*Ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων


Ενας δεύτερος ορισμός που περιορίζει κάπως την ασάφεια του πρώτου είναι να δούμε την κοινωνία των πολιτών (ΚΠ) στο πολιτικό κυρίως επίπεδο ως ένα χώρο μεταξύ του κράτους και των πολιτών, των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων. Ο χώρος αυτός αποτελείται από «ενδιάμεσα στρώματα» ή οργανώσεις που και προστατεύουν τους πολίτες από τον κρατικό αυταρχισμό και, από την άλλη μεριά, προστατεύουν τις πολιτικές ηγεσίες από τις εκ των κάτω προερχόμενες λαϊκιστικές πιέσεις. Για τον Κορνχάουζερ2π.χ. σε μια απόλυτα μαζικοποιημένη πολιτεία (δηλαδή, σε μια πολιτεία που δεν έχει ισχυρά «ενδιάμεσα στρώματα») οι μεν πολίτες δεν μπορούν να προστατευθούν από την κρατική χειραγώγηση· από την άλλη μεριά, οι κυβερνώντες δεν έχουν τα μέσα να αντισταθούν σε καταστροφικές για την πολιτεία λαϊκιστικές πιέσεις. Για να κάνω το τελευταίο πιο συγκεκριμένο, ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου μας υπέκυψαν σε λαϊκιστικές πιέσεις σε ό,τι αφορά το σκοπιανό πρόβλημα δείχνει μια αδύνατη ΚΠ. Δείχνει την έλλειψη αυτόνομων «ενδιάμεσων στρωμάτων» ικανών να επιβάλουν την κοινή λογική στον δημόσιο χώρο, ικανών δηλαδή να υποχρεώσουν τους κυβερνώντες να βάλουν το γενικό συμφέρον της χώρας πάνω από τα στενά κομματικά συμφέροντά τους.


Ο ορισμός τύπου Κορνχάουζερ είναι μεν χρήσιμος αλλά παρουσιάζει μια βασική αδυναμία. Εξισώνοντας τη δύναμη της ΚΠ με την ισχύ των μη κρατικών, ενδιάμεσων ομάδων/στρωμάτων, δεν λαμβάνει υπόψη ότι συχνά οι ενδιάμεσες αυτές ομάδες υποσκάπτουν παρά προστατεύουν την αυτονομία των πολιτών. Για να πάρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα, οι πανίσχυρες μαφίες που αναπτύχθηκαν στη μετακομμουνιστική Ρωσία αποτελούν σαφώς «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κράτους και πολιτών. Αλλά αυτά ούτε προστατεύουν τους πολίτες από την κρατική αυθαιρεσία ούτε και προστατεύουν τους κυβερνώντες από παράλογες, λαϊκιστικές απαιτήσεις. Και για να πάμε από την Ανατολική στη Δυτική Ευρώπη, η δραματική ισχυροποίηση του κεφαλαίου και των οργανώσεων που το αντιπροσωπεύουν στις τρεις τελευταίες δεκαετίες σημαίνει ότι τα «ενδιάμεσα στρώματα» των επιχειρηματιών έχουν τη δυνατότητα να ανθίστανται πολύ περισσότερο στον κρατικό έλεγχο. Αυτό, όμως, όπως φάνηκε στη θατσερική Βρετανία, δημιούργησε τεράστιες ανισότητες και μαζική περιθωριοποίηση που, αντί να δυναμώσει, υπέσκαψε την αυτονομία των πολιτών.


*Ενδιάμεσος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς


Με άλλα λόγια, για να δούμε αν μια ΚΠ είναι ισχυρή ή όχι, δεν αρκεί να λάβουμε υπόψη μας τη δύναμη των ενδιάμεσων στρωμάτων γενικά και αόριστα. Πρέπει επίσης να εξετάσουμε τις συγκεκριμένες σχέσεις ισχύος μεταξύ των συμφερόντων ομάδων που αποτελούν τα λεγόμενα «ενδιάμεσα στρώματα». Και για να γίνει αυτή η εξέταση κατά θεωρητικά συγκροτημένο τρόπο πρέπει να ξεφύγουμε από την ανάλυση του πολιτικού χώρου μόνον. Ετσι οι πιο πρόσφατες θεωρίες γύρω από την ΚΠ και τις συνθήκες ισχυροποίησής της εστιάζονται σε έναν «ενδιάμεσο» χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς: σε έναν αυτοκυβερνώμενο κοινωνικό χώρο, αποτελούμενο από θεσμούς, ομάδες, οργανώσεις οι οποίες λειτουργούν και κατά του άκρατου ατομικισμού της αγοράς και κατά του κρατικού αυταρχισμού.


Από αυτή τη σκοπιά, για να μελετήσουμε τις συνθήκες που δυναμώνουν ή υποσκάπτουν τον ενδιάμεσο μεταξύ αγοράς και κράτους χώρο, θα πρέπει η ανάλυσή μας να επεκταθεί σε όλες τις βασικές θεσμικές σφαίρες στις οποίες διαφοροποιούνται οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες ­ δηλαδή, στην οικονομική, στην πολιτική, στην κοινωνική και στην πολιτισμική ­, καθεμιά από τις οποίες λειτουργεί ή μάλλον θα έπρεπε να λειτουργεί στη βάση διαφορετικών αξιών και διαφορετικών λογικών. Ετσι, αν η έννοια της ισχυρής ΚΠ σημαίνει μείωση του δεσποτισμού/αυταρχισμού και ενίσχυση της αυτονομίας όλων των μελών μιας κοινωνίας, αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την καταπολέμηση του πολιτικού κρατικού αυταρχισμού. Για να μπορέσει το άτομο να εμπεδώσει την αυτονομία του σε μια σύγχρονη, διαφοροποιημένη κοινωνία θα πρέπει να προστατευθεί όχι μόνο από τον κρατικό αλλά και από τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό αυταρχισμό. Οι τέσσερις αυτές διαστάσεις του αυταρχισμού σχετίζονται μεταξύ τους αλλά μπορούν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία να αλλάξουν προς αντίθετες κατευθύνσεις.


Αν λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω, γίνεται αναγκαίο να προσεγγίσουμε την ΚΠ κατά έναν πολυδιάστατο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο να λάβουμε υπόψη μας δύο διαστάσεις που ως επί το πλείστον δεν λαμβάνονται συστηματικά υπόψη στη σχετική βιβλιογραφία.


*Η εσωτερική οργάνωση των μη πολιτικών χώρων


Η πρώτη διάσταση έχει να κάνει με τον τρόπο παραγωγής και διανομής της δύναμης «ενδοθεσμικά»: δηλαδή, στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου θεσμικού χώρου. Στον πολιτικό θεσμικό χώρο τα ισχυρά «ενδιάμεσα στρώματα», προστατεύοντας τον πολίτη από τον κρατικό δεσποτισμό, μειώνουν σημαντικά τη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας, δηλαδή αποφεύγουν τον μονοπωλιακό έλεγχο των «μέσων διοίκησης και καταστολής» από μια μικρή πολιτική ελίτ. Αλλά για να έχουμε μια ισχυρή ΚΠ θα πρέπει παρόμοιοι μηχανισμοί αποκέντρωσης δύναμης να λειτουργούν και στους υπόλοιπους θεσμικούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και τα οικονομικά δικαιώματα να διαχέονται προς τα κάτω με την αποφυγή π.χ. μονοπωλιακών καταστάσεων, με τη συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις μιας επιχείρησης, με την ενίσχυση του συνδικαλισμού, με την ανάπτυξη οργανώσεων προστασίας καταναλωτών κλπ. Και το ίδιο ισχύει για τον κοινωνικό και πολιτισμικό θεσμικό χώρο. Η διάχυση κοινωνικών δικαιωμάτων σημαίνει π.χ. ότι τα κοινωνικά περιθωριοποιημένα άτομα δεν θα έχουν μόνο αρνητικά αλλά και «θετικά» δικαιώματα (δικαίωμα στην εργασία, στην περίθαλψη, στην ποιοτική παιδεία κλπ.). Τέλος, στον πολιτισμικό χώρο διάχυση των δικαιωμάτων προς τα κάτω σημαίνει προστασία διάφορων εθνικών, θρησκευτικών ή και άλλων μειονοτήτων από την πιθανή προσπάθεια της πλειοψηφίας να επιβάλει τις δικές της πολιτισμικές αξίες σε όλους.


Συμπερασματικά, σε μια ισχυρή ΚΠ πρέπει να αποφεύγεται όχι μόνο η υπερσυγκέντρωση πολιτικής αλλά και οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής δύναμης. Αυτό σημαίνει τη διάχυση όχι μόνο πολιτικών αλλά και οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τα κάτω.


*Η σχέση μεταξύ θεσμικών χώρων


Αυτό μας οδηγεί από την «κάθετη», ενδοθεσμική, στην πιο «οριζόντια», διαθεσμική, σχέση μεταξύ του πολιτικού, του οικονομικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού χώρου. Γιατί δεν είναι μόνο η υπερσυγκέντρωση δύναμης στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου χώρου που υποσκάπτει την ΚΠ. Το ίδιο συμβαίνει όταν στο οριζόντιο, διαθεσμικό επίπεδο οι αξίες και λογικές ενός χώρου κυριαρχούν πάνω στις αξίες/λογικές των άλλων χώρων. Ετσι π.χ. έχουμε οικονομικό αυταρχισμό όχι μόνον όταν υπάρχει υπερσυγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια των ολίγων αλλά και όταν η οικονομική λογική διεισδύει και υποσκάπτει τη λογική άλλων χώρων. Παράδειγμα: όταν το οικονομικό κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα να αγοράζει λίγο πολύ αυτόματα πολιτική δύναμη (μέσω της αγοράς ψήφων, της μαζικής χρηματοδότησης κομμάτων) ή πολιτισμική επιρροή (μέσω π.χ. μιας κερδοσκοπικά και καταναλωτικά προσανατολισμένης τηλεόρασης), τότε έχουμε οικονομικό αυταρχισμό στο διαθεσμικό, οριζόντιο επίπεδο. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τον πολιτικό αυταρχισμό. Ο πολιτικός αυταρχισμός δεν εξαντλείται με την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο κυβερνητικό επίπεδο· έχει επίσης να κάνει με τη διείσδυση της κομματικοκρατικής λογικής σε χώρους όπου άλλες λογικές έπρεπε να ισχύουν ­ όπως ο αθλητισμός, η ανώτατη παιδεία, η Εκκλησία κλπ.


Αν λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι για να καθορίσουμε την καχεκτικότητα ή ευρωστία της ΚΠ σε μια σύγχρονη χώρα θα πρέπει να ασχοληθούμε λιγότερο με μεμονωμένους θεσμούς ή συγκεκριμένες ομάδες, στρώματα, οργανώσεις και περισσότερο:


α) Με τον τρόπο που αρθρώνονται οι σχέσεις δύναμης στο εσωτερικό κάθε θεσμικού χώρου (οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, πολιτισμικού). Δηλαδή, με τον βαθμό διάχυσης των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων στα απλά μέλη μιας κοινωνίας.


β) Με τη σχέση ισορροπίας/ανισορροπίας που υπάρχει μεταξύ των αξιών και ιδιαίτερων λογικών του κάθε θεσμικού χώρου. Πιο συγκεκριμένα με τη σχέση ισορροπίας μεταξύ της λογικής της παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας στον οικονομικό χώρο, της λογικής της δημοκρατίας στον πολιτικό, της λογικής της συλλογικής αλληλεγγύης στον κοινωνικό και της λογικής της αυτονομίας/αυτοπροσδιορισμού στον πολιτισμικό χώρο.


*Το παράδειγμα της ανεργίας


Τα παραπάνω με οδηγούν στο τελευταίο σημείο που θέλω να αναπτύξω: η πολυδιάστατη προσέγγιση της έννοιας της ΚΠ μπορεί να μας βοηθήσει όχι μόνο στην καταπολέμηση των διάφορων αυταρχισμών της σύγχρονης κοινωνίας· μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να λύσουμε μια σειρά προβλήματα που εκ πρώτης όψεως φαίνονται άλυτα στο πλαίσιο του σημερινού καπιταλισμού. Θα πάρω ως παράδειγμα το πρόβλημα της ανεργίας. Οπως υποστήριξα σε ένα προηγούμενο άρθρο μου (21.9.97), ούτε η νεοφιλελεύθερη λύση, που επικεντρώνεται στους μηχανισμούς της αγοράς, ούτε η συμβατική σοσιαλδημοκρατική, κρατικοκεντρική, «κεϊνσιανή» λύση μπορεί να λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα της ανεργίας σε ένα πλαίσιο όπου οι νέες τεχνολογίες καταστρέφουν θέσεις εργασίας χωρίς αναγκαστικά να δημιουργούν ανάλογο αριθμό νέων θέσεων3. Για να βρεθεί μια αποτελεσματική λύση θα πρέπει το θέμα να αντιμετωπισθεί πολυλογικά: η έμφαση πρέπει να δοθεί όχι μόνο στην αγορά ή/και στο κράτος αλλά και στον κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο. Στο επίπεδο του πολιτισμού είναι ανάγκη να ξεπεράσουμε τη βαθιά ριζωμένη αλλά φετιχιστική αντίληψη ότι η μόνη «πραγματική» απασχόληση δημιουργείται αποκλειστικά από την αγορά εργασίας ­ κάθε άλλη μορφή απασχόλησης είναι «διακοσμητική», μη αναγκαία, χωρίς αξία. Στο επίπεδο του κοινωνικού χώρου η δημιουργία ενός αυτόνομου «τρίτου τομέα» που θα λειτουργούσε ούτε με βάση το κέρδος ούτε με βάση την πατερναλιστική/κρατικιστική λογική θα μπορούσε να συνδέσει τη διογκούμενη μάζα των ανέργων με τις αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες που σήμερα δεν καλύπτονται ούτε από τις κρατικές υπηρεσίες ούτε από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.


Το παραπάνω παράδειγμα δείχνει ότι μερικά προβλήματα που θεωρούνται από ένα μέρος της Αριστεράς άλυτα μέσα στον καπιταλισμό παύουν να είναι άλυτα όταν περάσουμε από το διχοτομικό μοντέλο «κράτος – αγορά» στο πολυλογικό μοντέλο «κράτος – αγορά – κοινωνία – κουλτούρα». Με άλλα λόγια, ο σοβαρός προβληματισμός γύρω από την έννοια της ΚΠ μας κάνει να δούμε ότι τα όρια ριζικών μεταρρυθμίσεων μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι τόσο στενά όσο τα παρουσιάζει η παραδοσιακή Αριστερά. Και νομίζω ότι μπορεί να γίνουν ακόμη ευρύτερα όταν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα πάψει να έχει τον σημερινό, άκρως νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα (όπως υποστήριξα στο προηγούμενο άρθρο μου, για διάφορους λόγους, η παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου, αγγλοσαξονικού τύπου καπιταλισμού στον επόμενο αιώνα θα αμφισβητηθεί σοβαρά από τους ανερχόμενους ασιατικούς καπιταλισμούς ­ «Το Βήμα», 2.11.1997).


*Ούτε άγριος καπιταλισμός ούτε αυταρχικός κρατισμός


Ανακεφαλαιώνω: α) Ξεκίνησα εξετάζοντας κριτικά διάφορες εννοιολογήσεις του όρου κοινωνία πολιτών: ως το αντίθετο του κράτους, ως τα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, ως ένας αυτόνομος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς.


β) Στη συνέχεια προσπάθησα να δείξω ότι, αν με ισχυρή ΚΠ εννοούμε το είδος της κοινωνικής οργάνωσης που μειώνει τον αυταρχισμό και δυναμώνει την αυτονομία του ατόμου όχι μόνο στον πολιτικό αλλά και στους άλλους θεσμικούς χώρους των διαφοροποιημένων σύγχρονων κοινωνιών, τότε χρειαζόμαστε μια πολυδιάστατη προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη της και τη συγκέντρωση/αποκέντρωση δύναμης στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο (ενδοθεσμική διάσταση) και την ανισορροπία/ισορροπία στις σχέσεις μεταξύ των αξιών/λογικών των τεσσάρων αυτών χώρων.


γ) Από αυτή την πολυδιάστατη σκοπιά ισχυρή κοινωνία πολιτών σημαίνει στο ενδοθεσμικό επίπεδο αποφυγή συγκέντρωσης δύναμης στην κορυφή ­ δηλαδή, διάχυση των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας ­ και στο διαθεσμικό επίπεδο αποφυγή της «αποικιοποίησης»/ηγεμόνευσης του κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου από την οικονομική λογική του κέρδους και την πολιτική λογική της κομματικοκρατίας. Σημαίνει, με άλλα λόγια, την επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ της αξίας της παραγωγικότητας στον οικονομικό, της αξίας της δημοκρατίας στον πολιτικό, της αξίας της αλληλεγγύης στον κοινωνικό και της αξίας της αυτονομίας/αυτοπροσδιορισμού στον πολιτισμικό χώρο.


δ) Η παραπάνω πολυδιάστατη προσέγγιση μπορεί να μας βοηθήσει να χαράξουμε μια στρατηγική που θα σκοπεύει και στη σταδιακή μείωση των διάφορων αυταρχισμών της σύγχρονης (ελληνικής) κοινωνίας και στην επίλυση βασικών προβλημάτων όπως αυτό της ανεργίας.


ε) Αν στις τρεις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου το δυτικοευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κράτος κατόρθωσε να εξανθρωπίσει το καπιταλιστικό σύστημα μέσω μιας κεϊνσιανής κοινωνικής πολιτικής, στη σημερινή συγκυρία είναι ο χώρος της κοινωνίας των πολιτών (σε συνεργασία με ένα επιτελικό, έμμεσα παρεμβαίνον κράτος) που θα μπορέσει και να εμπεδώσει και να εμβαθύνει αυτή τη διαδικασία εξανθρωπισμού. Από αυτή τη σκοπιά η ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να είναι στο κέντρο του προβληματισμού κάθε προοδευτικής, εκσυγχρονιστικής προσπάθειας που θέλει να υπερβεί και τον άγριο καπιταλισμό και τον αυταρχικό κρατισμό.


Σημειώσεις


1. Ο Μαρξ άλλοτε ταυτίζει την έννοια της κοινωνίας των πολιτών με την οικονομία (την «κοινωνία των αστών») και άλλοτε διευρύνει τη σημασία της σε όλους τους μη κρατικούς θεσμούς μιας κοινωνίας.


2. Βλ. W. Kornhauser, The Politics of Mass Society, 1959.


3. Η διαδεδομένη ιδέα ότι, όπως και στο παρελθόν, οι νέες ηλεκτρονικές τεχνολογίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας που θα αντικαταστήσουν αυτές που κατέστρεψαν είναι τόσο δογματική όσο και η αντίθετη άποψη, αυτή που πρεσβεύει ότι η τεχνολογική ανάπτυξη θα καταργήσει παντελώς την εργασία.


Η πολυσημικότητα της έννοιας της κοινωνίας πολιτών (ΚΠ) έχει σχέση με την πολλαπλότητα των προβληματισμών μέσα στους οποίους εντάσσεται. Ετσι, π.χ., ο ορισμός που δίνει έμφαση στα «ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων» σχετίζεται με τον προβληματισμό γύρω από τον τρόπο ένταξης των ατόμων στην κεντρική εξουσία όταν η παραδοσιακή, μη διαφοροποιημένη τοπική κοινότητα καταστρέφεται ή περιθωριοποιείται (λόγω της εκβιομηχάνισης ή άλλων προβιομηχανικών διαδικασιών). Σε αυτή την περίπτωση η σχετική προστασία έναντι του κρατικού αυταρχισμού που ο παραδοσιακός, κατατμητικός (segmental) τρόπος οργάνωσης προσέφερε στα απλά μέλη της κοινότητας μειώνεται/εξαφανίζεται. Σε αυτό το πλαίσιο ισχυρά ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων μπορεί να παρέχουν παρόμοια προστασία (έναντι της κεντρικής κρατικής εξουσίας) με αυτήν που η παραδοσιακή κοινότητα προσέφερε στα μέλη της προτού το κράτος κατορθώσει να την διεισδύσει. (Βλ. Ε. Gellner, Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της, Παπαζήσης, 1997). Από την άλλη μεριά, ο ορισμός της ΚΠ που δίνει έμφαση σε έναν «τρίτο χώρο» μεταξύ κράτους και αγοράς συνδέεται με έναν πιο πρόσφατο προβληματισμό: την αποτυχία, στα πλαίσια της επιταχυνόμενης παγκοσμιοποίησης, και του συμβατικού σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού και της θατσερικού τύπου απελευθέρωσης των μηχανισμών της αγοράς να λύσουν τα καυτά προβλήματα της ανεργίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Βλέπε π.χ. J. Keane (ed), Re-discovering Civil Society, 1987, και J. L. Cohen και Α. Arato, Civil Society and Political Theory, 1992. Η διπλή στρατηγική


Βεβαίως καμία κοινωνία δεν έχει ούτε πρόκειται ποτέ να πετύχει στο κάθετο/ενδοθεσμικό επίπεδο πλήρη διάχυση των δικαιωμάτων προς τα κάτω ή στο διαθεσμικό/οριζόντιο επίπεδο πλήρη ισορροπία μεταξύ των λογικών των βασικών θεσμικών χώρων. Πρόκειται σαφώς για μια ουτοπία. Η ουτοπία όμως αυτή είναι «ρεαλιστική», από την άποψη ότι μας υποδεικνύει μια σειρά πρακτικά μέτρα που μπορεί να μας φέρουν πιο κοντά στο ιδεώδες μιας πλήρως ανεπτυγμένης ΚΠ. Θα κάνω αυτό πιο συγκεκριμένο παίρνοντας παραδείγματα από τον τόπο μας.


Οπως είναι γνωστό, για διάφορους ιστορικούς λόγους, η χώρα μας έχει μια εξαιρετικά καχεκτική ΚΠ με έντονους αυταρχισμούς και στο ενδοθεσμικό και στο διαθεσμικό επίπεδο. Στον πολιτικό χώρο, π.χ., έχουμε και υπερσυγκέντρωση δύναμης στα χέρια των κυβερνώντων (ενδοθεσμικό επίπεδο) και κομματικοκρατία, δηλαδή διείσδυση της κομματικής λογικής σε τομείς όπως η ανώτατη παιδεία, η Εκκλησία κλπ. Τελείως ενδεικτικά, ένα πρακτικό μέτρο που θα δυναμώσει την ΚΠ στον πολιτικό χώρο είναι η σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση δημιουργία του Συνηγόρου του Πολίτη που αν λειτουργήσει αποτελεσματικά (πράγμα αμφίβολο) θα ενισχύσει σημαντικά τα δικαιώματα του απλού πολίτη έναντι της άκρως δεσποτικής δημόσιας διοίκησης. Οσο για τον «ιμπεριαλισμό» της κομματικοκρατικής λογικής, αυτός θα μπορούσε να μειωθεί, π.χ., με τον σαφή διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους ή με την κατάργηση του μονοπωλίου που το κράτος έχει στον χώρο της ανώτατης παιδείας.


Ακριβώς η ίδια διπλή στρατηγική θα μπορούσε να εφαρμοσθεί και στον οικονομικό χώρο που επίσης παρουσιάζει σοβαρά ελλείμματα από την προοπτική μιας ανεπτυγμένης ΚΠ. Ενδοθεσμικά, αν στη σημερινή συγκυρία ο εκδημοκρατισμός της επιχείρησης (από την άποψη συμμετοχής των εργαζομένων στις βασικές αποφάσεις) δεν είναι εφικτός, μέτρα όπως η καταπολέμηση μονοπωλιακών καταστάσεων, ο επιτελικός έλεγχος επιχειρήσεων που είτε αποκρατικοποιήθηκαν είτε αποτελούν κύριους μοχλούς ανάπτυξης, η ενίσχυση οργανώσεων που προστατεύουν τον καταναλωτή κλπ. θα οδηγούσαν σε αποκέντρωση δύναμης στον οικονομικό τομέα. Οσο για τη διαθεσμική διάσταση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά πιο γενικά, απαιτούνται μέτρα που θα περιορίζουν το οικονομικό κεφάλαιο να αγοράζει λίγο πολύ αυτόματα, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Μπουρντιέ, πολιτικό ή πολιτισμικό «κεφάλαιο». Για παράδειγμα, ο αυστηρός έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων (διαφάνεια, αυστηρός περιορισμός των ποσών που τα κόμματα δικαιούνται να ξοδεύουν στις εκλογές κλπ.) μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στο να αυξηθεί η σχετική αυτονομία του πολιτικού χώρου από τον οικονομικό. Στην πολιτισμική σφαίρα τώρα θα πρέπει να επινοηθούν μέτρα που θα κάνουν πιο δύσκολη την αγορά/έλεγχο των ΜΜΕ (ιδίως της τηλεόρασης) από το μεγάλο κεφάλαιο και που θα δώσουν μεγαλύτερη πρόσβαση στον έλεγχο των καναλιών (κρατικών και μη) σε αυτούς που έχουν την πρωταρχική ευθύνη παραγωγής και αναπαραγωγής πολιτισμικών αγαθών (δηλαδή, σε καλλιτέχνες, δασκάλους, ιερείς, ερευνητές, διανοουμένους, γονείς κλπ.).


Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα τρόπων μείωσης των ενδοθεσμικών και των διαθεσμικών αυταρχισμών. Λόγω έλλειψης χώρου, αυτό που θέλω να τονίσω σε αυτό το άρθρο είναι τη βασική αρχή ότι οι πρακτικές λύσεις που θα προταθούν θα πρέπει συστηματικά να δυναμώνουν έναν ενδιάμεσο χώρο που δεν θα λειτουργεί ούτε με βάση το κέρδος ούτε με βάση την κομματικοκρατική λογική. Στη σημερινή συγκυρία όπου, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Χάμπερμας, οι εργαλειακές λογικές του κέρδους και της κομματικοκρατικής εξουσίας «αποικιοποιούν» τους υπόλοιπους θεσμικούς χώρους, ο πολλαπλασιασμός μη κερδοσκοπικών και μη κρατικιστικών μηχανισμών επίλυσης προβλημάτων αποτελεί τον μόνο τρόπο εξανθρωπισμού του καπιταλισμού· ενός καπιταλισμού που, είτε μας αρέσει είτε όχι, εδραιώνεται όλο και περισσότερο στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Ο Συνήγορος του Πολίτη


Ο ψηφισθείς από τη Βουλή θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη έχει ήδη δεχθεί δύο σοβαρά πλήγματα. Πρώτον, το πρόσωπο που θα τον αναλάβει δεν εκλέγεται από τη Βουλή αλλά διορίζεται από την κυβέρνηση (βλ. άρθρο μου στο «Βήμα», 27.4.97). Δεύτερον, το προβλεπόμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό ποσό για την ετήσια λειτουργία του ανέρχεται στο εντελώς ανεπαρκές ποσό των 200 εκατ. δρχ. Η κυβέρνηση είναι τόσο μίζερη σε αυτό το θέμα όσο γενναιόδωρη είναι όταν πρόκειται για «εφετζίδικες φιέστες» (π.χ. διεθνείς αγώνες στίβου στο στάδιο) ή πελατειακές επιδοτήσεις (π.χ. διαγραφή χρεών των συνεταιρισμών). Από τη μια μεριά σκορπάμε δισεκατομμύρια για το τίποτα και από την άλλη τσιγκουνευόμαστε να βρούμε τους αναγκαίους πόρους για να λειτουργήσει ο Συνήγορος του Πολίτη σωστά, δηλαδή να λειτουργήσει κατά τρόπο που θα μειώσει τον αυταρχισμό της κρατικής γραφειοκρατίας και θα αναβαθμίσει προς το δημοκρατικότερο τις σχέσεις κράτους – πολίτη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το πιο πιθανόν είναι ο Συνήγορος του Πολίτη να μετατραπεί σε άλλη μία κρατική γραφειοκρατία διακοσμητικού τύπου. Ολα τα παραπάνω δείχνουν ότι, παρ’ όλες τις πρόσφατες ρητορικές αναφορές στην έννοια της ΚΠ, ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση έχουν αντιληφθεί τη σοβαρότητα του θέματος. Δεν έχουν αντιληφθεί ότι στη σημερινή συγκυρία ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός προϋποθέτει το δυνάμωμα της ΚΠ.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.