Εχω την τύχη να βρίσκομαι σε τακτική επαφή με νέους ­ τουλάχιστο, νέους που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο. Και καθώς οι συναντήσεις μας δεν περιορίζονται στη «διδακτέα ύλη» της Θεατρολογίας, αλλ’ απλώνονται σε κάθε είδους θέματα, μου δίνεται η ευκαιρία να μαθαίνω κάπως τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους, και να διαμορφώνω μια κάποια ιδέα για τους νέους που κάνουν την «πάροδό» τους στη δραματική ορχήστρα της ζωής.


Δεν είναι η πρώτη φορά που θα τονίσω πόση ευφροσύνη (μού) χαρίζει αυτή η «κοινωνία» μαζί τους ­ με τη δίψα τους για μάθηση και γνώση, με τη δροσερή παρρησία τους, με την ικανότητά τους να διατυπώνουν ξεκάθαρα τις σκέψεις και τις αντιδράσεις τους. (Δεν είναι ωραιοποίηση αυτό, είναι «ρεαλιστική» διαπίστωση, ύστερ’ από εμπειρίες μιας επταετίας).


Ομως, αυτή η ευφροσύνη θολώνεται από βαριά θλίψη. Θλίψη, που την προκαλεί η αγωνία των νέων για το Αύριό τους (όχι μόνο το καθαρά βιοτικό), αγωνία που φτάνει στο ερώτημα αν ο τόσος μόχθος τους δεν είναι άγονος και μάταιος. Σπουδάζουν, κοπιάζουν, θέλουν, μπορούν ­ αλλ’ αναρωτιώνται τι λόγο και τι θέση (θα) έχουν στο υπερφορτωμένο καράβι του κοινωνικού βίου, όπου δεν υπάρχει πια χώρος ούτε στ’ αμπάρια, και όλο και περισσότεροι μένουν στο μουράγιο, βλέποντας τα πλοία να φεύγουν χωρίς εκείνους, όσο «καλό εισιτήριο» κι αν έχουν εξασφαλίσει.


Ενας απ’ τους νέους αυτούς ­ τελειόφοιτος πια, που θα πει, με ακόμα εντονότερες τις αγωνίες του ­ με ρώτησε τις προάλλες:


­ «Τι γνώμη έχετε για την έρευνα σχετικά με τις επιλογές και τις προτιμήσεις των νέων, για την πολιτικο-κοινωνική συμμετοχή τους κλπ.;».


Εννοούσε, βέβαια, την έρευνα του Ινστιτούτου V-PRC, που έδειξε πως οι νέοι μας δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς, ενώ αντίθετα πιστεύουν στην οικολογία (87,5%), στην οικογένεια (79,5%), στη φιλία (70,3%), στον εκσυγχρονισμό (66,9%), στην Ευρωπαϊκή Ενωση (59%).


­ «Θα σου αντιστρέψω την ερώτηση: Συμφωνείς μ’ αυτές τις επιλογές; Και πώς τις εξηγείς;».


­ «Σε γενικές γραμμές, συμφωνώ. Οσο για την εξήγηση… Εμείς, η γενιά μου, γεννηθήκαμε λίγο μετά το 1970, που θα πει αρχίσαμε να «καταλαβαίνουμε τον κόσμο» γύρω στο 1985. «Να καταλαβαίνουμε», τρόπος του λέγειν δηλαδή, επειδή ίσα-ίσα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα. Ή, σωστότερα, καταλάβαμε σιγά-σιγά πως βρεθήκαμε μέσα σ’ ένα χάος παραλογισμού: μέσα σε μια παράλογη πόλη μιας παράλογης χώρας, ενός παράλογου κόσμου, με ανθρώπους που παράλογα τρέχουν και σπρώχνονται και διαγκωνίζονται (κυριολεκτικά και μεταφορικά), με παράλογους κανόνες, με παράλογες εξουσίες, που κάνουν και τους εξουσιαζόμενους παράλογους…


Μόλις πάμε να πιστέψουμε σε κάτι ­ μια ιδεολογία, ας πούμε, ένα πρόσωπο δημόσιο ­, έρχονται οι πραγματικότητες και τα ανατρέπουν, ξεγυμνώνουν τις ψευτιές και τις καλπουζανιές τους. Μόλις πάμε να δουλέψουμε για κάτι, έρχεται η καθημερινότητα και μας δείχνει πως σκιαμαχούμε…».


­ «Μήπως υπερβάλλεις;».


­ «Δε νομίζω. Μα για δείτε: Στο σχολείο αλλά και στο Πανεπιστήμιο, σκοτωνόμαστε για ν’ αποκτήσουμε κάποια «εφόδια», όπως τα λένε. Και τι θερίζουμε; Αργά ή γρήγορα, διαπιστώνουμε πως τα εφόδια αυτά είναι λειψά, κούφια, ή άχρηστα. «Μαθαίνουμε» ένα βουνό πράγματα για πράγματα που δεν μας ενδιαφέρουν, αλλά κι εκείνα που μας ενδιαφέρουν τα διδασκόμαστε με τρόπο που μας τα κάνει αδιάφορα, βαρετά ή και μισητά.


Εμένα λ.χ., εκτός απ’ το Θέατρο, μ’ αρέσει η Ιστορία. Αλλά έτσι που είναι γραμμένα τα σχολικά βιβλία, καταντάει να παστωνόμαστε με χιλιάδες ασήμαντες λεπτομέρειες, και να μην υποψιαζόμαστε καν τι είναι Ιστορία, αν η ανθρώπινη περιπέτεια μέσα στους αιώνες έχει κάποιο νόημα, κάποιες νομοτέλειες…


Μα πέστε μου: Είναι Ιστορία να μαθαίνουμε λ.χ. πως, τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σικελία τόσα καράβια, τόσους οπλίτες, τόσο ιππικό ­ νούμερα, που τα ξεχνάμε μισή ώρα αφού εξεταστούμε; Ή είναι Ιστορία αυτά που δεν μαθαίνουμε; Δηλαδή, γιατί πραγματικά έγινε εκείνος ο πόλεμος, γιατί καταστράφηκε η Αθήνα, ποια ήταν τα λάθη της και οι «ύβρεις» της. Κι αν ψάξουμε και τα βρούμε αυτά σε κάποια άλλα βιβλία, «εξωσχολικά», και τα πούμε ή τα γράψουμε, δεν παίρνουμε ούτε τη βάση επειδή, λέει, ξεφύγαμε απ’ το σχολικό βιβλίο!


Αποτέλεσμα: η «παπαγαλία», αυτός ο Μολώχ, που τρώει τις ώρες μας και το μεδούλι μας, μάς αποβλακώνει, αλλά που τον «λατρεύουμε» όλοι, επειδή «πρέπει» ν’ αναμασάμε κατά λέξη ό,τι λέει το βιβλίο. Είναι ο εύκολος τρόπος για τους βαθμολόγους: τους γλιτώνει απ’ τον κόπο να κρίνουν αν ο μαθητής ξέρει την ουσία του θέματος, αν κρίνει σωστά, αν γράφει σωστά.


Δε λέω, πως δεν υπάρχουν και κάποια καλά βιβλία και αρκετοί καλοί δάσκαλοι. Υπάρχουν, αλλά τι μπορούν να κάνουν, όταν το «πρόγραμμα» τούς επιβάλλει να διδάσκουν ατέλειωτες «πατάτες» και κολοκυθοκορφάδες, και η γενική μέθοδος τούς υποχρεώνει να συμμορφωθούν με τα ασυμμόρφωτα;».


­ «Στο Πανεπιστήμιο, τουλάχιστον ­;».


­ «Νομίζετε πως κι εδώ έχει εξαφανισθεί η παπαγαλία; Κάθε άλλο! Ξέρετε πως υπάρχουν καθηγητές που μας αναγκάζουν να παπαγαλίζουμε; Οταν λ.χ. αναλαμβάνουμε μια γραπτή εργασία πάνω στο τάδε θέμα, μας προειδοποιούν πως δεν επιτρέπεται να λέμε και δικές μας γνώμες, κρίσεις κλπ., επειδή, λέει, δεν έχουμε αρκετές γνώσεις για το θέμα. Αλλά τότε, τι νόημα έχουν οι εργασίες; Ν’ αντιγράφουμε το «σύγγραμμα» του καθηγητή ή τις σημειώσεις του; Επιστήμονες πάμε να γίνουμε ή «καρμπονάροι» ­ έτσι λέμε όσους αντιγράφουν τα βιβλία σαν καρμπόν…».


­ «Σωστά όλα αυτά, αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην έρευνα. Πώς εξηγείς λ.χ. ότι το 80% σχεδόν των νέων πιστεύει στην οικογένεια; Ως τώρα, είχαμε την εντύπωση πως αυτός ο κοινωνικός ιστός δεν έχει πια σημασία για τους νέους, καθώς η οικογένεια έχει χάσει την παλιά συνεκτική δύναμή της».


­ «Νομίζω πως οι περισσότεροι «οικογενειολάτρες» νέοι έχουν στο νου τους όχι τόσο την οικογένεια όπως είναι σήμερα, αλλά όπως θα ήθελαν να είναι. Θα έλεγα πως «νοσταλγούν» κάτι που δεν γνώρισαν ποτέ. Πάρα πολλές οικογένειες ­ το ξέρετε ­ έχουν γίνει σκορποχώρι: ο πατέρας κυνηγάει τον επιούσιο ή πολύ περισσότερα απ’ τον επιούσιο… η μητέρα, όταν εργάζεται, κυνηγάει την «καταξίωσή» της ή, όταν δεν εργάζεται, κυνηγάει τον «Θανάση» ­ το «χαρτάκι», δηλαδή. Πού καιρός ν’ ασχοληθούν πραγματικά με τα παιδιά τους;


Δεν είναι αυτή η οικογένεια που πιστεύουμε. Ούτε, πάλι, η αυταρχική οικογένεια του παλιού καιρού, η οικογένεια παιδονόμος και αστυνόμος… η οικογένεια, που αποστρεφόταν ο Andre Gide, θυμάστε: «Οικογένειες, κλειστά σπιτικά, σας μισώ!». Αλλά μια οικογένεια ανοιχτή, αληθινής επαφής, στοργής, έγνοιας, μια οικογένεια που να προβληματίζεται όχι αν το παιδί τους θα πάρει το περιβόητο «χαρτί» και το αφιονίζει για να το πάρει. Αλλά αν το παιδί θα οπλισθεί ουσιαστικά, γόνιμα για τη ζωή που το περιμένει, και να το στηρίξει γι’ αυτό κι όχι για βαθμούς και μόρια».


­ «Οπότε, αναζητάτε στη φιλία αυτό το στήριγμα…».


­ «Ναι, στη φιλία, αλλά όχι μόνο σαν υποκατάστατο της οικογένειας… Εχω λίγους φίλους. Αλλά φίλους. Πιστεύω πως ο αληθινός φίλος είναι δώρο θεϊκό. Είναι η φωνή σου, μα και μια άλλη φωνή… είναι ο καθρέφτης σου, μα κι ένα άλλο είδωλο… είναι ο διάλογος και ο αντίλογός σου… είναι η λυδία λίθος σου…


­ «Ωστόσο, σήμερα, έχετε ελευθερίες πολύ περισσότερες απ’ όσες είχαμε εμείς».


­ «Ναι, αλλά συχνά δεν ξέρουμε τι να τις κάνουμε… Ωρες-ώρες, νιώθουμε πως είμαστε ελεύθεροι σαν αδέσποτα σκυλιά, που τα παραφυλάει ο μπόγιας. Γι’ αυτό, δαγκώνουμε… Ολοι καταδικάζουν τον «εκτροχιασμό» των νέων, τα ναρκωτικά κλπ. Με το δίκιο τους, φυσικά. Αναρωτήθηκαν, όμως, ποιες αφύλακτες διαβάσεις μας εκτροχιάζουν, ποιο κολασμένο κενό οδηγεί πολλούς σε «τεχνητούς» παράδεισους»;


­ «Και η πολιτική, που της δίνετε τόσο μικρό ποσοστό ­ ούτε 10%, νομίζω»;


­ «Η Πολιτική (με κεφαλαίο) μας ενδιαφέρει και πολύ, οι πολιτικοί (με πεζό) μάς αφήνουν αδιάφορους. Εσείς τα ξέρετε πολύ καλύτερα από εμένα, και τα γράφετε. Γιατί να νοιαστούμε για τους πολιτικούς; Αυτοί νοιάζονται για εμάς; Φαφλατίζουν για το «μέλλον της Ελλάδας» ­ εμείς είμαστε το μέλλον!» ­ και το μόνο μέλλον και παρόν που έχουμε, είναι οι ουρές: ουρές για μια αίτηση, για μια θέση, για το Δημόσιο, για τον Δήμο, για τις ΔΕΚΟ, για το «λεωφορείο» που μας αφήνει πάντα στη στάση…».


­ «Και πού καταλήγει αυτή η συζήτηση κι αυτή η κατάσταση;».


­ «Θα σας απαντήσω όπως η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων: «Εγώ ένα ξέρω: πως δεν ξέρω»»…


Αυτό το τέλος είχε εκείνη η συνάντηση…