Επανέρχεται και πάλι και πολλάκις το ερώτημα περί του πρακτέου με την Τουρκία. Δίδονται πολλαπλές απαντήσεις. Από εκείνην που θα υιοθετήσουμε τελικά, θα εξαρτηθεί η εθνική μας βιωσιμότητα. Αρα εδώ πρόκειται για τη σοβαρότερη επιλογή που έχουμε να κάνουμε. Μια τέτοια ενέργεια είναι φυσικό ότι πρέπει να βασίζεται στην ωμή και σκληρή πραγματικότητα και όχι σε ιδεολογήματα, προσωπικές επιθυμίες ή απωθημένα. Ο Θουκυδίδης κατέγραψε και ζύγισε αυτή την κυνική πραγματικότητα και για λογαριασμό των (νουνεχών) επιγενομένων: «Δίκαια εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά οι προύχοντες πράσσουσιν και οι ασθενείς ξυγχωρούσι». Δυστυχώς, δηλαδή, το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του, αλλιώς οι ισχυροί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν.


Η Αγκυρα δεν δείχνει να επηρεάζεται, ουσιωδώς τουλάχιστον, από το διεθνές περιβάλλον και τους κώδικες συμπεριφοράς που αυτό ορίζει. Ενεργεί αυτόνομα, ενστικτωδώς και πέραν του καλού και του κακού. Αρα, έχουμε ενώπιόν μας χώρα λίγο πολύ ασυνήθη, η οποία λειτουργεί εν ονόματι της υλικής της δυνάμεως, άλλοτε χρησιμοποιώντας την και άλλοτε απειλώντας τη χρησιμοποίησή της. Η διεκδίκηση τυπικής ευρωπαϊκής ταυτότητας την οποία επιχειρεί το τουρκικό κατεστημένο για λόγους ιδίου κύρους θυμίζει τη λεοντή του αισωπείου τετραπόδου. Δεν αλλάζει τίποτε και σ’ αυτό ενοχοποιείται και η ίδια η Ευρώπη, η οποία από άλλη ιδιοτέλεια πουλάει… τίτλους ευγενείας αδαπάνως για τους αποκτώντες.


Οι ιεροφάντες του κατευνασμού στον τόπο μας επιμένουν να αγνοούν πεισματικά την αληθινή φύση του τουρκικού καθεστώτος. Αποτέλεσμα η στρατηγική που προτείνουν να είναι εξωπραγματική αφού βασίζεται σε ανύπαρκτη προϋπόθεση.


Αυτή την ώρα η Αγκυρα θέτει σε κίνηση ένα γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα για την επόμενη δεκαετία, ύψους 40 τρισ. δρχ. Είναι φανερό ότι μια τέτοια έκταση παραγγελιών ικανοποιεί πολλαπλούς στόχους: εξαγοράζει τις κυβερνήσεις – παραγγελιοδόχους, πλουτίζει υψηλούς μεσάζοντες, επιτυγχάνει πολιτικοδιπλωματικά ανταλλάγματα, παρατείνει τον βίο του ισλαμικώς βαλλόμενου κατεστημένου της. Αλλά κυρίως η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος καθιστά ακόμη θρασύτερο τον τουρκικό επεκτατισμό.


Τα πράγματα δίχως περίτεχνες κουβέντες και ανάλογες ιδεοληψίες είναι απλά και καθαρά. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε χωρίς εθνικήν ατίμωση και χωρίς απώλεια εδάφους η επιλογή είναι αδυσώπητα μοναδική: η εξισορρόπηση ισχύος. Εξισορρόπηση βεβαίως δεν σημαίνει αριθμητική ή ποσοτική εξίσωση. Σημαίνει δύναμη αποτροπής της απειλής με όποια ιστορική φόρτιση μπορεί να έχει αυτός ο λόγος.


Ο αρχηγός των Σπαρτιατών που ρωτήθηκε πόσοι είναι οι εχθροί απάντησε «μη ερωτάν πόσοι αλλά πού εισίν οι πολέμιοι». Και που ξαναρωτήθηκε, τότε, «πόσοι εισίν οι Λακεδαιμόνιοι» αποστόμωσε: «ικανοί τους εχθρούς απερύκειν (; =διώξουν)». Οι Ελληνες είναι ικανοί εξ αντικειμένου όταν παρακολουθούν ανταγωνιστικά τα έργα του εχθρού. Και ικανότεροι εξ υποκειμένου αφού προμαχούν για την ελευθερία τους και δεν μάχονται να υποδουλώσουν άλλους.


Η Τουρκία είναι επεκτατική έναντι όλων των γειτόνων της και μια ψυχανάλυση του κατεστημένου της θα παρείχε σίγουρα αποκαλυπτικά στοιχεία για την εσωτερική λειτουργία των σουλτανικών συνδρόμων και των χαμένων πασαλικίων. Ενώ όμως ο επεκτατισμός της είναι καθολικός, προς τις άλλες χώρες υφίσταται δυνάμει, κατά της Ελλάδος στρέφεται ενεργεία.


Γιατί άραγε; Διότι απλούστατα η δική μας συμπεριφορά αυτά τα χρόνια αντί να είναι αποτρεπτική υπήρξε συχνά, άλλοτε συγκεκαλυμμένα και άλλοτε απροκάλυπτα, ενδοτική. Αυτό το μήνυμα στέλναμε ­ και ορισμένοι επιμένουν να εξακολουθήσουμε να το στέλνουμε αφενός με τη συνεχή αποδυνάμωση του συσχετισμού ισχύος μας και αφετέρου με την επικίνδυνη ανοχή μας στην επιβολή εκάστοτε των τουρκικών όρων του «παιχνιδιού». Εξόχως ευθύβολος ο σοφός της πολιτικής τέχνης Θουκυδίδης αποφαινόταν και προειδοποιούσε: «ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι» ­ δεν κατηγορώ τους επιδόξους τυράννους ­ «αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσι» ­ αλλά αυτούς που είναι έτοιμοι να υποταχθούν.


Δείγμα αυτής της υποτακτικής μας νοοτροπίας είναι ότι κανένα από τα απειροελάχιστα άλλωστε δικαιώματά μας από τη λεγόμενη ενδιάμεση και πάντως ετεροβαρή συμφωνία με τα Σκόπια δεν ασκήσαμε. Αλήθεια, τι κόλαφο πρέπει να αισθάνθηκε η ελληνική διπλωματία όταν προχθές η κυβέρνηση της Πολωνίας αρνήθηκε στον Πρόεδρο των Σκοπίων να υπογράψει διμερή συμφωνία παρά μόνο ως FYROM και εξηναγκάσθη ο τελευταίος να διακόψει το επίσημο ταξίδι του στη Βαρσοβία φεύγοντας με άδεια χέρια; Την ίδια στιγμή τα Σκόπια ασυδοτούν ως Μακεδονία μέσα στην Ελλάδα και παίρνουν τη συμπεφωνημένη ανάθεση των δύο υδροηλεκτρικών εργοστασίων του Αξιού από την Ελλάδα και την δίνουν στην Κίνα.


Πώς θέλουμε ύστερα να μας παίρνουν στα σοβαρά οι άλλοι; Εις πείσμα της κτηνώδους πραγματικότητας στα ελληνοτουρκικά, που οφείλεται στην εγγενή επεκτατικότητα της Αγκυρας και στην εγγενή ανεκτικότητα της Ελλάδος, ο κατευνασμός θεωρεί με ένα μαζοχιστικό τρόπο συλλήβδην και εις ολόκληρον συνυπεύθυνο με τον επιτεθέμενο το θύμα της επιθετικότητας. Σημειώστε το γνωστό ανέκδοτο «οι ακραίοι των δύο πλευρών», ενώ είναι πασίδηλο ότι η άλλη πλευρά είναι ολόκληρη ακραία και η εδώ το ακριβώς αντίθετο, γι’ αυτό προς κάλυψη του κενού στην Ελλάδα βαπτίζονται ακραίοι αυτοί που αισθάνονται το καθήκον να σκέφτονται φωναχτά για την πατρίδα.


Και δογματίζει αφελώς ο κατευνασμός. Πρώτον, ότι δεν υπάρχει εγγενής επεκτατισμός. Δεύτερον, ότι υπάρχουν καλοί και κακοί Τούρκοι στην ηγεσία της Αγκυρας.


Και πρέπει να ενισχύσουμε (εμείς;) τους «καλούς» και να απομονώσουμε τους κακούς (και αυτό εμείς θα το κάνουμε;).


Τρίτον, η Τουρκία επηρεάζεται τάχα από το διεθνές περιβάλλον και είναι υποχρεωμένη να συμπεριφέρεται ευρωπαϊκά. Υποχρεωμένη φυσικά και είναι, όπως είναι υποχρεωμένη να σέβεται τα διεθνή νόμιμα και τις διεθνείς και διμερείς συμφωνίες που υπογράφει. Αλλά δεν ορρωδεί να κάνει τα αντίστροφα. Εδώ ακούγεται και το παγκοσμίως πρωτάκουστο ότι, όταν μια χώρα υπογράφει σε διεθνές κείμενο (το έπραξε η Τουρκία στα δύο Νταβός, στη Βουλιαγμένη, στη Μαδρίτη) ότι θα σεβασθεί το διεθνές δίκαιο (αλλά όχι και για πού, π.χ. Αιγαίο), θα σεβασθεί τα σύνορα (αλλά αυτά που θεωρεί αυτή σύνορα), ότι αποδέχεται την ειρηνική επίλυση των προβλημάτων (που όμως τα προκαλεί αυτή, αλλά δεν ανακαλεί και το casus belli που εξαπέλυσε εναντίον μας για τα 12 μίλια), τότε όλες αυτές οι αδάπανες «δεσμεύσεις» της γείτονος βαφτίζονται από τον κατευνασμό υποχωρήσεις της ή έστω συμμόρφωσή της στο διεθνές περιβάλλον.


Τέταρτον, ο κατευνασμός ανέλαβε εσχάτως μια σταυροφορία για τη δημιουργία κλίματος συνεννόησης σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Επιχειρηματίες πήγαν ήρθαν εκατέρωθεν καθώς επίσης δήμαρχοι, καλλιτέχνες και άλλοι.


Οι επαφές αυτού του είδους μπορούν να γίνονται αν υπάρχει ειλικρίνεια από την άλλη όχθη και οι οικονομικές σχέσεις εφόσον υπάρχει αμοιβαίο όφελος είναι χρήσιμο να επεκτείνονται. Από εκεί και πέρα το να επιχειρείται η προβολή ψευδαισθήσεων σε πολιτικό επίπεδο, εδώ σε μας μόνο, να αντλούνται και να προβάλλονται συμπεράσματα μηδεμία σχέση έχοντα με την πραγματικότητα της εθνικής στρατηγικής της Τουρκίας είναι έσχατη πλάνη αν δεν είναι «άλλη» σκοπιμότητα. Στη Θεσσαλονίκη μάλιστα η συνάντηση πήρε συνειδητά χαρακτήρα πανηγυρισμού της εθνικής ημέρας της νέας Τουρκίας και δη του ιδρυτή της. Αυτή ακριβώς η σκόπιμη εκτροπή είναι εντελώς αλλόκοτη και παράλογη. Αλλόκοτο και παράλογο να συνεορτάζουν Ελληνες τον Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη, όσο θα ήταν να συνεορτάζουν Εβραίοι τον Αδόλφο Χίτλερ που διεκήρυττε γενοκτονιακό του πρότυπο του Κεμάλ στο Τελ Αβίβ. Από την ιστορία εξάλλου υπενθυμίζουμε ότι η θεαματική αύξηση των εμπορικών συναλλαγών τής ολίγον προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Γερμανίας σε ποσοστό πέραν του 100% με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία δεν απέτρεψε την πρώτη από του να εξαπολύσει την καταστροφή. (βλ. Π. Κονδύλη: Θεωρία του Πολέμου, σελ. 404. Συνιστούμε θερμά αυτή τη μελέτη και ειδικά το κεφάλαιο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος). Στην τότε Γερμανία, όπως και στη νυν Τουρκία, οι αποφάσεις ή δεν λαμβάνονται και από τους εμπόρους ή τους ευρίσκουν σύμφωνους. Χαρακτηριστικές οι συνεντεύξεις του κ. Ραχμή Κοτς, χρηματοδότη μεταξύ άλλων ιδιοτήτων του Αττίλα, που μας λέει εδώ ό,τι λέει ο Γιλμάζ στην Αγκυρα.


Πέμπτον, ο κατευνασμός μέμφεται τον ενιαίο αμυντικό χώρο Ελλάδος – Κύπρου. Ενώ, όπως αποδεικνύουν τα πράγματα, η σοβαρότερη απόφασή μας από το 1974 (θεωρία «η Κύπρος είναι μακριά») είναι αυτή ακριβώς. Στο μέτρο πάντα που την πραγματώνουμε (S-300 κλπ.). Ο κατευνασμός επενδύει μετά πολλοστήν εξαπάτηση τις ελπίδες του στον αμερικανό μεσολαβητή, ο οποίος όμως είναι πάντοτε το άλλοθι του Προέδρου του απέναντι στη σημαντική ελληνοαμερικανική κοινότητα. Περί του τι έχει ωστόσο κατά νουν να πράξει ο νυν κ. Χόλμπρουκ ερωτήσατε τον κ. Γιλμάζ, ο οποίος, μετά τη συνάντησή τους, εγκωμιάζοντας τον Αμερικανό μάς πληροφόρησε ότι «η προσέγγιση του Κυπριακού από τον κ. Χόλμπρουκ είναι η πιο δημιουργική και πιο ρεαλιστική που προτάθηκε ποτέ»!!!


Η σφυρηλάτηση της εθνικής μας ικανότητας σημαίνει βεβαίως μεγέθη οικονομικά και στρατιωτικά αλλά σημαίνει πρωτίστως εμπέδωση ενός αγωνιστικού πνεύματος με θελήσεις και αποφάσεις που πολλαπλασιάζουν την ικανότητα. Βεβαίως ένας λαός που εθίζεται στην αδράνεια κινδυνεύει εύκολα από μιθριδατισμό και το ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει είναι τι θα πράξει όταν βρεθεί ενώπιον του οδυνηρού διλήμματος να επιλέξει ανάμεσα σε μια ταπεινωτική και μάλλον εφήμερη ειρήνη και σε μια ηρωική αντίσταση, αντεπίθεση και ανταπόδοση. Η Ανταλκίδειος ειρήνη (έτος 387 π.Χ.), με την οποία οι Ελληνες παρέδωσαν αμαχητί στους Πέρσες τις ελληνίδες πόλεις της Μ. Ασίας και την Κύπρο, είναι ευτυχώς πρώτη και τελευταία εξαίρεση στην πολυαίωνη ιστορία μας. Σε πείσμα εξάλλου του σκεπτικισμού, με τον οποίο πολλοί αντικρίζουν τη σημερινή νεολαία, αυτή αν και στερημένη από παραδείγματα, αν και το κρατούν «κλίμα» θα περίμενε κανείς να έχει καταφέρει τον αποπροσανατολισμό της, έχει σωθεί από θαύμα και εκπλήσσει με την τόλμη και την αποφασιστικότητά της. Εκπλήσσει ευχάριστα, και τους καρδιναλίους του αντιπατριωτισμού βέβαια δυσάρεστα. Σε τυχόν υπαρκτικά διλήμματα του έθνους η απάντηση των Ελλήνων είναι όχι στη συλλογική ευθανασία, όχι στη συνθηκολόγηση.


Διότι:


«Οσοι το χάλκεον χέρι


βαρύ του φόβου αισθάνονται,


ζυγόν δουλείας ας έχωσι


Θέλει αρετήν και τόλμην


η ελευθερία». (Κάλβος).


Ο κ. Στέλιος Παπαθεμελής είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.