Η μαζική έλευση και εγκατάσταση στη χώρα μας μεταναστών και προσφύγων κατά την τελευταία εικοσαετία συνιστά ένα σύγχρονο εκρηκτικό πρόβλημα με πολυδιάστατες προεκτάσεις εθνικές, δημογραφικές, εργασιακές, ασφαλιστικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές. Το παράδοξο είναι ότι η χώρα μας από κέντρο εξαγωγής μεταναστών έχει μετεξελιχθεί σε τόπο αθρόας προσέλευσης μεταναστών, λαθρομεταναστών και προσφύγων, ελληνικής καταγωγής ή και αλλοδαπών. Αλλά ακόμη δεν φαίνεται να έχουμε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει αυτή η αντιστροφή του μεταναστευτικού ρεύματος για την οποία υπάρχει έλλειμμα πολιτικής δράσης.


Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε από 9.046.000 το 1976 σε 10.475.000 το 1995. Η φυσική αύξησή του, για την ίδια περίοδο, ήταν μόλις 613.000 άτομα (2.430.000 γεννήσεις έναντι 1.817.000 θανάτων). Κατά συνέπεια, τα υπόλοιπα 816.000 άτομα είναι μετανάστες, λαθρομετανάστες και πρόσφυγες ελληνικής ή αλλοδαπής καταγωγής. Πιθανώς μάλιστα ο αριθμός αυτός να είναι μεγαλύτερος, αν ληφθεί υπόψη ότι οι λαθρομετανάστες αποφεύγουν επιμελώς τη στατιστική καταγραφή, ακόμη και αυτήν της ΕΣΥΕ που δεν συνδέεται με όποιες κυρώσεις.


Αλλά ακόμη κι αν δεχτούμε την ύπαρξη αυτού του ελάχιστου αριθμού των 816.000 μεταναστών και προσφύγων, θα πρέπει να έχουν αυξηθεί από το 1995 και να φτάνουν σήμερα τουλάχιστον τα 900.000 άτομα. Αν υποθέσουμε ότι από αυτούς απασχολούνται οι 800.000, κατά κανόνα παράνομα σε πλήρη ή μερική απασχόληση, τότε η συμμετοχή τους στο σύνολο των 4,3 εκατ. περίπου του εργατικού δυναμικού της χώρας ανέρχεται στο εντυπωσιακό ποσοστό του 19%. (Εργατικό δυναμικό 1995: 4.248.528 άτομα, αδημοσίευτα προσωρινά στοιχεία ΕΣΥΕ).


Μπροστά σ’ αυτό το τεράστιο ζήτημα, η ελληνική πολιτεία εμφανίζεται να κωφεύει, ή να το αντιμετωπίζει με ημίμετρα, όπως η χορήγηση της πράσινης κάρτας για τους αλλοδαπούς εργαζομένους, όσο κι αν αυτό αποτελεί ένα αναμφίβολα θετικό βήμα. Για την αντιμετώπισή του χρειάζονται βαθύτερες, ολοκληρωμένες και ριζοσπαστικές λύσεις που θα στοχεύουν στην κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση του ζητήματος προς όφελος της χώρας μας.


Συνοπτικά εδώ προτείνεται να διαμορφωθεί μια νέα σύγχρονη πολιτική επιλεκτικής και ισορροπημένης ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία, μέσα στην επόμενη πενταετία 1998-2003, εκτός των Ελλήνων – Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ενωση και μέρους των εθνοτήτων που διαβιούν εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας σε μόνιμη βάση. Μια τέτοια πολιτική θα έχει καταλυτικά θετικές συνέπειες: 1) στην ανακοπή της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού και στη ριζική αντιμετώπιση του οξύτατου δημογραφικού μας προβλήματος, 2) στην ενίσχυση της εθνικής οικονομίας και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με την είσπραξη φόρων και εισφορών, 3) στην εθνική άμυνα με την αξιοποίηση μιας νέας μεγάλης δεξαμενής στρατευσίμων και εφέδρων, και 4) στη δυνατότητα εποίκισης απομακρυσμένων προβληματικών περιοχών όπως η Θράκη, η Ηπειρος, ορεινών περιοχών, απομονωμένων νησιών και νησίδων.


Συγκεκριμένα, προτείνεται να υπάρξει η δυνατότητα να αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια, πιθανώς και υπό καθεστώς διπλής υπηκοότητας, οι Πολωνοί που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας περισσότερα από πέντε χρόνια και οι οποίοι διακρίνονται για το υψηλό εργασιακό και πολιτιστικό τους επίπεδο. Με τον τρόπο αυτόν υπολογίζεται ότι θα αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια, από το σύνολο των 70.000 – 80.000 Πολωνών στην Ελλάδα, οι 30.000 – 50.000. Επίσης, ανάλογη δυνατότητα θα μπορούσε να δοθεί σε ευρωπαίους πολίτες με προοπτική να οδηγήσει στην ελληνοποίηση 30.000 – 50.000 ατόμων. Εδώ επισημαίνεται ότι στο κοντινό μέλλον δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε, και μάλλον να ενθαρρύνουμε, την εγκατάσταση εύπορων αλλοδαπών συνταξιούχων που αναζητούν περιοχές με ήπιο κλίμα όπως η χώρα μας.


Ειδική πολιτική ισορροπημένης ενσωμάτωσης θα μπορούσε να ασκηθεί για μετανάστες από την Ασία και την Αφρική, με προοπτική να ελληνοποιηθούν όχι περισσότεροι από 50.000 μέσα στην επόμενη πενταετία. Από τις παραπάνω εκτιμήσεις, προκύπτει ένας συνολικός αριθμός 150.000 – 180.000 ατόμων μη ελληνικής καταγωγής που θα μπορούσαν χωρίς παρενέργειες να αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια. Στους αριθμούς αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι περίπου 150.000 νεο-πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ενωση που ήδη έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας. Επιπλέον, υπάρχουν οι 150.000 – 200.000 Βορειοηπειρώτες και Αλβανοί καθώς και οι 20.000 – 30.000, κυρίως Βούλγαροι και Ρουμάνοι, που ήδη εργάζονται στη χώρα μας, για τους οποίους προβλέπεται η χορήγηση πράσινης κάρτας εργασίας. Ειδικότερα για τους ελληνικής καταγωγής πολίτες από την Αλβανία υπάρχει πάντα η ευρηματική λύση της παροχής διπλής υπηκοότητας, που μπορεί να επεκταθεί επιλεκτικά και σε άλλες εθνότητες. Τελικός στόχος είναι να αποκτήσουν σταδιακά ελληνική ιθαγένεια περί τους 300.000 – 350.000 μετανάστες και πρόσφυγες μέσα στην ερχόμενη πενταετία 1998-2003.


Ως βασικός φορέας υλοποίησης της νέας αυτής πολιτικής προτείνεται να είναι ο «Οργανισμός Μεταναστών και Προσφύγων» (ΟΜΕΠ) που θα αντικαταστήσει το Ιδρυμα Παλιννοστούντων (ΕΙΥΑΠΟΕ) το οποίο κάθε άλλο παρά ανταποκρίθηκε στους στόχους του. Το ΕΙΥΑΠΟΕ προτείνεται να διαλυθεί, να απομακρυνθούν οι αδρά αμειβόμενοι – αργόμισθοι σύμβουλοί του και να υπάρξει λογιστικός και κυρίως διαχειριστικός έλεγχος. Μέρος του υπαλληλικού του προσωπικού θα μπορούσε να επαναπροσληφθεί στον νέο φορέα (ΟΜΕΠ), με την προϋπόθεση ότι θα μετοικήσει στη Θεσσαλονίκη, όπου προτείνεται να είναι η έδρα του, υπό την εποπτεία του υπουργείου Βόρειας Ελλάδας και με συναρμόδιο το υπουργείο Εργασίας. Η μετονομασία και μετεξέλιξη του Ιδρύματος Παλιννοστούντων σε Ιδρυμα Μεταναστών και Προσφύγων, εκτός των άλλων, θα του επιτρέπει να αντλεί σημαντικούς πόρους που υπάρχουν για τους συναφείς σκοπούς σε διεθνείς φορείς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ενωση, ο ΟΗΕ κλπ. Η λειτουργία του ΟΜΕΠ θα ακολουθεί τα πρότυπα ανάλογων φορέων που έχουν δημιουργηθεί σε άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα, θα συνεργάζεται με διεθνείς φορείς και ειδικότερα με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα ασκεί τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής για το ίδιο θέμα.


Γενικότερα, για το ζήτημα των μεταναστών και προσφύγων απαιτείται προβληματισμός της πολιτείας και των διαφόρων φορέων και συλλογικών οργάνων, όπως η ΓΣΕΕ, ο ΣΕΒ, τα Επιμελητήρια κλπ. Εκείνο που δεν νοείται είναι η ανυπαρξία πολιτικής για αυτό το πολυδιάστατο εκρηκτικό ζήτημα που χτυπά εκκωφαντικά την πόρτα μας.


Ο κ. Θ. Κατσανέβας είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.