤ. Θα είναι μια νέα κατάσταση χωρίς δυνατότητες άμεσης «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με οποιονδήποτε, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Για τον λόγο αυτόν αναμένουμε ότι η έξοδος στις αγορές (και η επιστροφή της πολιτικής όπως την εννοούν) θα αφαιρέσει βαθμούς ελευθερίας από την ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή ότι θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που η ίδια προσδοκά!
Στην πολιτική οικονομία αναφέρεται συχνά ο όρος «voodoo politics», δηλαδή στην υποκριτική στάση όσων υπόσχονται μια «μαγική» προσαρμογή χωρίς τις απαιτούμενες θυσίες. Τέτοιες βολικές αυταπάτες αποτέλεσαν τη βάση της ρητορικής των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι το 2015. Στις πολιτικές-βουντού φαίνεται σήμερα να επιστρέφει μέρος της κυβέρνησης με το νέο αφήγημα περί μιας καθαρής εξόδου στις αγορές. Δυστυχώς, η συνέχεια είναι προβλέψιμη.

Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Ο κ. Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ