Η επιτυχής έκδοση επταετούς ομολόγου την περασμένη εβδομάδα, για πρώτη φορά μετά τον Απρίλιο του 2010, αποτελεί σημαντικό βήμα για την επιστροφή της χώρας στην ομαλότητα. Η υποχώρηση του επιτοκίου στα επίπεδα του 3,5% ξαναβάζει την Ελλάδα στην οθόνη των επενδυτικών ραντάρ. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα ξεπεράστηκαν και πως η οικονομία θα ανακάμψει άμεσα, δημιουργώντας πλούτο και νέες θέσεις εργασίας.
Για να μπορέσει η χώρα να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα πρέπει να παραγάγει ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία να μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στις διεθνείς αγορές. Αλλο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης δεν υπάρχει. Και στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει αφενός να στηριχθούν και να ενισχυθούν οι υφιστάμενες εξαγωγικές εταιρείες και αφετέρου να υπάρξει σχέδιο και κίνητρα για τη δημιουργία περισσότερων εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, παρά τα βήματα προόδου που έχουν σημειωθεί στα δημοσιονομικά και τα οποία συνέβαλαν στην επιτυχή επιστροφή της χώρας στις αγορές, παρατηρείται σημαντική αδυναμία και υστέρηση στην αντιμετώπιση των εμποδίων που βάζει ο υδροκέφαλος δημόσιος τομέας στο επιχειρείν και ιδιαίτερα στις εξαγωγικές εταιρείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις τελευταίες αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει το κράτος τον ΦΠΑ.
Οι εταιρείες που εξάγουν είναι πιστωτικές στον ΦΠΑ διότι όταν αγοράζουν πρώτες ύλες πληρώνουν ΦΠΑ, ενώ όταν πωλούν τα προϊόντα τους εκτός Ελλάδος τιμολογούν χωρίς ΦΠΑ. Σε αντίθεση με τις μη εξαγωγικές εταιρείες, οι οποίες εισπράττουν ΦΠΑ κατά την πώληση, ισοσκελίζοντας έτσι τον ΦΠΑ που καταβάλλουν κατά την αγορά των πρώτων υλών, οι εξαγωγικές εταιρείες μονίμως έχουν λαμβάνειν από το Δημόσιο.
Παλαιότερα το Δημόσιο, κατά την τριμηνιαία δήλωση ΦΠΑ, επέστρεφε τον φόρο που προέκυπτε κατά την εκκαθάριση. Η πρακτική αυτή καταργήθηκε με την κρίση και αντικαταστάθηκε από μια διαδικασία η οποία προβλέπει ότι για να επιστραφεί ΦΠΑ θα πρέπει πρώτα η εταιρεία να ελεγχθεί, ώστε να διαπιστωθεί αν χρωστάει στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία. Πολύ σωστό μέτρο.
Δυστυχώς, όμως, ο έλεγχος γίνεται «χειρωνακτικά» και όχι ηλεκτρονικά με τη διασταύρωση των στοιχείων. Αντί να γίνει με το πάτημα ενός κουμπιού, έχει θεσπιστεί μια Επιτροπή την οποία, λόγω φόρτου εργασίας, οι εταιρείες περιμένουν μήνες, ακόμα και χρόνια, να περάσει. Πρόκειται για μια σημαντική παθογένεια τους κράτους που δεν έχει θεραπευθεί στα οκτώ χρόνια της κρίσης και η οποία αφήνει παραθυράκια για τους επιτήδειους και ταλαιπωρεί τους επιχειρηματίες.
Ολα αυτά στην πράξη σημαίνουν ότι οι εταιρείες χρηματοδοτούν τις εξαγωγές τους! Και τούτο διότι τα χρήματα που τους οφείλει το Δημόσιο από επιστροφή ΦΠΑ λείπουν από το ταμείο τους. Το περιθώριο κέρδους με το οποίο δουλεύουν αδυνατεί να καλύψει το ποσοστό 24% που είναι ο ΦΠΑ. Ετσι καταφεύγουν σε δανεισμό, το ετήσιο κόστος του οποίου κυμαίνεται από 6%-7% αν πρόκειται για ενυπόθηκο δάνειο έως 11%-13% για χρηματοδότηση χωρίς εξασφαλίσεις. Και όσο αργεί να επιστρέψει τα λεφτά το κράτος τόσο το κόστος αυξάνεται.
Είναι προφανές ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο το ακριβότερο κόστος δανεισμού και την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των ελληνικών εξαγωγικών εταιρειών υποχωρεί περαιτέρω, υπονομεύοντας ταυτόχρονα την ανάκαμψη της οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ