Μπορεί η Ελλάδα των συλλαλητηρίων και μνημονίων να γίνει κανονική χώρα; Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μέσα στο 2018 και με την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο η Ελλάδα θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Αλλά σε ποια κανονικότητα; Κανονικότητα σημαίνει ότι, πρώτον, εφαρμόζονται για τη χώρα οι «κανονικές» και όχι ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις της ΕΕ και, δεύτερον, ότι από πλευράς βασικών δεικτών βρίσκεται αν όχι στη σχετικώς καλύτερη θέση, τουλάχιστον στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με βάση όμως αυτά τα κριτήρια, πόσο κοντά ή μακριά είναι η χώρα από την κανονικότητα;
Η Ελλάδα έχει περιέλθει σε ειδικό καθεστώς τόσο από πλευράς ρυθμίσεων, επιιτήρησης/εποπτείας κ.λπ. όσο και σχετικά με την οικονομικο-κοινωνική κατάταξή της στην Ενωση καταλαμβάνοντας σε κρίσιμους τομείς την τελευταία θέση. Ετσι, πρώτον, με εκτιμώμενη αύξηση του ΑΕΠ 1,6% για το 2017 και 2,5% για το 2018 και 2019, ανεργία στο 21,8% για το 2017, 20,4% για το 2018 και 18,7% για το 2019, δημόσιο χρέος 179,8% του ΑΕΠ το 2017, 177,8% το 2018 και 170,1% το 2019, η Ελλάδα τοποθετείται στη δυσμενέστερη οικονομική θέση ανάμεσα στις είκοσι οκτώ χώρες-μέλη της Ενωσης. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας ως ποσοστό του μέσου εισοδήματος της ΕΕ μειώθηκε στο 69% (2016), ενώ είχε πλησιάσει το 90% στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Η Ελλάδα είναι σήμερα ανάμεσα στις επτά χώρες-μέλη με κατά κεφαλήν εισόδημα 30% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ενωσης (Λετονία, Ουγγαρία, Πολωνία, Λιθουανία, Σλοβακία, Πορτογαλία). Με την εξαίρεση της Πορτογαλίας, όλες οι άλλες ανήκουν στην πρώην Ανατολική Ευρώπη και είναι σχετικά νεότερες ως χώρες-μέλη της ΕΕ. Και με τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η διαδικασία απόκλισης θα συνεχίζεται.
Δεύτερον, η θέση της Ελλάδας είναι ακόμη χειρότερη εάν ληφθούν υπ’ όψιν ορισμένοι κρίσιμοι διαρθρωτικοί δείκτες. Πρώτα απ’ όλα στον δείκτη ανταγωνιστικότητας. Οπως έγραψε ο Λ. Παπαδήμος στις σελίδες αυτές, «σύμφωνα με τους βασικούς δείκτες μέτρησης της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε εξαιρετικά δυσμενή θέση». Ο δείκτης παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας κατατάσσει την Ελλάδα στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών που αξιολογούνται και στην τελευταία θέση μεταξύ των είκοσι οκτώ κρατών-μελών της Ενωσης. Γειτονικές χώρες, όπως Τουρκία, Σερβία, Αλβανία, Κροατία, έχουν υψηλότερη κατάταξη ανταγωνιστικότητας. Στον δείκτη καινοτομίας η Ελλάδα βρίσκεται στην 75η θέση μεταξύ των 137 χωρών και στην τελευταία μεταξύ των είκοσι οκτώ κρατών της ΕΕ.
Τρίτον, στον δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση των είκοσι οκτώ κρατών-μελών της Ενωσης, με το 35,6% του πληθυσμού να απειλείται με φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό και μόνο το 52% του εργατικού δυναμικού σε απασχόληση, ενώ η ανεργία των νέων ηλικίας 14-24 ετών φθάνει στο 47,3%, στην 28η –τελευταία –θέση στην ΕΕ. Η Ελλάδα, σύμφωνα με το Intergenerational Foundation, κατέχει επίσης την τελευταία θέση στην Ενωση σε ό,τι αφορά τη «διαγενεακή δικαιοσύνη» (intergenerational fairness). Ακόμη η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τη χαμηλότερη επίδοση ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.
Τέταρτον, σε έναν άλλον ευαίσθητο τομέα στον οποίο η Ελλάδα καταλαμβάνει τη χειρότερη επίδοση ανάμεσα στις είκοσι οκτώ χώρες-μέλη της Ενωσης είναι αυτός της απονομής δικαιοσύνης και ειδικότερα «στις μέρες που απαιτούνται για την εφαρμογή ενός συμβολαίου μέσω των δικαστηρίων» (time required to enforce a contract days). Σύμφωνα με τη σχετική κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, στην Ελλάδα απαιτούνται 1.550 ημέρες όταν το 2003 χρειάζονταν 819 ημέρες και στην Ενωση (μ.ό.) 621 ημέρες. (Στη Βουλγαρία απαιτούνται 564 ημέρες, στην Αλβανία 525 ημέρες.) Σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα βρίσκονται το Αφγανιστάν (1.642 ημέρες) και η Γουινέα-Μπισάου (1.785 ημέρες).
Πέμπτον, ακόμη πιο θλιβερή είναι η χειροτέρευση της θέσης της χώρας στην κατάταξή της στον δείκτη διαφθοράς. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η Ελλάδα έχασε το 2016 έντεκα ποσοστιαίες μονάδες στη γενική κατάταξη του σχετικού δείκτη: από την 58η θέση το 2015 έπεσε στην 69η θέση και συγκαταλέγεται τώρα ανάμεσα στις δύο περισσότερο διαεφθαρμένες χώρες-μέλη της ΕΕ (η άλλη είναι η Βουλγαρία, η οποία καταλαμβάνει την 75η θέση). Η έκταση της διαφθοράς έχει οδηγήσει στην εκτίμηση ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια «μετασοβιετικού τύπου ολιγαρχία», παρόμοια με αυτές της Ουκρανίας και Μολδαβίας.
Εκτον, και βέβαια, η Ελλάδα παραμένει πάντοτε μια ειδική περίπτωση χώρας-μέλους λόγω της αδυναμιών αποτελεσματικής λειτουργίας κράτους και διοίκησης. Για τους decision makers της ευρωζώνης είναι ακατανόητο π.χ. το πώς και το γιατί η Ελλάδα άλλαξε έξι φορές μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια –χρόνια της κρίσης –τον εκπρόσωπό της στο EuroWorking Group (EWG) ενώ η Ολλανδία λ.χ. μόνο μία φορά.
Υπάρχει ωστόσο ένας τομέας στον οποίο η Ελλάδα καταγράφει τις υψηλότερες επιδόσεις από όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης: είναι ο τομέας των στρατιωτικών δαπανών. Σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα το 2017 έφθαναν στο 2,32% του ΑΕΠ έναντι 2,21% το 2014. Εμφανίζονται δηλαδή αυξημένες σε μια περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από αριστερή (υποτίθεται) κυβέρνηση. Οι δαπάνες αυτές είναι οι υψηλότερες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και οι δεύτερες υψηλότερες συνολικά μετά τις ΗΠΑ (3,58%).
Είναι επομένως δύσκολο για τη χώρα να επιστρέψει σε μια «κανονική κανονικότητα». Πρέπει όμως να επιστρέψει. Αλλά γα αυτό χρειάζεται καθολική αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων, ιδεών, προγράμματος. Η χώρα χρειάζεται ένα φιλόδοξο, καινοτόμο project που θα τη βγάζει από την πολυ-κρίση και την ανακυκλούμενη παρακμή.
Ο κ. Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ