«Ειλικρινά, δεν μπορώ να δω ούτε το επιστημονικό ούτε το θεραπευτικό όφελος που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια απόπειρα. Αφήνοντας στην άκρη τα προβλήματα ηθικής φύσεως και εξετάζοντας το θέμα αμιγώς επιστημονικά, θα έλεγα ότι πρόκειται για μια τεχνική της οποίας τα ποσοστά επιτυχίας είναι απαγορευτικά για να θεωρηθεί καλή τεχνική αναπαραγωγής, ειδικά στις ημέρες μας, που η πρόοδος στον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει επιλύσει σχεδόν όλα τα σχετικά προβλήματα». Αυτά δήλωνε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» τον Σεπτέμβριο του 2001 ο βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σερ Τζον Γκέρντεν (sir John Gurdon) σχολιάζοντας την εκπεφρασμένη πρόθεση κάποιων επιστημόνων να προχωρήσουν σε κλωνοποίηση ανθρώπων.
Η επιλογή να ζητηθεί σχόλιο από τον συγκεκριμένο επιστήμονα δεν ήταν τυχαία: το 1953, χρονιά που οι Γουάτσον και Κρικ διαλεύκαναν τη δομή της διπλής έλικας του DNA, ο νεαρός τότε φοιτητής Τζον Γκέρντεν πέτυχε την πρώτη κλωνοποίηση σπονδυλοζώου και ειδικότερα βατράχου. Καμιά διάθεση να κλωνοποιήσει δεν είχε ο Γκέρντεν! Το μόνο που ήθελε ήταν να δώσει απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα που τελικά άνοιξαν το πεδίο της εμβρυϊκής ανάπτυξης και του χάρισαν αργότερα το Νομπέλ Ιατρικής.
Ούτε για τον Ιαν Γουίλμουτ, τον «πατέρα» της Ντόλι, ούτε για τους κινέζους ερευνητές που δημιούργησαν πρόσφατα τους δύο κλωνοποιημένους πιθήκους ήταν αυτοσκοπός η κλωνοποίηση. Οπως μάλιστα δήλωσαν οι κινέζοι επιστήμονες κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση των Ζονγκ Ζονγκ και Χούα Χούα, μπορεί να απέδειξαν ότι η κλωνοποίηση πρωτευόντων θηλαστικών με τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι εφικτή, αλλά αφενός επεσήμαναν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη, χρονοβόρα και ακριβή, αφετέρου κατέστησαν σαφές ότι οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονται να κάνουν κάτι τέτοιο.
Βεβαίως είναι πολύ πιθανόν η γέννηση των δύο πιθήκων να ανοίξει την όρεξη κάποιων άλλων για δημιουργία ανθρώπινων κλώνων. (Η εμπειρία έχει δείξει ότι συνήθως αυτοί είναι δευτεροκλασάτοι επιστήμονες με ναρκισσιστικές τάσεις που βρίσκουν ευκαιρία να βρεθούν για λίγο στη δημοσιότητα ανακοινώνοντας προθέσεις αντί να ανακοινώνουν πεπραγμένα.) Το γεγονός ότι από το 2001 μέχρι σήμερα δεν έχουμε νέα από τους τότε επίδοξους κλωνοποιητές ανθρώπων αποδεικνύει την ορθότητα του σχολίου του Γκέρντεν. Το οποίο παραμένει και σήμερα απολύτως επίκαιρο. Αν μάλιστα σε αυτό προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο παλιός παραδοσιακός τρόπος αναπαραγωγής είναι αφενός εξελικτικά προτιμητέος (ευνοεί το ανακάτεμα του γενετικού υλικού και λειτουργεί σαν αντίδοτο στον εκφυλισμό των ειδών), αφετέρου ασυναγώνιστα απολαυστικός, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε κανέναν λόγο να καταφύγουμε στην κλωνοποίηση ανθρώπων. Θα ζήσουμε άραγε το παράλογο;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ