To 1927, ένας μικρασιάτης έμπορος ονόματι Γιώργος Κοσμίδης, ο οποίος θεωρούσε ότι οι εβραίοι έμποροι της Θεσσαλονίκης ασκούσαν αθέμιτο ανταγωνισμό, ίδρυσε στη συμπρωτεύουσα μια «οργάνωση αλληλοβοηθείας», όπως έλεγε, που έφερε τον τίτλο «Εθνική Ενωσις Ελλάς».
Ηταν τα περιβόητα 3 Ε, στα οποία, σύμφωνα με το καταστατικό τους, μπορούσαν να εγγραφούν μόνο χριστιανοί. Επρόκειτο για μια κατά βάση αντισημιτική και αντικομμουνιστική οργάνωση, η οποία βρήκε ευήκοα ώτα στη Θεσσαλονίκη και αναπτύχθηκε ταχύτατα.
Τα μέλη της διακρίνονταν για τα καφέ πουκάμισα που φορούσαν και την επιθετικότητά τους. Το 1931 αριθμούσε περίπου 7.000 μέλη και έβρισκε πρόθυμους υποστηρικτές σε όλη την Ελλάδα, και στην Αθήνα βεβαίως.
Με τον καιρό προσέγγισαν την οργάνωση επιφανή πρόσωπα της εποχής, όπως ο Στυλιανός Γονατάς, ο βενιζελικός Λεωνίδας Ιασωνίδης και ο Μίκης Μελάς, γιος του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, ο οποίος ίδρυσε παράρτημα της οργάνωσης στην πρωτεύουσα με έδρα την Κηφισιά.
Οι «τριεψιλίτες», με την ανοχή πάντα των επίσημων Αρχών, στη βάση του κοινού υποτίθεται αντικομμουνιστικού αγώνα, ανέπτυξαν μέχρι και παραστρατιωτική δράση, λάμβαναν μέρος σε παρελάσεις και πρωταγωνίστησαν σε αντισημιτικά περιστατικά βίας τα οποία κορυφώθηκαν τον Ιούλιο του 1931 με την πυρπόληση της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη.
Το 1933 η ΕΕΕ οργάνωσε την «προς Αθήνας πορείαν». Για την πορεία 3.000 «χαλυβδόκρανων» με καφέ πουκάμισα επιστρατεύθηκαν αμαξοστοιχίες και τα όποια μέσα της εποχής. Ετυχε μάλιστα θετικής υποδοχής από τον τότε αστικό πολιτικό κόσμο της πρωτεύουσας.
Οι μόνοι που αντέδρασαν σε εκείνη τη βορειοελλαδίτικη αντισημιτική και φασιστική εισβολή του Μεσοπολέμου ήταν τα συνδικάτα και η νεοσύστατη τότε Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, μέλη της οποίας παρατάχθηκαν στον σταθμό Λαρίσης και υποδέχθηκαν τους «τριεψιλίτες» με πέτρες. Οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν και η Αθήνα αιματοκυλίστηκε στην κυριολεξία. Η οργάνωση διαλύθηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και ανασυστάθηκε το 1941 προκειμένου να συνεπικουρήσει το άθλιο έργο των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων.
*****
Προφανώς δεν υπάρχουν αναλογίες με το συλλαλητήριο της Κυριακής, ωστόσο τα πάθη και τα πνεύματα με αφορμή το «Μακεδονικό» ζήτημα είναι οξυμμένα. Ορισμένοι εκ των διοργανωτών κυριαρχούνται από μίσος αντιπολιτικό, ο λόγος τους είναι εμπρηστικός και οι προτροπές τους ξένες προς τον σύγχρονο ειρηνικό ελληνικό βίο.
Στον αντίποδα, ακριβώς απέναντι δηλαδή, στήνονται επίσης δυνάμεις επιθετικές, διαθέσιμες για καβγά και συγκρούσεις. Υπό αυτή την έννοια, ο κίνδυνος επεισοδίων και συγκρούσεων δεν είναι αμελητέος.
Τον πρώτο λόγο βεβαίως έχουν οι αστυνομικές αρχές και η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Οφείλουν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να κυλήσει ομαλά, χωρίς έκτροπα το συλλαλητήριο.
Αναλόγως βεβαίως οφείλουν να περιφρουρήσουν το συλλαλητήριο και οι διοργανωτές, απομονώνοντας τους ακραίους και εκείνους που νομίζουν ότι έχουν την ευκαιρία να δράσουν εμπρηστικά. Και οι ακραίοι της άλλης πλευράς επίσης οφείλουν να αναλογιστούν τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης προμελετημένης σύγκρουσης.
Γενικώς επιβάλλεται ψυχραιμία και νηφαλιότητα από όλες τις πλευρές. Γιατί απλούστατα οι εντάσεις μόνο την Ελλάδα και τους πολίτες της θα ζημιώσουν, κανέναν άλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ