Εμεινε στην Ιστορία το δάκρυ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη Μακεδονία. Και κέρδισε πρωτοσέλιδα και απέσπασε συμπάθεια και προκάλεσε συγκίνηση. Τα χρόνια πέρασαν και οι εξελίξεις γνωστές.
Τα δάκρυα συγκίνησης, ακόμα και σπαραγμού, δεν προσθέτουν κάτι. Μόνο τα δάκρυα της δοκιμασίας και της θυσίας γράφουν την Ιστορία και μόνο αυτά χτίζουν τον κόσμο.
Πάνω σε αυτό το δύσκολο πέρασμα η καθυστερημένη συνείδηση μορφάζει σαν θηρίο της Αποκαλύψεως. Η συνείδηση που βλέπει τον κόσμο αποξενωμένη από τον σημερινό εαυτό της, αναπολεί το ηρωικό παρελθόν. Σαγηνεύεται από τα μυθοποιημένα επιτεύγματά του και υμνολογεί με κάθε τρόπο την προηγούμενη ύπαρξή του. Το παρελθόν αναγορεύεται σε τόπο ιδανικής απόδρασης. Εκεί το παρόν, ως ο χρόνος της βιωμένης ζωής, χάνει την πρωτεύουσα αξία του.
Πρόκειται για τη μέθοδο με την οποία κάθε κλειστή κοινωνία περισφίγγει τον εαυτό της. Περιορίζει τον ζωτικό της χώρο, υψώνει τείχη και αναδιπλώνεται σε περίκλειστη κοινωνική οντότητα.
Πιστεύω ότι ένα αυθεντικό ενδιαφέρον κινητοποίησε πολλούς συμπολίτες μας και τους οδήγησε στη συμμετοχή στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Κάτι πιστεύουν, γι’ αυτό κινητοποιούνται. Κάτι θέλουν να πουν, γι’ αυτό συμμετέχουν.
Η δύναμη των ανθρώπων είναι η δύναμη της συνάντησής τους. Αυτό όμως δεν αρκεί. Πρωτεύουσα σημασία έχει το νόημα. Αυτή η συνάντηση διεκδικεί ένα νόημα. Σε αυτή τη συνάντηση εκφωνείται ένα νόημα.
Εκεί, σε αυτή τη στιγμή, όταν έχει συντελεσθεί η αυτοσκηνοθεσία, έρχεται ο λόγος. Οχι ως συμπλήρωμα, αλλά ως καθοριστικό δεσμευτικό στοιχείο να μιλήσει για το νόημα. Αυτός ο εκφωνούμενος λόγος μεθερμηνεύει την ίδια τη συνάντηση των ανθρώπων και τη μεταπλάθει σε κάτι άλλο. Δίνει στο επιθυμητό νόημα το περιεχόμενό του.
Και κρίνεται τότε αν οι άνθρωποι είναι πρώτη ύλη μιας πολιτικής πράξης ή η συνάντησή τους η ίδια συνιστά πολιτική πράξη. Αν συνδέεται με το πριν, αν εκφράζει το παρόν, αν αγωνιά για το μέλλον. Αν συνομιλεί με τη ζωή ή αν διαλέγεται με τον θάνατο.
Εκεί που το παρελθόν κερδίζει τον πρώτο λόγο εκτοπίζοντας την πραγματική ζωή, η καθυστέρηση συναντά τον εαυτό της. Είναι η στιγμή της ολοκλήρωσης του θριάμβου της. Οι νεκροί διεκδικούν τον τελευταίο λόγο επί των ζώντων.
Η καθυστέρηση είναι η άρνηση των συνθηκών του παρόντος. Και εκφράζεται πολυπρόσωπα. Από την κατασκευή εχθρών μέχρι τις εκδηλώσεις ακραίας επιθετικότητας στους προσηλωμένους στο σήμερα, στους υποστηρικτές της προτεραιότητας του παρόντος.
Και ο ομιλών εξ ονόματός της, διολισθαίνει στην καπηλεία. Και υψώνει τον τόνο γοητευμένος από τον βίαιο λόγο. Και ομιλεί περίπου ως μύστης της Ιστορίας, ως μεταλαμπαδευτής μιας αρχέγονης εθνικής αλήθειας, σε συμμαχία με τις θεϊκές δυνάμεις και σε συμπόρευση με το σχέδιό τους. Μάλλον χωρίς συνείδηση της ύβρεως ο ομιλητής λέει: «Ει Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
Κάθε φορά που οι άνθρωποι προσέρχονται για να στηρίξουν μια επιλογή, ο εκφωνούμενος λόγος δεν ανήκει στον ομιλητή. Εκφωνούμενος, παύει να ανήκει σ’ αυτόν. Είναι ένας λόγος που «δεσμεύει» τους παρόντες. «Ανήκει» σε αυτούς που μετέχουν.
Στο συλλαλητήριο της περασμένης Κυριακής, στον αντίποδα της φωτίζουσας διάστασης του λόγου, ακούσαμε τη σκοτεινή πλευρά του. Ανάχωμα στην απελευθερωτική συνειδητοποίηση και στη λυτρωτική αυτογνωσία. Με μια οχλοτερπή αντίληψη, με μια αδιαντροπία ιστορική, με μια έρπουσα ανωτερότητα, σκάβοντας το ρήγμα μεταξύ ζωής και φαντασίας, τα πράγματα ορίστηκαν αυθαίρετα και ερμηνεύθηκαν μυθολογικά. Ακόμα και η σταγόνα της βροχής. Που ποτέ δεν μπορεί να είναι το δάκρυ της Παναγίας.
Απέναντι στο καταφύγιο των συλλαλητηρίων, ο δρόμος της ευθύνης, των κινδύνων και της δοκιμασίας.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ