Νομίζω ότι οι χειρότεροι φόβοι κάθε σκεπτόμενου πολίτη επιβεβαιώνονται.
Ολα δείχνουν πως στις εκλογές δεν θα πάμε με κανονικές συνθήκες και ομαλή διαδικασία. Αλλά με μια πρωτοφανή ένταση που θα σφραγίσει και τις μετεκλογικές εξελίξεις.
Ο λόγος είναι απλός. Παρά τις προσπάθειές της στην οικονομία ή στο Σκοπιανό, η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να οικοδομήσει ένα πειστικό εκλογικό αφήγημα, ούτε να ανατρέψει τους συσχετισμούς της τελευταίας διετίας.
Τι τους έμεινε; Η γνωστή συνταγή των «καθαρών νέων» εναντίον των «διεφθαρμένων παλιών».
Δοκιμασμένη αλλά και παλιά. Τη διετία 2014-2015 χρησιμοποιήθηκε αφειδώς σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις με αναμφισβήτητη επιτυχία. Τώρα βγαίνει πάλι από τη ναφθαλίνη.
«Εμείς έχουμε λευκό ποινικό και πολιτικό μητρώο» φώναζε τις προάλλες στην Πάτρα ο Πρωθυπουργός.
Πουλάει ακόμη; Δύσκολο να πεις. Αλλά όταν δεν έχεις νέο ρεπερτόριο, χίλιες φορές να ξανανεβάσεις μια παλιά παράσταση από το να κλείσεις το θέατρο.
Γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω αν η επερχόμενη λασπομαχία είναι επιλογή, αδυναμία ή κάτι και από τα δύο. Τη διαλέγουν επειδή νομίζουν ότι τους αποδίδει καλύτερα ή επειδή δεν ξέρουν να κάνουν κάτι άλλο;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Ακόμη περισσότερο όταν οι πρώτοι που εκτίθενται σε άμεσα αντίποινα είναι οι σχεδιαστές και οι εκτελεστές αυτής της «στρατηγικής έντασης». Εντός και εκτός κυβέρνησης.
Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί κάπως έτσι, με το βρισίδι και το σκούξιμο, να κερδίσει τις εκλογές. Δεν το βρίσκω ιδιαίτερα πιθανό, αλλά (για την οικονομία της συζήτησης) ας δεχθούμε ότι μπορεί. Τότε ασφαλώς το ρίσκο θα αποδειχθεί μικρό μπροστά στο αποτέλεσμα.
Αν όμως δεν τις κερδίσει, τότε το ρίσκο θα είναι πραγματικά ανυπολόγιστο. Και κυρίως για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορούμε με σχετική ασφάλεια να προδικάσουμε ότι κανείς από όσους κρεμάει σήμερα η κυβέρνηση στα μανταλάκια δεν θα αφήσει τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ να μετακομίσουν με την ησυχία τους στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Από τη στιγμή που οι μεν βρήκαν πεντέξι «προστατευόμενους μάρτυρες», είμαι βέβαιος ότι και οι άλλοι μπορούν να βρουν τόσους ή πολύ περισσότερους.
Και άλλωστε, αν η επόμενη κυβέρνηση θέλει πραγματικά να κυβερνήσει, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να καθαρίσει το ιδιότυπο μείγμα παρακράτους και υποκόσμου που περιβάλλει τη σημερινή κυβερνητική εξουσία.
Εως εδώ τα πράγματα κινούνται, ας πούμε, σε ένα πλαίσιο λογικής. Εκεί που ξεφεύγουν είναι όταν αυτονομείται η σύγκρουση. Οταν καθίσταται απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη.
Και αυτό συμβαίνει τώρα (και) με την υπόθεση Novartis. Οι γέφυρες έχουν κοπεί –όχι ως σχήμα λόγου αλλά ως πυρήνας της πολιτικής αντιπαράθεσης… Δεν υπάρχουν πια διέξοδοι, ούτε οδοί διαφυγής ούτε περιθώρια συνεννόησης. Μια σύγκρουση με πολλά ημίχρονα αλλά χωρίς επιστροφή.
Οι μεν φοβούνται τι θα πάθουν αν χάσουν. Οι δε τρέμουν τι θα συμβεί αν δεν κερδίσουν. Είναι μια ανανεωμένη εκδοχή του «ή αυτοί ή εμείς» που είχε λανσάρει ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015.
Εξ αυτού του λόγου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καλύτερο know-how στην κλωτσοπατινάδα που αναμένεται να ακολουθήσει. Την ικανότητά του να επιβάλλει την ατζέντα ανταγωνίζεται μόνο η ανικανότητά του να την υπηρετήσει.
Η ΝΔ από την πλευρά της ξεκινάει με μεγάλο προβάδισμα και ευρύτερο ζωτικό χώρο, αλλά στο συγκεκριμένο σπορ υστερεί απελπιστικά.
Το ζητούμενο είναι πλέον ποιος θα σταθεί όρθιος μέσα στη λάσπη, όχι ποιος θα επικρατήσει στο χόκεϊ επί χόρτου. Και η αξιωματική αντιπολίτευση δείχνει τελευταία τόσο συγκρατημένη, που σχεδόν δεν ακούγεται.
Σαν να ετοιμάζεται να κατέβει στο γήπεδο ενώ το ματς έχει ήδη ξεκινήσει. Ή σαν να μην έχει ακόμη αποφασίσει σε ποιο άθλημα διαγωνίζεται και με ποιους αντιπάλους.

Δουλειές Βρυξελλών

Μετά τον Παπαδημούλη έπιασε δουλειά κι ο Κούλογλου.
Κατέθεσε ερώτηση στην Κομισιόν και στον Ντράγκι για την «άμεση εμπλοκή Στουρνάρα» στην υπόθεση Novartis όπως προκύπτει «στα πρώτα στοιχεία της δικογραφίας» – η οποία τότε δεν είχε δοθεί ακόμη στη δημοσιότητα!
Παραδόξως ο Κούλογλου δεν ρώτησε για τον Αβραμόπουλο που αναφέρεται στην ίδια υπόθεση. Αλλά μόνο για τον Στουρνάρα – υποθέτω ότι αυτός τον καίει!

Ευγενής δραστηριότητα η οποία μάλλον επιβεβαιώνει τον Παπαδημούλη όταν μεταξύ δύο συλλαλητηρίων δήλωνε ότι «είναι προς το συμφέρον μιας χώρας να στέλνει στην Ευρώπη τους καλύτερους» αλλά εμείς «δεν έχουμε ευτυχήσει σε ευρωβουλευτές».
Σε ευρωβουλευτές σίγουρα. Αλλά την άλλη δουλειά μια χαρά την προσπαθούν!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ