Η Ελλάδα τον πρωτογνώρισε το 1982, όταν λίγα μόλις χρόνια μετά τη δολοφονία του Πιερ Πάολο Παζολίνι αυτός έγραψε την πολυσέλιδη μυθιστορηματική βιογραφία του «Εγώ, ο Πιερ Πάολο, στο χέρι του αγγέλου». Εκτοτε η σχέση των ελλήνων αναγνωστών με τον Ντομινίκ Φερναντέζ και συχνή ήταν και θερμή, αρκετά βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στα ελληνικά και οι αίθουσες του γαλλικού Ινστιτούτου που τακτικά τον φιλοξενούν πάντοτε είναι γεμάτες. Το ίδιο συνέβη και αυτή τη φορά· ο Ντομινίκ Φερναντέζ ήρθε στην Αθήνα, μίλησε στο αμφιθέατρο της οδού Σίνα αλλά και στο Ινστιτούτο στην Κέρκυρα και θα τράβηξε μία ακόμη μικρή γραμμή στη μεγάλη σειρά που μετρά τις επισκέψεις του στη χώρα. Ανάμεσα στις δύο πτήσεις από το Παρίσι στην Αθήνα και από την Αθήνα στην Κέρκυρα, καθισμένος ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους επιβάτες, στην αίθουσα του αεροδρομίου, μίλησε για «Το Βήμα».


Από το 1952 αρχίζει η επαφή του με την Ελλάδα: 23 ετών, με σπουδές ελληνικών και λατινικών και με κατακτημένη τη χαρά να διαβάζει όλο τον Ομηρο από το πρωτότυπο, πρωτοφθάνει στην Ελλάδα με πλοίο από την Ιταλία (που δεν την είχε ανακαλύψει ακόμη). Γυρίζει στην ενδοχώρα, ανεβαίνει με τα πόδια σε χωριά στις 4 το χάραμα, ανακαλύπτει τη Μύκονο την ίδια εποχή σχεδόν που την ανακαλύπτουν και οι Αθηναίοι, επιστρέφει στη Γαλλία οδικώς περνώντας από τα Μετέωρα και διασχίζοντας τη Θεσσαλονίκη. Κατά τις επόμενες επισκέψεις του διαπιστώνει την παράδοση της Ελλάδας στα χέρια των τουριστικών πρακτόρων, εξοργίζεται και θλίβεται με τη Ρόδο, απολαμβάνει τα ανόθευτα ακόμη Κύθηρα και θυμάται τι του επεφύλαξε εκείνου ο Πόλεμος στον Κόλπο. Βρισκόταν πάλι στην Αθήνα προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου και ενώ όλοι, φοβισμένοι, ήσαν καθηλωμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις, ο Ντομινίκ Φερναντέζ ήταν ο μόνος επισκέπτης της Ακρόπολης. Ολομόναχος πάνω στον Βράχο, δοκίμαζε μια απρόβλεπτη χαρά που κανείς δεν μπορούσε να του τη χαλάσει.


* Υπέρμαχος του περιθωρίου


Κατά την επίσημη ταυτότητά του ο Ντομινίκ Φερναντέζ είναι Γάλλος. Εκείνος όμως από τότε που πρωτοταξίδεψε στην Ιταλία και έμαθε ιταλικά συνδέθηκε με κεραυνοβόλο πάθος με την Ιταλία που έγινε η πατρίδα της προτίμησής του. Τη Γαλλία την απαρνιέται.


«Ζω και δουλεύω στη Γαλλία αλλά δεν είμαι καθόλου Γάλλος» λέει. «Θα έλεγα ότι έχω τρεις πατρίδες που εγώ έχω επιλέξει. Την Ιταλία που την λατρεύω για την ομορφιά της. Τη Ρωσία, για τον μυστικισμό, την τρέλα της. Το Μεξικό, γιατί από εκεί καταγόταν ο πατέρας μου και γιατί μαζί με τη Βραζιλία έχουν τόσο έντονο το στοιχείο του μπαρόκ. Η Γαλλία παραείναι οργανωμένη, τακτοποιημένη, μπουρζουά, καθησυχασμένη, εσωστρεφής, συγκρατημένη. Ζω στη Γαλλία αλλά για να είμαι ευτυχισμένος ταξιδεύω όσο μπορώ περισσότερο».


Μα, παρ’ όλο τον έρωτα του για την Ιταλία και παρ’ όλη την αφοσίωσή του σε αυτήν, που συνδέθηκε με την επίσημη, επαγγελματική του καριέρα ­ ήταν για χρόνια καθηγητής στο Ινστιτούτο της Νάπολι, δίδασκε μέχρι πρότινος ιταλικά σε γαλλικό πανεπιστήμιο ­ ούτε στην Ιταλία παραδίδεται άνευ όρων. «Ο,τι αγαπώ από την Ιταλία είναι η Σικελία και η Νάπολι που όλοι παριστάνουν πως τις φοβούνται επικαλούμενοι τη Μαφία και άλλα τινά. Δεν αγαπώ τη Φλωρεντία ­ είναι φρικτή ως πόλη, χαλασμένη τελείως από τον τουρισμό. Ο τουρισμός έχει πάρει και τη μαγεία από τη Βενετία, ευτυχώς όχι παντού. Οι τουρίστες κυκλοφορούν μόνο στην πλατεία και στα γύρω κανάλια».


Αρα γι’ αυτόν πού βρίσκεται σήμερα η καρδιά της Ευρώπης;


Χωρίς κανένα δισταγμό απαντά: «Στη Ρωσία. Γιατί η Δυτική Ευρώπη είναι πια τελείως εξαστικοποιημένη, είναι όλο μπουρζουάδες που ενδιαφέρονται μόνο για τον πλουτισμό και την κατανάλωση. Αυτό είναι το τίμημα της δημοκρατίας. Η Ρωσία βρίσκεται στο άλλο άκρο: δεν υπάρχουν τα κακά του αστισμού. Προφανώς και εκεί υπάρχει η ανάγκη των χρημάτων, του φαγητού, των αγαθών. Αλλά δεν υπάρχει το κυνήγι τους, η πίστη σε αυτά. Το ίδιο ισχύει και στη Βραζιλία».


Υπέρμαχος του περιθωρίου ως θέση κοινωνική αλλά και ως κατάσταση της ψυχής, ο Φερναντέζ γοητεύεται από προσωπικότητες, φανταστικές ή ιστορικές, που ανήκουν με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτό. Ηρωές του ο Παζολίνι, ο Πορπορίνο ο παρίας και τώρα, στο τελευταίο μυθιστόρημά του «Tribunal d’ Honneur» ο Τσαϊκόφσκι. Ολοι τον γοητεύουν, τον προσελκύουν με την απόστασή τους από το κοινό μέτρο, τη θέση τους στο περιθώριο: «Ολοι οι ήρωες των βιβλίων μου είναι περιθωριακοί, είναι παρίες, άνθρωποι που δεν ανήκουν, δεν έχουν ενταχθεί μέσα στην κοινωνία. Ο Παζολίνι ήταν επαναστάτης, ο Τσαϊκόφσκι το ίδιο, ο Πορπορίνο το ίδιο.


Ολοι όμως οι μεγάλοι ήρωες των μυθιστορημάτων είναι περιθωριακοί: πάρτε για παράδειγμα τη Μαντάμ Μποβαρύ.


Το να είσαι περιθωριακός είναι συχνά οδυνηρό αλλά ταυτόχρονα ερεθιστικό, δεν είσαι σαν τους άλλους. Είναι καλύτερα από το να ανήκεις στο κοπάδι. Η άλλη όψη της δυστυχίας του περιθωριακού, της αγωνίας του, είναι η δόξα του. Δεν συμπαθούσα ποτέ τους ήρεμους, μικροαστούς και αστούς. Οι περιθωριακοί μέσα στην καθημερινή ζωή δεν είναι ευτυχισμένοι, δεν είναι όμως αυτό το αιτούμενο. Είναι συνεπαρμένοι από κάτι άλλο, συμμετέχουν σε μια μάχη με την κοινωνία, με τους άλλους, και αυτό είναι μια δυναμική. Με την ανεκτική σημερινή κοινωνία είναι πιο δύσκολο να είσαι περιθωριακός ­ πάντα όμως υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, ένα περιθώριο στο οποίο ανήκουν οι μαύροι, οι πρόσφυγες, οι άνεργοι. Μετά χρόνια μετακινείται κάπως η γραμμή αλλά στην πραγματικότητα μένει το ίδιο. Το περιθώριο όμως είναι και ψυχική κατάσταση: όλοι οι δημιουργοί, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς είναι περιθωριακοί. Αλλιώς δεν μπορείς να δημιουργήσεις».


* Προσφιλείς βιογραφίες


Η μυθιστορηματική βιογραφία, η μυθιστορία που αγγίζει με τα άκρα της την ιστορία αλλά τάχιστα την εγκαταλείπει είναι για τον Φερναντέζ είδος προσφιλές. Ετσι ενσάρκωσε ο ίδιος τον Παζολίνι στο βιβλίο που του χάρισε και το Γκονκούρ· με μια παραλλαγή της επιχειρεί να στηρίξει την άποψη ότι ο Τσαϊκόφσκι δεν πέθανε από χολέρα αλλά καταδικάστηκε σε αυτοκτονία εξαιτίας ενός σκανδάλου ηθών που είχε διαπράξει: «Βιογραφίες φανταστικές γράφω, ιδανικές βιογραφίες. Δουλεύω μόνο με τη φαντασία, σεβόμενος μόνο τις ημερομηνίες της ζωής τους, ελάχιστα πράγματα, σχεδόν τίποτε. Κατ’ εμέ κάθε άνδρας και κάθε γυναίκα αποτελούν ένα μυστήριο. Και η βιογραφία δεν μπορεί να αγγίζει αυτό το μυστήριο. Βασίζεται σε γεγονότα, αυτό δεν αρκεί. Αυτό που έχει σημασία στη ζωή είναι η παιδική ηλικία, ο έρωτας ­ τι συμβαίνει μεταξύ δύο προσώπων που αγαπιούνται ­ και ο θάνατος. Η φαντασία είναι που φτιάχνει την Ιστορία και εγώ δεν συμπαθώ τους ιστορικούς, γιατί έχουν να κάνουν μόνο με ημερομηνίες».


Οσο κατηγορηματικός και απόλυτος είναι υπερασπιζόμενος το περιθώριο, την αξία της δύναμης της φαντασίας, τη συμμετοχή όλων των αισθήσεων στη συγγραφή ενός βιβλίου, την παγίδα που κρύβουν οι υπολογιστές καθώς μεταβάλλουν τη συγγραφή σε παιχνίδι διόρθωσης και όχι σε δημιουργία, όσο αμετακίνητος είναι στη θέση του ότι η κατάσταση του ανθρώπου είναι να ζει μόνος και μόνο με την τέχνη να μαθαίνει να επικοινωνεί, όσο και αν δηλώνει ότι πιστεύει στη χριστιανική αδελφοσύνη άλλο τόσο δεν πιστεύει στο τέλος του 20ού αιώνα ούτε στην κυριαρχία των τραπεζιτών και των υψηλόβαθμων υπαλλήλων: «Πάντα ο κόσμος έμοιαζε φτιαγμένος για τους τραπεζίτες και τους υπαλλήλους. Το τέλος του 20ού αιώνα δεν σημαίνει τίποτε για μένα. Αυτό το ρήγμα είναι τεχνητό, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ο,τι γίνεται σήμερα θα γίνεται και το 2000. Δεν υπάρχει ρωγμή στον χρόνο. Είναι μια επινόηση των διαφημιστών για να πουλήσουν περισσότερη σαμπάνια και οινοπνευματώδη για τη νύχτα της παραμονής του 2000».