Στην προοπτική των κερδών από τις μετοχές είναι αδύνατο να αντισταθεί ένας λαός που αγαπά τις αποταμιεύσεις και συνάμα τις περιπέτειες» έγραφε από την Αθήνα τον Μάρτιο του 1873 ο γάλλος πρέσβης Ζυλ Φερύ. Ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μπέρινγκ (προφανώς της οικογενείας της φερώνυμης τράπεζας) διαβεβαίωνε με επιστολή του τον λόρδο Γκράνβιλ, υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, πως τα κοιτάσματα και συνακολούθως οι μετοχές του Λαυρίου «θα κάνουν τον κάθε Ελληνα πλούσιο».


Υπάρχει λόγος να ανασύρουμε εκ του μακρινού παρελθόντος αυτές τις δύο τηλεγραφικές φράσεις; Μάλλον το επιβάλλει το κλίμα της επικαιρότητας, η σύγχρονή μας «μετοχική μανία», ο πυρετός του Χρηματιστηρίου και ο πυρετός των μικρομετόχων, που εδώ και μήνες αλλά κυρίως τις τελευταίες εβδομάδες είναι το κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής καθημερινότητας. Ακόμη και μια βιαστική επίσκεψη στο παρελθόν, σε μια εποχή όπου ακόμη δεν είχε ιδρυθεί ελληνικό Χρηματιστήριο ούτε υπήρχε Τράπεζα της Ελλάδος αφήνει εμβρόντητο και τον πιο επιπόλαιο «ερευνητή» για το πόσο η φήμη και η ψυχολογία οιστρηλατούσαν τους έλληνες μετόχους. Για να κρίνουμε δε πόσο καλός σύμβουλος είναι η φήμη και οι εικασίες ας αρκεσθούμε στην περίπτωση Μπέρινγκ: όχι μόνο το θέμα του Λαυρίου κατέληξε στην οικονομική καταβαράθρωση των μικρομετόχων στα μέσα της δεκαετίας του 1870 αλλά επιπλέον η ίδια η φερώνυμη τράπεζα Μπέρινγκ κατέρρευσε 120 χρόνια αργότερα (μόλις προ διετίας), εξαιτίας των εγκληματικά λανθασμένων προβλέψεών της!


Αν έπρεπε λοιπόν στα τέλη του 1997, και μεσούσης της περί το Χρηματιστήριο αγωνίας (και πτώσης των τιμών), να είχαμε κάτι να προτείνουμε δεν είναι παρά η ανάγνωση και ο συναφής προβληματισμός: τα Λαυρεωτικά, κεφάλαιο σύνθετο και άκρως ακανθώδες στην ελληνική οικονική ιστορία, είναι ένα χτυπητό παράδειγμα. Ολο τον ιστό των γεγονότων και των σημασιών τους τον δίνει καίρια ο καθηγητής Γιώργος Δερτιλής στο Ζήτημα των Τραπεζών (1980)· οι εφημερίδες της εποχής με τη ρητορεία τους (διόλου αβαθή εν τούτοις) μεταφέρουν το κλίμα που διαμορφώθηκε από την εντυπωσιακή άνοδο που έφερε πλουτισμό και την ακόμη εντυπωσιακότερη πτώση που προξένησε τον ολοσχερή και οριστικό καταποντισμό των περιουσιών· ο Εμμανουήλ Ροΐδης μέσω της εφημερίδας του, του «Ασμοδαίου», είναι ο δίχως έλεος σχολιαστής (και ο ίδιος άλλωστε είχε καταστραφεί οικονομικά) καθώς και τα Απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού ­ όλα αυτά θα έπρεπε να βρίσκονται στο προσκέφαλο των σημερινών επενδυτών.


Ενα συντομότατο ιστορικό είναι απαραίτητο. Από το 1864 η γαλλική εταιρεία Ρου – Σερπιέρι ανέλαβε την εκμετάλλευση των ορυχείων του Λαυρίου. Προϊόντος του χρόνου προέκυψαν διαφορές μεταξύ της εταιρείας και της κυβερνήσεως Κουμουνδούρου, με κεντρικό σημείο αιχμής τις «εκβολάδες» των υπολειμμάτων των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν επί του εδάφους. Οσο υπήρχε η επιμονή κυρίως εκ μέρους του Επ. Δεληγιώργη ότι οι εκβολάδες ήσαν εθνικές και η εταιρεία είχε δικαίωμα μόνο εξορύξεως και όχι εκμεταλλεύσεως των υπέργειων μεταλλευμάτων, άλλο τόσο συνδαυλιζόταν η φημολογία ότι το Λαύριο έκρυβε ποταμούς χρυσού. Η διένεξη οξυνόταν, η εταιρεία απειλούσε ότι θα φέρει τις γαλλικές και ιταλικές κανονιοφόρους, έπεσε η κυβέρνηση και πρωθυπουργός πλέον ο Δεληγιώργης ανέλαβε την επίλυση του ζητήματος. Η φημολογία περί αμύθητου πλούτου εξακολουθεί και η εταιρεία Σερπιέρι βεβαίως δεν έχει κανένα λόγο να βάλει φρένο καθώς κάτι τέτοιο θα μείωνε την τιμή των μετοχών της. Η κυβέρνηση αναζητά αγοραστή των μετοχών της εταιρείας, αυτός ανευρίσκεται κυρίως εις το πρόσωπο του εκ Κωνσταντινουπόλεως τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού και οι μετοχές μεταβιβάζονται εις την τράπεζάν του, την «Τράπεζαν Κωνσταντινουπόλεως». Η νέα μεταλλουργική εταιρεία προχωρεί σε μετοχοποίησή της και τότε μανία απόκτησης μετοχών καταλαμβάνει τους πάντες, ακόμη και τους έχοντες τα μικρότερα βαλάντια. Μετοχές αξίας 200 δρχ. πωλούνται 310 δρχ., περιουσίες φτιάχνονται σε μία νύχτα αλλά ουδείς ασχολείται με το κατά πόσον υπάρχει το ανάλογο αντίκρισμα εντός των μεταλλείων. Οι εγγραφές για την αγορά μετοχών του Λαυρίου αποτελούν τις πρώτες χρηματιστηριακές πράξεις που έγιναν στην Αθήνα. Χρηματιστήριο δεν υπήρχε αλλά υπήρχε το καφενείον «Η ωραία Ελλάς» στη γωνία των οδών Ερμού και Αιόλου, το οποίο εκτελούσε χρέη Χρηματιστηρίου.


Η απότομη πυρετώδης άνοδος θα φέρει ακάθεκτο πτώση, οι μέτοχοι καταστρέφονται και αδιάψευστος μάρτυρας είναι το στοιχείο ότι στη διετία 1873-1875 διπλασιάστηκαν οι πτωχεύσεις. Ο Ανδρέας Συγγρός, επιχειρηματίας του 1870 αλλά με χειρισμούς και νοοτροπία που μοιάζει να ανήκει στον 20ό αιώνα και ο οποίος ξεκίνησε με την υπόθεση Λαυρίου την εντυπωσιακή επιχειρηματική του διαδρομή στην Αθήνα, θα είναι ο στόχος, όχι απαραιτήτως και ο ένοχος. Στην εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Συγγρού (θα κυκλοφορήσει ως το τέλος του χρόνου από την Εστία, οι επιμελητές της έκδοσης καθηγητής Αλκης Αγγέλου και η κυρία Μ. – Χ. Χατζηιωάννου δίνουν πολύ σαφή εικόνα: «Ξαφνικά ένα κοινό ανίδεο από οικονομικά, και το οποίο μπορούσε συνεπώς εύκολα να παρασυρθεί από λογής καιροσκόπους και κερδοσκόπους, εμπλέκεται σε μια δίνη πολυειδών ψευδαισθήσεων με άμετρες προσδοκίες. Ευκολόπιστοι και καλόπιστοι, αλλά και αφελείς οι Αθηναίοι κυρίως, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν μια επιχείρηση αμελημένη εντελώς από την αρχαιότητα, να τους λύσει το οικονομικό πρόβλημα και να μετατρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη τη χώρα τους σε γη επαγγελίας. Χωρίς να λάβουν καν υπόψη τους ότι εκείνος που είχε κινήσει όλη την υπόθεση ήταν ένας ξένος επιχειρηματίας, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να ταυτίσει τις προσωπικές του επιδιώξεις από την επιχείρηση με τις προσδοκίες των Ελλήνων».


Ο Συγγρός, τα Λαυρεωτικά και ό,τι επακολούθησε παρέχουν στον Ροΐδη το έναυσμα και το υλικό για την οξύτερη και καλύτερη σάτιρά του. Στους «Ορισμούς», μέσα από τον «Ασμοδαίο», μαθαίνουμε τι σημαίνουν μεταλλείον και μέρισμα. «Μεταλλείον: Υπόγειος φενάκη». «Μέρισμα: Αρχαία λέξις, μεταπεσούσα εις αχρηστίαν».


Γελοιογραφία του «στρατηλάτη» Συγγρού κοσμεί φυσικά τις σελίδες της εφημερίδας (που άλλωστε είναι γνωστή και για την πληθώρα των αριστουργηματικών γελοιογραφικών πορτρέτων), ενώ η στήλη «Σκνίπες» σημειώνει δίχως έλεος: «Η πλουτολογική επιστήμη εξηκρίβωσε προ πολλού εκ τίνων στοιχείων συνίσταται ο υπό των μεγάλων πλην τιμίων τραπεζιτών και εμπόρων συσσωρευθείς πλούτος. Κατά τας ακριβεστέρας αναλύσεις, τα τάλαντα των Στεφάνοβικ, Ροδοκανάκη, Σίνα, Ράλλη και των τοιούτων συνίστανται εξ ίσων περίπου δόσεων φιλοπονίας, φειδούς, αγχινοίας και τύχης. Υποβαλόντες και ημείς εκ περιεργείας εις τοιαύτην χημικήν ανάλυσιν μίαν λίραν του στρατηλάτου, εύρομεν αυτήν απαρτιζομένην εκ των ακολούθων στοιχείων:


Δάκρυον ορφανού 0,02


Στεναγμοί χήρας 0,01


Πείνα συνταξιούχου 0,01


Εύνοια Τούρκου 0,03


Ελαστικότης κώδικος 0,05


Νωθρότης εισαγγελέως 0,03


Ευήθεια μετόχου 0,85».


Και αλλού στις «Σκνίπες»: «Η επιχείρησις του Λαυρίου επανήλθεν εις το αρχικόν αυτής σημείον, τον πατριωτισμόν. Φιλογενεία κινούμενος ο κ. Α. Τσιγκρός μετεχειρίσθη τα κεφάλαια ημών, ίνα σώση την Ελλάδα από της ξενικής επεμβάσεως. Οι δε προχθές αναλαβόντες την διεύθυνσιν προτίθενται αντί μερίσματος να προσφέρωσι κατ’ έτος εις τους κ.κ. μετόχους την ηθικήν ικανοποίησιν ότι τα χρήματα αυτών χρησιμεύουσιν εις εμψύχωσιν της εθνικής βιομηχανίας. […] Πολλοί ηπόρησαν τίνι τρόπω συνέλευσις μετόχων εξέλεξεν προχθές συμβούλιον εξ αμετόχων. Εφ’ όσον γηράσκομεν τόσω μάλλον πειθόμεθα ότι εν πάση συνελεύσει η πλειοψηφία δεν είναι άλλο τι ειμή μόνο καρύκευμα παρασκευαζόμενον την προτεραίαν κατά τους κανόνας στερεοτύπου τινός μαγειρικής. Το σφάλμα των μαγείρων της τελευταίας λαυριωτικής πλειονοψηφίας, υπήρξεν ότι δεν έκλεισαν καλά την θύραν του μαγειρείου εκ της οποίας εξήρχετο ανυπόφορος δυσωδία ραδιουργίας, χαβιαροχάνου και πατριωτισμού».


Ο πλουτισμός και η κερδοσκοπία δεν συνδέθηκαν τότε μόνο με τη μανία για μετοχές αλλά όξυναν και την όσφρηση των πάσης φύσεως κατόχων οικοπέδων και αγροτεμαχίων οι οποίοι οσμίζονταν στην ιδιοκτησία τους την ύπαρξη κρυμμένων πολύτιμων μεταλλευμάτων. «Πέτρες του Θεού θα δώσουμε, βουνά του Θεού θα δώσουμε, λίρες στερλίνες θα πάρουμε!…» αναφωνεί ο Μεγγλίδης, ο ήρωας του σπαρταριστού διηγήματος του Μιχ. Μητσάκη «Είς Αθηναίος χρυσοθήρας» που διαβάζεται σήμερα ως ρεπορτάζ της εποχής, με τους ευφάνταστους αφελείς Αθηναίους να θυμούνται ξεχασμένα από τους ίδιους και τον Θεό κατσάβραχα και να τα επισκέπτονται μέσα στη νύχτα, να παίρνουν δείγματα από τις πέτρες τους και να φιλοδοξούν να πλουτίσουν μέσα στο ίδιο βράδυ.


Δεν γνωρίζουμε ποιος από τους σημερινούς έλληνες πεζογράφους θα αποτυπώσει στα κείμενά του τη σημερινή «μετοχική μανία» των Ελλήνων και το θρίλερ που διεξάγεται αυτόν τον καιρό, από τις αρχές του χρόνου ως τώρα, στην οδό Σοφοκλέους. Είναι μάλλον απίθανο να προκύψει νέος Ροΐδης ή άλλος Συγγρός. Μπορεί η εποχή του 1870 να μοιάζει σήμερα γραφική και περασμένη. Προφανώς δεν είναι, έστω και μια ματιά να ρίξει κανείς στις μαρτυρίες της. Και αν αναλογιστεί και την τύχη της Τράπεζας Μπέρινγκ και την αστοχία στις προβλέψεις του ομώνυμου επιστολογράφου του, τότε ίσως υποψιαστούμε έστω ότι η φήμη, η μαγεία, δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος για τις επενδύσεις.