Ολοκληρώνεται στη Βουλή σήμερα, τα μεσάνυχτα ­ κατά το άρθρο 123 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής «η συζήτηση του προϋπολογισμού ολοκληρώνεται τη δωδεκάτη νυχτερινή ώρα της τελευταίας συνεδρίασης» ­, η διαδικασία συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 1998 καθώς και για τον απολογισμό και τον γενικό ισολογισμό. Θα ακολουθήσει αμέσως η ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό αυτόν καθώς και για την κύρωση, στο σύνολο, του ως άνω απολογισμού και γενικού ισολογισμού.


Αφού για αρκετό χρονικό διάστημα ­ κατά κανόνα εκτός Βουλής ­ βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας και στο στόχαστρο της κριτικής ο προϋπολογισμός του 1998, η σχετική συζήτηση στην Εθνική Αντιπροσωπεία κύλησε, ως συνήθως, μέσα στα ασφυκτικά εκείνα χρονικά όρια και τις δρακόντειες δεσμεύσεις για την άσκηση κριτικής από πλευράς αντιπολίτευσης, που καθιστούν την όλη διαδικασία μια μάλλον τυπική εκδήλωση της κοινοβουλευτικής μας ζωής. Σε αυτό βεβαίως συντείνει και η πειθαρχία, που τουλάχιστον κατά κανόνα διέπει την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, όταν η τελευταία βρίσκεται ενώπιον των συνεπειών μιας ενδεχόμενης καταψήφισης του προϋπολογισμού.


Υπό τα δεδομένα αυτά λίγοι μόνο, συνήθως οι πιο μυημένοι στα interna corporiς του πολιτειακού μας συστήματος, αντιλαμβάνονται ότι τις πέντε τελευταίες ημέρες συντελείται μια κορυφαία εκδήλωση άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής ­ και όχι μόνο της οικονομικής ­ για το παρελθόν αλλά και για το άμεσο μέλλον.


Ι. Τις αιτίες της υποβάθμισης της διαδικασίας ψήφισης του προϋπολογισμού καθώς και της κύρωσης του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού μπορεί κανείς να τις αναζητήσει ­ πέρα βεβαίως από τις αυτονόητες επιπτώσεις των συμπαγών πλειοψηφιών, που συνήθως στηρίζουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις ­ αφενός στο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο καθιερώνουν τόσο το Σύνταγμα όσο και, κατ’ εξουσιοδότησή του, ο Κανονισμός της Βουλής και αφετέρου στον τρόπο εφαρμογής του θεσμικού αυτού πλαισίου.


Α. ­ Συγκεκριμένα το άρθρο 79 του Συντάγματος και τα άρθρα 121 επ. του Κανονισμού της Βουλής, που ρυθμίζουν τη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του προϋπολογισμού καθώς και κύρωσης του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού, προβλέπουν, σε γενικές γραμμές, τα εξής:


1. Ο προϋπολογισμός εισάγεται στη Βουλή από τον υπουργό Οικονομικών έναν, τουλάχιστον, μήνα πριν αρχίσει το οικονομικό έτος.


2. Ο Κανονισμός της Βουλής πρέπει να εξασφαλίζει το δικαίωμα να εκφράζουν τις αντιλήψεις τους όλες οι πολιτικές μερίδες της Βουλής.


3. Το αργότερο μέσα σε ένα έτος από τη λήξη του οικονομικού έτους κατατίθενται στη Βουλή ο απολογισμός καθώς και ο γενικός ισολογισμός, που εξετάζονται από ειδική επιτροπή βουλευτών και κυρώνονται από τη Βουλή.


4. Κατά τον Κανονισμό της Βουλής ο προϋπολογισμός, ο απολογισμός και ο γενικός ισολογισμός συζητούνται και ψηφίζονται ή κυρώνονται, αντιστοίχως, από την Ολομέλεια της Βουλής μέσα σε πέντε, το πολύ, συνεδριάσεις. Η συζήτηση ολοκληρώνεται τη δωδεκάτη νυχτερινή ώρα της τελευταίας συνεδρίασης και ακολουθεί αμέσως ψηφοφορία.


Β. ­ Οι εγγενείς αδυναμίες των προαναφερόμενων ρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τον τρόπο εφαρμογής τους, αναδεικνύουν ευχερώς τις αιτίες της κακοδαιμονίας που αφενός χαρακτηρίζει τη διαδικασία ψήφισης του προϋπολογισμού και κύρωσης του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού και αφετέρου οδηγεί στη βαθμιαία κοινοβουλευτική τους υποβάθμιση.


1. Τόσον ο χρόνος που καθορίζεται για την κατάθεση του προϋπολογισμού όσο και το διάστημα των πέντε, κατ’ ανώτατο όριο, συνεδριάσεων, που προβλέπονται για τη σχετική συζήτηση δεν επιτρέπουν να γίνει οιαδήποτε σοβαρή επεξεργασία και κριτική των κορυφαίων αυτών οικονομικών θεσμικών μέτρων, ιδίως από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Και τούτο μολονότι, όπως ήδη τονίσθηκε, το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει στον Κανονισμό της Βουλής τη λήψη μέτρων εξασφάλισης του δικαιώματος όλων των πολιτικών μερίδων της Βουλής να εκφράζουν σχετικώς τις αντιλήψεις τους.


2. Αν σε αυτό προστεθεί το ότι, κατά σαφή παράβαση του Συντάγματος ­ το οποίο, όπως εκτέθηκε προηγουμένως, ορίζει ρητώς πως ο απολογισμός και ο γενικός ισολογισμός εξετάζονται από ειδική επιτροπή βουλευτών ­ ο Κανονισμός της Βουλής (άρθρο 122 παρ. 2) προβλέπει την παραπομπή τους για εξέταση όχι από ειδική επιτροπή αλλά από τη διαρκή επιτροπή οικονομικών υποθέσεων, είναι φανερό ότι μόνο για ανάδειξη του ελέγχου της κυβερνητικής πολιτικής δεν μπορεί να γίνεται λόγος στο πλαίσιο μιας τόσο κρίσιμης κοινοβουλευτικής διαδικασίας.


ΙΙ. Οι διαπιστώσεις που προηγήθηκαν αρκούν για να επιβεβαίωσουν την ανάγκη αναπροσαρμογής του όλου θεσμικού πλαισίου της συζήτησης και ψήφισης του προϋπολογισμού καθώς και κύρωσης του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού από τη Βουλή. Ετσι, η ευκαιρία την οποία παρέχει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος που ήδη ξεκίνησε ­ και, ας ελπίσουμε, να έχει αίσιο πέρας αυτή τη φορά ­ δεν πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη. Με τη σκέψη ότι πρέπει να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση, η Νέα Δημοκρατία ενέταξε, στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που έχει καταθέσει, ουσιαστικές τροποποιήσεις του θεσμικού αυτού πλαισίου. Τροποποιήσεις που αφορούν τόσο τον προϋπολογισμό όσο και τον απολογισμό και τον γενικό ισολογισμό.


Α. ­ Ως προς τον προϋπολογισμό, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας επιφέρει τροποποιήσεις των διατάξεων του άρθρου 79 παρ. 3 του Συντάγματος, οι οποίες προβλέπουν τα εξής:


1. Ο προϋπολογισμός θα εισάγεται στη Βουλή τρεις, τουλάχιστον, μήνες πριν αρχίσει το οικονομικό έτος. Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται στη Βουλή ο χρόνος για άνετη και σε βάθος επεξεργασία των δεδομένων του προϋπολογισμού, ώστε η σχετική συζήτηση να είναι εκτενής και ουσιαστική.


2. Ενα μήνα πριν από τη λήξη των εργασιών κάθε τακτικής συνόδου της Βουλής, ο υπουργός Οικονομικών υποβάλλει στη Βουλή έκθεση για τις οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις και την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Η έκθεση αυτή εισάγεται, μέσα στην παραπάνω προθεσμία, στη Βουλή, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της. Με τον τρόπο αυτόν η Εθνική Αντιπροσωπεία θα μπορεί να ελέγχει αποτελεσματικά την Κυβέρνηση για τις οικονομικές επιδόσεις της γενικότερα αλλά και, ειδικότερα, για τη συνέπειά της ως προς την τήρηση των προβλέψεων του προϋπολογισμού.


Β. ­ Ως προς τον απολογισμό και τον γενικό ισολογισμό, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας επιφέρει τροποποιήσεις των διατάξεων του άρθρου 79 παρ. 7 του Συντάγματος, οι οποίες προβλέπουν τα εξής:


1. Το αργότερο μέσα σε ένα έτος από τη λήξη του οικονομικού έτους κατατίθεται στη Βουλή ο απολογισμός καθώς και ο γενικός ισολογισμός, που εξετάζονται από ειδική επιτροπή βουλευτών και κυρώνονται ύστερα από αιτιολογημένη γνώμη της από τη Βουλή. Η προϋπόθεση της αιτιολογημένης γνώμης καθιερώνει υποχρέωση, όπως είναι ευνόητο, για μια ενδελεχή ­ και όχι επιδερμική, όπως γίνεται σήμερα ­ έρευνα των δεδομένων του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού.


2. Ο έλεγχος της ως άνω ειδικής επιτροπής βουλευτών αρχίζει μόνο μετά την κατάθεση στη Βουλή της προβλεπόμενης στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η πρόβλεψη αυτή υπηρετεί μιαν αυτονόητη σκοπιμότητα: η αρμόδια ειδική επιτροπή βουλευτών, πριν εκφράσει και αιτιολογήσει τη γνώμη της, θα πρέπει να έχει λάβει υπόψη της τα στοιχεία της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον απολογισμό και τον γενικό ισολογισμό, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή συνιστά έγκυρη και ασφαλή βάση ως προς τα αποτελέσματα και τη διαφάνεια κατά τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.


Είναι βέβαιο ­ και δεν το αγνοώ ούτε το παραγνωρίζω ­ ότι οι θεσμικές μεταβολές δεν είναι, από μόνες τους, σε θέση να οδηγήσουν με απόλυτη ασφάλεια στην ανάδειξη της σημασίας του ελεγκτικού μηχανισμού, τον οποίο στοιχειοθετεί η κοινοβουλευτική διαδικασία επεξεργασίας, ψήφισης και κύρωσης, αντιστοίχως, του προϋπολογισμού, του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει και υψηλή πολιτική ευαισθησία, ιδίως από πλευράς κυβέρνησης και κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτές όμως οι θεσμικές τομές αποτελούν, αν μη τι άλλο, έναυσμα και προϋπόθεση για μια τέτοιαν αναβάθμιση. Οπως, επίσης, είναι ενδεχόμενο να αντιτάξει κανείς ότι οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας είναι δεκτικές αντιρρήσεων ή και βελτιώσεων. Ακριβώς, όμως, ένα διάλογο προς την κατεύθυνση αυτήν επιδιώκει η Αξιωματική Αντιπολίτευση με την πρότασή της. Και η επικείμενη συζήτηση στην αρμόδια για την αναθεώρηση του Συντάγματος επιτροπή της Βουλής καθώς και στην Ολομέλεια μπορεί και πρέπει να δώσει την ανάλογη ευκαιρία.


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ.